Η ξεχασμένη βαλίτσα και τα αερικά της Νέας Υόρκης

Της Λένας Αργύρη

Ο κόσμος περπατάει βιαστικά, σαν να έχει ήδη αργήσει. Τα κουρασμένα βήματα πληθαίνουν καθώς σουρουπώνει. Οι περαστικοί με τα ακουστικά στα αυτιά, διασχίζουν με δρασκελιές τις επιβλητικές λεωφόρους της πόλης. Δεν κοιτούν γύρω.

Η μαύρη ταλαιπωρημένη βαλίτσα που στέκει εγκαταλελειμμένη στην μέση του πεζοδρομίου, είναι παράταιρη. Δεν μπορείς να μην την προσέξεις, όσο αφηρημένος και αν είσαι. Τα σκυφτά κεφάλια των περαστικών για πρώτη φορά ορθώνονται. Τα ακουστικά πέφτουν με νευρικές κινήσεις από τα αυτιά. Τα πρόσωπα παύουν να είναι ανέκφραστα. Οι περαστικοί αρχίζουν δειλά, να ανταλλάσουν ανήσυχες κουβέντες μεταξύ τους.

Περνάω διστακτικά δίπλα από την βαλίτσα και δεν ξέρω αν πρέπει να κοντοσταθώ ή αν πρέπει να τρέξω. Οι περισσότεροι γύρω μου, ενστικτωδώς επιταχύνουν. Οι ανάσες κόβονται. Άλλοι τρέχουν να σωθούν από την έκρηξη, που δε γίνεται. Αλλοί περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο, για να δουν την έκρηξη να γίνεται. Τίποτα δεν συμβαίνει.

Μια μεσόκοπη κυρία πλησιάζει την ξεφτισμένη βαλίτσα με αξιοζήλευτη γενναιότητα. Την αρπάζει εκνευρισμένα και φεύγει βιαστικά. Δεν έχει καν αντιληφθεί τον πανικό που η ύπαρξη της σκόρπισε. Την είχε απλώς ξεχάσει. Ενας συλλογικός αναστεναγμός ανακούφισης, μοιάζει να ξεχύνεται στον αέρα. Το πλήθος συνεχίζει να περπατά γοργά. Γιατί τώρα, έχει πράγματι αργήσει.

Εχουν περάσει λίγες ημέρες από τις εκρήξεις στο Μανχάταν και ο κόσμος βρίσκεται σε εγρήγορση. Οχι σε πανικό, όπως λανθασμένα μεταδίδουν τα ξένα μέσα. Απλώς, σε μια καλοδεχούμενη επιφυλακή. Η αστυνομία στους δρόμους και ο στρατός σε κάποια καίρια σημεία της πόλης, δημιουργεί αυτό το δυσεξήγητο αίσθημα ασφάλειας και ανασφάλειας μαζί. Ολα είναι όπως πριν, απλώς πια παρατηρείς κάθε λεπτομέρεια. Ζώντας στην Αμερική είσαι εκπαιδευμένος να το κάνεις. Για να ζήσεις όμως στην Νέα Υόρκη πρέπει να εκπαιδευτείς και σε κάτι άλλο. Πρέπει να μπορείς να αντέξεις την αντιφατικότητα. Τον κυνισμό. Και τον θόρυβο. Αυτόν τον θόρυβο που δεν συνηθίζεται με τίποτα.

Οι ασταμάτητοι ήχοι των σειρήνων, διαπερνούν χωρίς οίκτο το μυαλό σου. Οι τεράστιοι σκουριασμένοι ανεμιστήρες των υπονόμων, ξερνούν ένα συνεχές βουητό που κάνει το σκηνικό, σχεδόν δυστοπικό.

Τα περιπολικά που περιφέρονται στους δρόμους σαν να μην έχουν προορισμό, ξαφνικά σε κουράζουν. Τα στοιβαγμένα αποκρουστικά σκουπίδια στις γωνίες, που δυσκολεύουν αργά τα απογεύματα την κυκλοφορία των πεζών και η έντονη οσμή των ούρων που αναδύεται κατά διαστήματα, κάποιες στιγμές σου στερούν το οξυγόνο.

Η αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει διαρκώς γύρω σου και το χάνεις, υποσυνείδητα σε αγχώνει. Θέλεις να προλάβεις. Αλλά δεν ξέρεις τι. Οι εικόνες είναι πιο γρήγορες από όσο μπορείς να επεξεργαστείς. Η θολούρα μιας πόλης που σχεδόν δεν βλέπει ουρανό, σε ζαλίζει. Νιώθεις καμιά φορά τα μηνίγγια σου να τρέμουν.

Οι ξεκούρδιστες κιθάρες, τα σαξόφωνα και οι ήχοι από τα φθηνά βιολιά και τα φθαρμένα δοξάρια, μόλις που διακρίνονται. Δεν έχουν καμία αρμονία. Ψηλά στον ουρανό, ο χαρακτηριστικός θόρυβος των ελικοπτέρων, σε μια ήδη πολύβουη πόλη, δίνει το σήμα ότι ο Πρόεδρος μετακινείται. Οι γεμάτοι δρόμοι κλείνουν ερμητικά, για να περάσει η αυτοκινητοπομπή των ατελείωτων οχημάτων και οι βλοσυροί αστυνομικοί δεν σηκώνουν κουβέντα, αν τολμήσεις να διαμαρτυρηθείς. Που η αλήθεια είναι ότι δεν τολμάς.

Τα κινητά σηκώνονται αδιάκριτα στον αέρα, για να βγάλουν μια φωτογραφία του λεγόμενου beast. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ, σε ποια από τις τρεις πανομοιότυπες κάντιλακ βρισκόταν τελικά ο Πρόεδρος. Αλλά δεν έχει σημασία.

Οι άντρες του στρατού με τις καφετί στολές παραλλαγής και τον βαρύ οπλισμό, στέκονται άλλοτε βαριεστημένα και άλλοτε κορδωμένα σε κάποιες γωνιές της πόλης περιφρουρώντας την, από τον αόρατο εχθρό της τρομοκρατίας. Οι κίτρινες κορδέλες της αστυνομίας που αποκλείουν άσκοπα ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, νομίζεις ότι κλείνουν το μάτι με αυθάδεια στην υπομονή σου.

Οι ξυπόλυτοι άστεγοι κοιμούνται ανενόχλητοι στις εισόδους υπερπολυτελών κτιρίων με τα λιγοστά υπάρχοντα αγκαλιά. Συνήθως, ένας εξίσου βρώμικος αφοσιωμένος σκύλος, συμπληρώνει το καταθλιπτικό σκηνικό. Για κλάσματα δευτερολέπτου, βαθιά δυστυχία σε καταβάλλει. Λίγα βήματα πιο κάτω, έχεις και πάλι βυθιστεί σε σκέψεις άλλες. Πιο ανακουφιστικές.

Καμιά φορά νομίζω οτι οι ψυχωσικοί όλου του κόσμου, ζουν εδώ. Περπατούν αθόρυβα στα σκοτεινά σοκάκια σαν φαντάσματα, ημίγυμνοι και παραληρούν. Θυμίζουν παλαβούς κομπάρσους ταινίας του Γούντι Αλεν. Η επινόηση της μοναξιάς του Πολ Ολστερ, έρχεται συνειρμικά στο μυαλό, μαζί με την δυστυχισμένη Τζεϊν από το Famous Blue Raincoat του Leonard Cohen.

Η κυρία που πουλάει λουλούδια στην Times Square, απολογείται προσχηματικά στην γιαπωνέζα τουρίστρια οτι «εδώ είναι Νέα Υόρκη γι᾽αυτό οι τιμές είναι τόσο υψηλές». Καμιά εικοσαριά δρόμους πιο πάνω, τα λεφτά δεν έχουν καμία σημασία για όσους ζουν στην φωτεινή πλευρά της πόλης. Οι άνθρωποι εκεί, λες και ανήκουν σε άλλη κάστα.

Περιφέρονται επιδεικτικά με τις αμέτρητες σακούλες των υπερπολυτελών καταστημάτων στα καλοδιατηρημένα χέρια τους. Οι σακούλες μπλέκονται διαρκώς, με τα λουριά των κακομαθημένων κινγκ τσαρλς σπάνιελ που σέρνονται άθελά τους, σε ματαιόδοξους περιπάτους. Πίνουν εσπρέσσο στα γρήγορα, σαν να πρέπει να επιστρέψουν στο γραφείο. Και μετά γλυστρούν νωχελικά σαν αερικά, σε πανάκριβα αυτοκίνητα με πιστούς οδηγούς και χάνονται στον δυσπρόσιτο κόσμο των πραγματικά πλουσίων.

Εδώ είναι Νέα Υόρκη και τα πάντα είναι πράγματι διαφορετικά. Μεγαλύτερα, επιβλητικά. Απενοχοποιημένα. Δεν το συναντάς πουθενά αλλού στον κόσμο αυτό. Είναι κάτι που είτε σου αρέσει, είτε όχι. Δεν υπάρχει περίπου. Η Νέα Υόρκη αρέσει με πάθος στους περισσότερους πολίτες του κόσμου. Τους κόβει την ανάσα. Τους επιβάλλεται. Τους σαγηνεύει. Τους υποτάσσει. Η αλήθεια είναι, πως έχει κάθε λόγο να το κάνει. Είναι πράγματι μοναδική.

Στο μουντό τρένο της επιστροφής στην Ουάσιγκτον, οι εικόνες αυτές περνούν ρυθμικά μπροστά από τα μάτια μου. Από τα θολά, γεμάτα δαχτυλιές παράθυρα, βλέπω την μεγαλούπολη να απομακρύνεται. Μοιάζει περίπου απόκοσμη έτσι όπως είναι τυλιγμένη στα γκρίζα σύννεφα της. Δεν λυπάμαι που φεύγω. Ποτέ δεν λυπάμαι που φεύγω από τη Νέα Υόρκη. Η κυρία στο διπλανό κάθισμα φλυαρεί ακατάπαυστα στο κινητό της και εξομολογείται ότι πέρασε θαυμάσια στην ομορφότερη πόλη του κόσμου. Νομίζω θα διαφωνήσω. Ξέρω ότι ακούγεται αφοριστικό, αλλά για εμένα η Νέα Υόρκη είναι η πιο κουραστική πόλη στον κόσμο.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος