Ο πόλεμος του πετρελαίου, η προσγείωση της Κίνας και οι φόβοι του κ. Ντράγκι

Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

Οι περισσότεροι αναλυτές περίμεναν από μήνες μια δύσκολη χρονιά για τις παγκόσμιες αγορές το 2016 λόγω της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων που μόλις ξεκίνησε, αλλά το αρνητικό ποδαρικό του νέου έτους με ξεπούλημα στα περισσότερα χρηματιστήρια του κόσμου έδειξε ότι τα προβλήματα που συσσωρεύονται διεθνώς είναι ολοένα περισσότερα και μεγαλύτερα.

Πέρα από τη βραχυπρόθεσμη συμπεριφορά των χρηματιστηρίων, η οποία μπορεί να αλλάξει από λεπτό σε λεπτό από την ευφορία στον πανικό και αντιστρόφως, το γεγονός είναι ότι οι εστίες προβλημάτων και πιθανών εκρήξεων είναι σήμερα περισσότερες από ότι τα τελευταία χρόνια.

Τα ρίσκα στην παγκόσμια οικονομία για τη νέα χρονιά είναι πολλά και οι ανησυχίες για τις συνέπειες στην ευρωζώνη η οικονομία της οποίας ακόμα «σέρνεται» ήταν από τους βασικούς λόγους που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου ανακοίνωσε μέτρα νομισματικής χαλάρωσης (μικρή μείωση επιτοκίων) αν και όχι τόσο δραστική όσο ο ίδιος ήθελε, λόγω των γερμανικών αντιρρήσεων.

Εάν η αβεβαιότητα αυξηθεί, η ανάγκη για νέα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης θα ενταθεί όπως επιθυμούν οι χώρες του Νότου, αλλά από την άλλη πλευρά το διεθνές περιβάλλον θα επιδεινωθεί, πιθανόν δυσκολεύοντας τόσο τις διαδικασίες επανόδου της Ελλάδας στις αγορές όσο και τις συζητήσεις για τη νέα διευθέτηση του χρέους.

Στο ξεκίνημα του νέου έτους, τα στοιχεία για την βιομηχανική δραστηριότητα στην Κίνα (ο δείκτης βιομηχανικών παραγγελιών έπεσε στο 48,2% από το 48,6%) υπέδειξαν επιβράδυνση της ατμομηχανής της παγκόσμιας οικονομίας. Παρόμοιες ανησυχίες ενέπνευσε και η υποχώρηση των νοτιοκορεάτικων εξαγωγών (έπεσαν 13,8% το Δεκέμβριο σε σχέση με πέρσι) οι οποίες θεωρούνται το «καναρίνι στο ορυχείο» του παγκόσμιου εμπορίου, καθώς κατευθύνονται σε όλες τις μεγάλες αγορές και περιλαμβάνουν ευρύτατο φάσμα προϊόντων, από κινητά τηλέφωνα μέχρι αυτοκίνητα.

Η προσγείωση της οικονομίας της Κίνας μπορεί να παρασύρει σε χαμηλότερα επίπεδα το διεθνές εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία. Εξελίσσεται τους τελευταίους μήνες και είναι χαρακτηριστικό ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει τους κινδύνους επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας σταθερά στις τελευταίες εκθέσεις του.

Ο κίνδυνος, όμως, δεν περιορίζεται εκεί.

Η περίοδος των μηδενικών επιτοκίων του δολαρίου -που μόλις τελείωσε- δημιούργησε μια φούσκα δανεισμού στις αναδυόμενες χώρες η οποία μπορεί να αρχίσει να «σκάει» καθώς τα αμερικανικά επιτόκια θα ανεβαίνουν, τη στιγμή ακριβώς που τα έσοδα των χωρών αυτών υποχωρούν καθώς πέφτουν οι διεθνεις τιμές εμπορευμάτων τα οποία εξάγουν.

Η ένταση στις σχέσεις Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν ενίσχυσε τους φόβους ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή και πρόσθεσε έναν ακόμα παράγοντα αβεβαιότητας στο παζλ.

Η τιμή του πετρελαίου εκτινάχθηκε πρόσκαιρα κατά 3% στις αγορές τη Δευτέρα, αλλά σταθεροποιήθηκε στη συνέχεια καθώς οι επενδυτές δυσκολεύονται να σταθμίσουν τις προοπτικές εν μέσω αντιφατικών προβλέψεων.

Η τιμή του πετρελαίου έχει πάρει την κατηφόρα τα δύο τελευταία χρόνια (-60% από τα μέσα του 2014) ως αποτέλεσμα της πολιτικής της Σαουδικής Αραβίας, η οποία αύξησε τη δική της παραγωγή ακριβώς για να ρίξει την τιμή και να βγάλει εκτός αγοράς τους αναδυόμενους νέους ανταγωνιστές της.

Πρόκειται για μια στρατηγική κίνηση των Σαουδαράβων, οι οποίοι αισθάνθηκαν ότι απειλούνται από τους νέους παίκτες στη διεθνή αγορά πετρελαίου. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι αμερικανικές εταιρείες εξόρυξης αερίου και πετρελαίου από σχιστολιθικά πετρώματα, οι οποίες είχαν εκτοξευτεί στα ύψη τα τελευταία χρόνια αλλά «σφαγιάστηκαν» μαζικά όταν ξεκίνησε η πτώση της τιμής του πετρελαίου, κόβοντας απότομα τη «φόρα» της αμερικανικής ενεργειακής βιομηχανίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι τα αναπτυξιακά οφέλη που θα μπορούσε να έχει για την οικονομία η υποχώρηση του ενεργειακού κόστους, εξανεμίζεται από την πτώση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου που επέφερε η κρίση στον ενεργειακό κλάδο.

Ο άλλος μεγάλος εν δυνάμει ανταγωνιστής της Σαουδικής Αραβίας, είναι το Ιράν, του οποίου οι προοπτικές εξαγωγής πετρελαίου άνοιξαν σημαντικά ύστερα από τη συμφωνία με τις ΗΠΑ.

Η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών πρέπει ενδεχομένως να εξεταστεί σε συνάρτηση και με το γεγονός ότι είναι και οι δύο μέλη του ΟΠΕΚ εντός του οποίου συγκρούστηκαν για τα όρια της παραγωγής. Η Σαουδική Αραβία υπερασπίστηκε τα δικά της μερίδια, ενώ το Ιράν ζητούσε χώρο για να επωφεληθεί από την άρση του εμπάργκο ύστερα από την συμφωνία για το πυρηνικό της πρόγραμμα.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος