Ο Ντράγκι της Ιταλίας, της Ευρώπης και των ορίων της τεχνοκρατίας…

Toυ Πολυδεύκη Παπαδόπουλου

Στα επόμενα λίγα 24ωρα θα είναι γνωστό αν ο Μάριο Ντράγκι θα έχει μετατρέψει  την ανάληψη εντολής από τον Πρόεδρο Σέρτζιο Ματαρέλα στην 67η μεταπολεμική κυβέρνηση της Ιταλίας. Η αρχική αντίδραση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων στην κεντροδεξιά, αλλά και στην κεντροαριστερά, μοιάζει να μετατρέπεται σε στήριξη. Ετσι, το πιθανότερο σενάριο είναι να καταφέρει ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Ευρωζώνης να σχηματίσει κυβέρνηση τύπου «εθνικής σωτηρίας», με την υποστήριξη των κομμάτων που κυβερνούσαν υπό τον Κόντε και, επιπλέον, μέρους, τουλάχιστον, της κεντροδεξιάς.

Η επιλογή αυτή προτιμάται από τις περισσότερες πολιτικές και οικονομικές ελίτ στο εσωτερικό της Ιταλίας, καθώς και στην ΕΕ. Επίσης, δείχνει να γίνεται αποδεκτή από σημαντικό τμήμα της ιταλικής κοινής γνώμης, που δεν επιθυμεί πρόωρες εκλογές εν μέσω πανδημίας και μεγάλης οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, όμως, τίθεται ένα ζήτημα για το πως λειτουργεί το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα σε μια χώρα που καταφεύγει συχνά στη λύση τεχνοκρατικών κυβερνήσεων και μη πολιτικών προσώπων για τη θέση του πρωθυπουργού.

Πάντως, η είσοδος ενός τόσο σημαντικού παράγοντα με υψηλή δημοφιλία και καθολική αναγνώριση προκαλεί ήδη σημαντικές αναταράξεις στο εύθραυστο πολιτικό σύστημα της Ιταλίας. Οι ισορροπίες αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Κίνημα Πέντε Αστέρων που στην αρχή αντιδρούσε και μετά δήλωσε στήριξη, με τον Κόντε και τον Ντι Μάιο να δέχονται τον Ντράγκι, αλλά υπό τον όρο να σχηματίσει «πολιτική» κυβέρνηση, το δε μέτωπο άρνησης των κεντροδεξιών κομμάτων να διασπάται. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις πληροφορίες πολλών ιταλικών ΜΜΕ,  η πιθανότερη επιλογή θα είναι μια «μεικτή φόρμουλα», με λίστα υπουργών οι οποίοι να προέρχονται τόσο από τον χώρο της πολιτικής, όσο και από εκείνον της οικονομίας και των επιχειρήσεων∙ δηλαδή μια «τεχνοκρατική» αλλά και «πολιτική» κυβέρνηση.

Πάντως, αν ο Ντράγκι αποτύχει να σχηματίσει κυβέρνηση,  είναι πιθανό να μην δοθεί άλλη εντολή από τον πρόεδρο Ματαρέλα και η Ιταλία να πάει τελικώς σε πρόωρες εκλογές. Και οι μέχρι τώρα μετρήσεις έδειχναν πως σε ένα τέτοιο σενάριο η ιταλική κυβέρνηση που θα προέκυπτε από την κάλπη θα ήταν ένα «μείγμα» λαϊκιστών  και ευρωσκεπτικιστών. Να σημειωθεί ότι εφόσον ολοκληρωνόταν η θητεία της παρούσης Βουλής και Γερουσίας της Ιταλίας, η χώρα θα είχε τις επόμενες κανονικές εκλογές στις 28 Μαΐου 2023.

Ενας «σούπερ Μάριο» για το ιταλικό αλλά και το ευρωπαϊκό πρόβλημα;

Ο Μάριο Ντράγκι απέκτησε αυτό το προσωνύμιο για εκείνο που, αν μη τι άλλο, θα μείνει στην ιστορία της Ευρώπης. Πρόκειται για τις δύο φράσεις που εκστόμισε τον Ιούλιο του 2012 -όταν πολλές χώρες της ΕΕ είχαν βυθιστεί στα χρέη και το μέλλον της Ευρωζώνης ήταν αμφίβολο και βέβαια οι κινήσεις στις οποίες προέβη μετά. Είχε πει τότε το διάσημο πλέον:  «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειαστεί για να διατηρήσει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό». Ακολούθησε το γνωστό τεράστιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο ακόμη διατηρείται, στηρίζοντας σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση της Νομισματικής Ενωσης. Βέβαια, σ’ όλο αυτό το διάστημα αντιμετώπισε συχνά αντιρρήσεις και επικρίσεις, κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας και των υπόλοιπων υποστηρικτών του λεγόμενου “ορντοφιλελευθερισμού” (κυρίως Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία, Βαλτικές Χώρες, Ιρλανδία). Επιπλέον, στην Ελλάδα μια μερίδα εξακολουθεί να τον θεωρεί υπεύθυνο για το κλείσιμο των τραπεζών το καλοκαίρι του 2015 και τα capital controls και στην Κύπρο για τις χρεοκοπίες και τα κουρέματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα της.

Ωστόσο, ο Ντράγκι ξεκίνησε την καριέρα του όχι ως τραπεζίτης αλλά ως ακαδημαϊκός, διδάσκοντας από το 1981-1991 σε διάφορα πανεπιστήμια της Ιταλίας. Εκείνη τη χρονιά ανέλαβε χρέη γενικού διευθυντή του υπουργείου Οικονομικών της Ιταλίας, παραμένοντας στη θέση αυτή για ακόμη μια δεκαετία, υπό εννέα διαφορετικές κυβερνήσεις.  Ο ρόλος του στην εν λόγω θέση δεν είναι πολύ γνωστός εκτός Ιταλίας. Ωστόσο, από αυτή διαχειρίστηκε το 1992 την κρίση του τότε μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών της ΕΕ, διασώζοντας για πρώτη φορά τη Ρώμη από μια πιθανή χρεοκοπία. Στη συνέχεια ηγήθηκε ενός μεγάλου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων που έφερε κάποιον εκσυγχρονισμό στην στάσιμη οικονομία της Ιταλίας, τη στιγμή που η πολιτική σκηνή της χώρας κατέρρεε από σειρά σκανδάλων. To 2002 και επί μία τριετία προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αντιπρόεδρος και διευθυντής στην Goldman Sachs, ενώ το 2006 ανέλαβε Διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας. Εγκατέλειψε τη θέση του και την Ιταλία τον Οκτώβριο του 2011 για να αναλάβει τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Από τον Οκτώβριο του 2019, όταν έληξε η θητεία του στη Φρανκφούρτη, ο 73χρονος οικονομολόγος είχε αποφύγει τα φώτα της δημοσιότητας. Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες και μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Κόντε, το όνομά του συζητήθηκε αρκετά, καθώς πολλοί έβλεπαν τον ειδικό στη διαχείριση κρίσεων Ντράγκι ως το κατάλληλο πρόσωπο για να βγάλει την Ιταλία από την επιδημιολογική και οικονομική καταιγίδα που αντιμετωπίζει.

Όμως, από το πρώτο διάστημα της πανδημίας, πέρσι την άνοιξη, ο Ντράγκι εμφανίστηκε με ένα σημαντικό άρθρο στους Financial Times, που ορισμένοι χαρακτήρισαν «νέο μανιφέστο» για την Ευρωζώνη. Σ’ αυτό το κείμενο έγραφε μεταξύ άλλων:

«Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι να δράσουμε με επαρκή δύναμη και ταχύτητα για να αποτρέψουμε να εξελιχθεί η κρίση σε βαθιά ύφεση, που λόγω των πολλών χρεοκοπιών θα αφήσει μη αναστρέψιμη ζημιά. Είναι ήδη σαφές ότι η απάντηση πρέπει να περιλαμβάνει σημαντική αύξηση του χρέους. Η απώλεια εισοδήματος που υπέστη ο ιδιωτικός τομέας –και το χρέος που άντλησε για να καλύψει το κενό– θα πρέπει εντέλει να απορροφηθεί, πλήρως ή μερικώς, από τον κρατικό προϋπολογισμό…

Τα υψηλότερα επίπεδα κρατικού χρέους θα αποτελέσουν μόνιμο χαρακτηριστικό των οικονομιών μας και θα συνοδευτούν από διαγραφή ιδιωτικού χρέους. Ο σωστός ρόλος του κράτους είναι να αξιοποιεί τον προϋπολογισμό για να προστατεύει τους πολίτες και την οικονομία έναντι κρίσεων, για τις οποίες δεν ευθύνεται ο ιδιωτικός τομέας αλλά ούτε μπορεί να απορροφήσει. Τα κράτη το έκαναν αυτό πάντα σε περιπτώσεις εθνικής ανάγκης. Οι πόλεμοι –το πιο σχετικό παράδειγμα– χρηματοδοτήθηκαν μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, στην Ιταλία και στη Γερμανία το 6%-15% των δαπανών του πολέμου χρηματοδοτήθηκε από φόρους. Σε Αυστρία-Ουγγαρία, Ρωσία και Γαλλία καμία από τις πολεμικές δαπάνες δεν χρηματοδοτήθηκε μέσω φορολόγησης. Παντού, η φορολογική βάση διαβρώθηκε από τις καταστροφές του πολέμου και την στρατολόγηση. Σήμερα, αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ανθρώπινης δυστυχίας και της παύσης της δραστηριότητας που προκαλεί η πανδημία».

Το κατά πόσο ένας Ντράγκι-πρωθυπουργός θα κινηθεί προς την κατεύθυνση που περιγράφει σ’ αυτό το «μανιφέστο» -σε σχέση με τις Βρυξέλλες και ιδίως με τη Φρανκφούρτη- μένει να φανεί. Από την έδρα της ΕΚΤ, η διάδοχός του Κριστίν Λαγκάρντ απαντά, πάντως, σε σχετικό κάλεσμα 100 σημαντικών ευρωπαίων οικονομολόγων, πως μια διαγραφή δημοσίου χρέους που διακρατεί η Τράπεζα είναι εκτός της νομιμότητας που ορίζουν οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες, αλλά και όχι αποτελεσματική. Κι αυτό την ίδια μέρα που το οικονομικό πρακτορείο Bloomberg και η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ασφαλιστική εταιρία Allianz εμφάνισαν στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα επιβαρυνθούν με ακόμη 90-100 δις ευρώ και μόνο από τις καθυστερήσεις που υπάρχουν με τις παραδόσεις εμβολίων και τα προγράμματα εμβολιασμών.

Απ΄ την άλλη, ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, αν και άνθρωπος πάντα των θεσμών, έχει δείξει πως δεν είναι ο τυπικός συστημικός παράγοντας. Έτσι, μετά την προαναφερόμενη μακρά καριέρα και αναλαμβάνοντας τυχόν την πρωθυπουργία της Ιταλίας, δεν αναμένεται να παραδοθεί εύκολα σε μια νέα ορθοδοξία της Φρανκφούρτης, αναφορικά με τη διαχείριση των χρεών και τη νομισματική πολιτική. Και κάτι τέτοιο θα επηρεάσει -εκτός από τη χώρα του- και μεγάλο μέρος  της υπόλοιπης ευρωζώνης.

Σε ό,τι αφορά την πολιτική στο εσωτερικό της Ιταλίας, ο ίδιος έχει θέσει τέσσερα σημεία ως προτεραιότητες: καταπολέμηση της πανδημίας, επιτάχυνση της διαδικασίας εμβολιασμού, οικονομική ανάκαμψη της χώρας και μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Είναι ένα πρόγραμμα που παραπέμπει περισσότερο σε αναπτυξιακή πολιτική κεϊνσιανού τύπου, παρά σε μια επανάληψη προγραμμάτων λιτότητας. Άλλωστε,  η Ιταλία έχει ξεχάσει εδώ και χρόνια τι σημαίνει ανάπτυξη και ο Ντράγκι θεωρείται από πολλούς ως μοναδική ευκαιρία για συνολική επανεκκίνηση της οικονομίας της.

Τα περιθώρια των τεχνοκρατικών κυβερνήσεων ακόμη και στην Ιταλία…

Τα νέα της εισόδου του Μάριο Ντράγκι στην πολιτική αρένα ενθουσίασαν ορισμένους από τους πιο ευρωπαϊστές πολιτικούς στην Ιταλία, καθώς και τους επικριτές του Κόντε, που τον κατηγόρησαν για έλλειψη εμπειρίας. Επίσης, τα ιταλικά ομόλογα επιδόθηκαν σε ράλι, με τα spread τους να υποχωρούν σημαντικά. Αντιστρόφως οι  μετοχές των ιταλικών τραπεζών είχαν άνοδο. Έτσι, αγορές και επενδυτές έδειξαν να επικροτούν θερμά την προοπτική μιας πρωθυπουργίας του.

Υπάρχουν βέβαια και αναλυτές που θεωρούν ότι μία κυβέρνηση υπό τον Ντράγκι πολύ δύσκολα θα κρατήσει μετά το τέλος της πανδημίας. Οι πλευρές αυτές εκτιμούν πως όταν ολοκληρωθούν οι εμβολιασμοί και η οικονομία αρχίζει να αναπτύσσεται,  τα πολιτικά κόμματα –ακόμη κι εκείνα που τώρα τον υποστηρίζουν ένθερμα- θα ζητήσουν να γίνουν εκλογές, ενδεχομένως μετά την άνοιξη του 2022 και την προβλεπόμενη αλλαγή του Προέδρου της χώρας.

Στην Ιταλία από τις αρχές του ’90, μετά την κατάρρευση του μεγαλύτερου μέρους του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει 6 πρωθυπουργοί που δεν είχαν βγει από εκλογές και ήταν τεχνοκράτες ή μη πολιτικά πρόσωπα.  (2 φορές Αμάτο, Τσιάμπι, Ντίνι, Μόντι, Λέτα, Κόντε). Εν τέλει στην Ιταλία ο «τεχνοκράτης»  είναι αποδεκτός από την κοινωνία ως ένας ειδικός που χρειάζεται να έρθει κάθε μερικά χρόνια «για να διορθώσει τα προβλήματα που δημιουργούν οι πολιτικοί». Συνολικά 9 από τα τελευταία 30 χρόνια η Ιταλία διοικήθηκε από τέτοια πρόσωπα και κυβερνήσεις.   Ωστόσο, η κατάσταση εκείνη όπου η ειδημοσύνη υπερτερεί της πολιτικής σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει και όρια.

Η απήχησή Ντράγκι στους θεσμούς της ΕΕ, όπως προαναφέρεται, είναι σίγουρα μεγάλη, η αποδοχή του στις φιλοευρωπαϊκές ελίτ της Ιταλίας επίσης δεδομένη, αλλά για ορισμένα τμήματα της ιταλικής κοινής γνώμης θα είναι ένας ακόμη μη εκλεγμένος, που επιβάλλεται από γνωστά και άγνωστα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός Ιταλίας. Το μέρος αυτό της ιταλικής κοινωνίας είναι που ενίσχυσε, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τις «αντισυστημικές» και «ευρωσκεπτικιστικές» δυνάμεις του κόμματος των 5 Αστέρων, της Λέγκας του Σαλβίνι, των νεο-ακροδεξιών «Αδελφών της Ιταλίας» και παλιότερα, ας μην ξεχνάμε, τους πολιτικούς σχηματισμούς που δημιούργησε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Και οι πλευρές αυτές είναι πιθανόν να ενδυναμωθούν και πάλι, αποτελώντας ξεκάθαρη πλειοψηφία, αν, αφενός μια διακυβέρνηση τύπου Ντράγκι δεν είναι αποτελεσματική κι αφετέρου, αν δεν επιστρέψει εγκαίρως τη σκυτάλη στην πολιτική.  

Ο προηγούμενος πρωθυπουργός της Ιταλίας Κόντε, μη πολιτικό πρόσωπο ο ίδιος, δήλωσε αποχωρώντας: «Εύχομαι να δημιουργηθεί μια σταθερή κυβέρνηση πολιτικών, με ξεκάθαρα πολιτικές επιλογές. Oι αναγκαίες επιλογές στην φάση αυτή δεν μπορούν να ανατεθούν σε τεχνοκράτες…».

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος