Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου «Μαύρη Παρασκευή» δεν εφαρμόστηκε σε αγορές μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών, αλλά στην οικονομική κρίση: συγκεκριμένα, το κραχ της αγοράς χρυσού στις ΗΠΑ στις 24 Σεπτεμβρίου 1869. Δύο διαβόητα αδίστακτοι χρηματοδότες της Wall Street, ο Τζέι Γκουλντ (Jay Gould) και ο Τζέιμς Φισκ (James Fisk), συνεργάστηκαν για να αγοράσουν όσο περισσότερο χρυσό της χώρας μπορούσαν ελπίζοντας αυτό να ανεβάσει την τιμή στα ύψη και να τον πουλήσουν για υπέρογκα κέρδη. Αυτή δεν ήταν η πρώτη τους συνεργασία αφού είχαν ξανασυνεργαστεί το 1868, όταν έκαναν απάτη με μετοχές και δωροδοκία για να εμποδίσουν τον Κορνέλιους Βάντερμπιλτ (Cornelius Vanderbilt) να πάρει τον έλεγχο του Erie Railroad, τον οποίο κατείχαν. Εκείνη την Παρασκευή του Σεπτεμβρίου, η συνωμοσία τελικά αποκαλύφθηκε, οδηγώντας το χρηματιστήριο σε ελεύθερη πτώση και χρεοκοπώντας τους όλους, από βαρόνους της Wall Street μέχρι αγρότες.
Το σκάνδαλο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της Προεδρίας του Ιλίσις Γκραντ (Ulysses Grant). Ο Υπουργός Οικονομικών, Τζορτζ Μπάουτγουελ (George Boutwell), είχε μια πολιτική να πουλάει χρυσό του Δημοσίου σε μεσοδιαστήματα δύο εβδομάδων για ένα ποσό ανάκλησης -είναι μια ταμειακή διαδικασία που απαιτεί η εταιρία να κάνει απόσυρση ένα μέρος του ομολογιακού δανείου της κάθε χρόνο- με στόχο την εξόφληση του εθνικού χρέους. Μαζί με άλλες μη συνήθεις πωλήσεις χρυσού, αυτό λειτούργησε για να σταθεροποιήσει το δολάριο και να τονώσει την οικονομία.
Όταν ο Γκραντ ανέλαβε τα καθήκοντά του, φαινόταν έτοιμος να συνεχίσει τη χρηματική πολιτική του Άντριου Τζόνσον (Andrew Johnson). Όπως ο Τζόνσον, ο Γκραντ προσπάθησε να βελτιώσει την οικονομία μειώνοντας την παροχή χαρτονομισμάτων (δολαρίων). Το έκανε χρησιμοποιώντας χρυσό για να αγοράσει δολάρια από πολίτες με έκπτωση και να τα αντικαταστήσει με νόμισμα που υποστηρίζεται από χρυσό. Αυτή η πολιτική, αν εφαρμοζόταν, θα χαλούσε τα σχέδια του Γκουλντ και του Φισκ. Ήλπιζαν ότι η κυβέρνηση θα κρατούσε τον χρυσό της. Εν τω μεταξύ, αγόραζαν όσο περισσότερο χρυσό μπορούσαν και έβλεπαν την αξία να αυξάνεται. Όταν η τιμή του χρυσού έφτανε αρκετά για να τους αποφέρει τεράστιο κέρδος, πουλούσαν. Αλλά αν ο Γκραντ αποφάσιζε να διαθέσει περισσότερο χρυσό στην αγορά διαπραγματεύοντάς τον για δολάρια, η τιμή θα παρέμενε πολύ χαμηλή.
Για να πείσουν τον Γκραντ να μην πουλήσει χρυσό, οι δύο ραδιούργοι προσέλαβαν έναν άνδρα ονόματι Άμπελ Ράθμπον Κόρμπιν (Abel Rathbone Corbin). Ο Κόρμπιν, επίσης ασχολούμενος με τα χρηματοοικονομικά, είχε παντρευτεί την αδερφή του Γκραντ, Βιρτζίνια. Ο Γκουλντ και ο Φισκ χρησιμοποίησαν τον Κόρμπιν για να πλησιάσουν τον Γκραντ. Κανόνιζαν ξανά και ξανά να συναντήσουν τον Γκραντ σε κοινωνικές συγκεντρώσεις που αφορούσαν τους Κόρμπιν. Ο Γκουλντ και ο Φισκ χρησιμοποίησαν αυτές τις ευκαιρίες για να μιλήσουν για την κυβερνητική νομισματική πολιτική. Ο Κόρμπιν τους υποστήριξε σε αυτές τις συζητήσεις, στις οποίες οι χρηματοδότες επιχειρηματολόγησαν κατά της κυβερνητικής πώλησης του χρυσού.
Η ανταπόκριση του Γκραντ στις ιδέες τους ήταν αμφίθυμη, αλλά οι άνδρες ενθαρρύνθηκαν από τη φιλοξενία του και την προθυμία του να τους συμπεριλάβει στη συζήτηση. Δούλεψαν σκληρά για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο. Ο Κόρμπιν έπεισε τον Γκραντ να ονομάσει τον στρατηγό Ντάνιελ Μπάτερφιλντ (Daniel Butterfield) ως βοηθό κεντρικό τραπεζίτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέρος της δουλειάς του Μπάτερφιλντ ήταν να χειρίζεται κυβερνητικές πωλήσεις χρυσού στη Wall Street και σε αντάλλαγμα για ένα κομμάτι της δράσης, ο Μπάτερφιλντ συμφώνησε να δώσει «φιλοδώρημα» στους μηχανορράφους όταν η κυβέρνηση ήταν έτοιμη να πουλήσει χρυσό.
Το σχέδιο φαινόταν σαν ένας εύκολος τρόπος για να πλουτίσουν — μέχρι που ναυάγησε. Ο Γκραντ άρχισε να υποψιάζεται το ξαφνικό ενδιαφέρον του Κόρμπιν για την αγορά χρυσού. Και όταν ανακάλυψε ένα γράμμα από την αδερφή του προς τη σύζυγό του που συζητούσε το θέμα, ήξερε ότι τον κορόιδευαν κι έγινε έξαλλος. Έστειλε μήνυμα ότι ο Κόρμπιν έπρεπε να σταματήσει αμέσως το σχέδιό του. Αμέσως μετά, διέταξε την πώληση 4.000.000 δολαρίων σε κυβερνητικό χρυσό.
Από τις 20 Σεπτεμβρίου, ο Γκουλντ και ο Φισκ είχαν αρχίσει να αγοράζουν όσο περισσότερο χρυσό μπορούσαν. Όπως ακριβώς σχεδίαζαν, η τιμή ανέβηκε. Στο υψηλότερο σημείο της στις 24 Σεπτεμβρίου, η τιμή της ουγγιάς χρυσού έφτασε τουλάχιστον 30 δολάρια πάνω από αυτό που ήταν όταν ο Γκραντ ανέλαβε τα καθήκοντά του. Αλλά όταν ο κυβερνητικός χρυσός κυκλοφόρησε στην αγορά, επικράτησε πανικός. Μέσα σε λίγα λεπτά, η τιμή του χρυσού έπεσε κατακόρυφα και οι επενδυτές προσπάθησαν να πουλήσουν τις μετοχές τους. Πολλοί επενδυτές είχαν λάβει δάνεια για να αγοράσουν τον χρυσό τους και χωρίς χρήματα για την αποπληρωμή των δανείων, καταστράφηκαν.
Το κραχ του χρυσού προκάλεσε την οικονομική καταστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών για μήνες. Το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου, ο Γκουλντ, ο Φισκ και ο Κόρμπιν συναντήθηκαν στο γραφείο του Γκουλντ στην Όπερα, ο καθένας ισχυρίστηκε ότι ήταν το θύμα και κατηγορούσε τον άλλον για την καταστροφή. Υποχρεωμένη να εξοφλήσει όλα τα χρέη, η Gold Exchange Bank δεν είχε πλέον αρκετά αποθέματα για να καλύψει τα αυξανόμενα χρέη, ενώ η κατάσταση εκεί χειροτέρευε κάθε ώρα. Η Δέκατη Εθνική Τράπεζα, που έκλεινε κανονικά στις 15:00 εκείνη την ημέρα, είχε καταθέτες και κερδοσκόπους να συνωστίζονται στο πεζοδρόμιο στην εξώπορτά της.
Ανάμεσα σε αυτούς που έχασαν τεράστια ποσά εκείνη τη “Black Friday” ήταν ο Κόρμπιν. Ο πονηρός Γκουλντ γλίτωσε την καταστροφή πουλώντας τον χρυσό του πριν αρχίσει να πέφτει η αγορά. Στην έρευνα του Κογκρέσου που ακολούθησε, ο στρατηγός Ντάνιελ Μπάτερφιλντ διώχθηκε από τη θέση του. Όμως οι πιστοί Ρεπουμπλικάνοι και αδιαμφισβήτητα μισογύνηδες αρνήθηκαν να επιτρέψουν την κατάθεση της Βιρτζίνια Κόρμπιν και της Πρώτης Κυρίας Τζούλια Γκραντ.
Η Black Friday δεν επηρέασε ιδιαίτερα την οικονομική καριέρα του Γκουλντ. Μέσα σε πέντε χρόνια, έλεγχε το Union Pacific Railroad, συνέχισε να ελέγχει μια σειρά άλλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της Western Union Telegraph Company και του Manhattan Elevated Railroad. Η τύχη του Fisk αποδείχθηκε ασθενέστερη αφού το 1872, μετά από διαπληκτισμούς για τα χρήματα και για ένα showgirl του Μπρόντγουεϊ που την έλεγαν Τζόζι Μάνσφιλντ (Josie Mansfield), ένας συνάδελφος χρηματοδότης ονόματι Έντουαρντ Στόουκς (Edward Stokes) πυροβόλησε και σκότωσε τον Φισκ.
Σύνταξη: Δανάη Στεργίου
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος