Νέες πορείες πλεύσης στην Ευρωζώνη – Μιλά ο Μ. Χαλιάσος, καθηγητής Μακροοικονομικών & Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Γκαίτε

Η συζήτηση για την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων στην ευρωζώνη, η διεθνής κατάσταση με τον υψηλό πληθωρισμό και τα επιτόκια και η είσοδος της Γερμανίας σε ύφεση ως πλαίσια μέσα στα οποία θα αναγκαστεί να κινηθεί και η ελληνική οικονομία στο προσεχές διάστημα αναπτύσσονται στην εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» (Σάββατα και Κυριακές 12.00-13.00).

Νέες πορείες πλεύσης στην Ευρωζώνη – Μιλά ο Μ. Χαλιάσος, καθηγητής Μακροοικονομικών & Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Γκαίτε

Καλεσμένος ήταν ο κ. Μιχάλης Χαλιάσος, Καθηγητής και κάτοχος της Έδρας Μακροοικονομικών και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Γκαίτε της Φρανκφούρτης.

Η συζήτηση για την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων στην ευρωζώνη 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη παρουσιάσει τις προτάσεις της για την αναθεώρηση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης, ώστε να επανέλθουν οι δημοσιονομικοί κανόνες, που είχαν  ανασταλεί προσωρινά λίγο μετά την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού το 2020. Αυτό επρόκειτο να γίνει ήδη πριν έναν και πλέον χρόνο, αλλά η αναστολή εφαρμογής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας παρατάθηκε επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση στη συνέχεια βυθίστηκε σε ενεργειακή κρίση, για διάφορους λόγους, ένας εκ των οποίων ήταν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία,  ο δε πληθωρισμός εκτινάχθηκε στα ύψη σε όλα τα κράτη μέλη. Σχεδόν καμιά χώρα της Ένωσης δεν διαφωνεί ότι τα ηνία πρέπει να σφίξουν ξανά σταδιακά, αλλά με διαφορετικό τρόπο από πριν. Οι δε υπουργοί Οικονομικών θέλουν να καταλήξουν σε συμφωνία για τις προτάσεις πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, ώστε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης να εφαρμοστεί ξανά, αν όχι διαρκούντος του 2024, σίγουρα από τις αρχές του 2025. Το σχετικό ζήτημα απουσίασε από τον δημόσιο και προεκλογικό διάλογο στην Ελλάδα, αν και την αφορά άμεσα.

Τα καινούργια δεδομένα

Η συζήτηση άνοιξε στο πλαίσιο καταρχήν του ECOFIN και όχι του Eurogroup, μια και αφορά και τις χώρες μέλη εκτός ευρωζώνης. Την χειρίζεται ήδη η σουηδική προεδρία, την οποία σε λίγες εβδομάδες θα διαδεχθεί η ισπανική προεδρία ως το τέλος του τρέχοντος έτους. Αναφερόμενος στο ζήτημα ο αρμόδιος Αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις ανέφερε ότι έχουν αλλάξει πολλά  από τότε που η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάρτισε για πρώτη φορά τους δημοσιονομικούς κανόνες της στη δεκαετία του ’90, υπογραμμίζοντας ότι το δημόσιο χρέος της Ένωσης έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Π.χ. πέρυσι, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της ΕΕ έφτασε μέσο όρο στο 84%, δηλαδή περίπου 20% περισσότερο από ό,τι πριν από δύο δεκαετίες. Σήμερα, ορισμένες χώρες της ΕΕ έχουν δείκτες δημόσιου χρέους που υπερβαίνουν κατά πολύ το 100% του ΑΕΠ τους, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Κύπρος αλλά και το Βέλγιο. Αυτό που επίσης επισημαίνει η Κομισιόν είναι πως η  Ευρωπαϊκή Ένωση  αντιμετωπίζει τεράστιες μεταρρυθμιστικές και επενδυτικές ανάγκες: για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, για την ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής ανθεκτικότητας και για την εξασφάλιση μακροπρόθεσμου ενεργειακού εφοδιασμού. Βεβαίως αναφορικά με τα ζητήματα αυτά διαφέρουν οι προσεγγίσεις και απόψεις των χωρών μελών. Π.χ.  υπέρ της μείωσης του δημόσιου χρέους επιχειρηματολόγησε ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, μιλώντας πρόσφατα στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES), τασσόμενος υπέρ της επιστροφής στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Πάντως, μια βασική διαφορά από το προηγούμενο σχήμα, όπως διαφαίνεται και από τις προκαταρκτικές προτάσεις, είναι ότι οι δεσμεύσεις δημοσιονομικής διαχείρισης θα γίνονται από τα κράτη μέλη και όχι από επιτελεία των Βρυξελλών, Ωστόσο, οι κανόνες για δημοσιονομικό έλλειμμα που δεν υπερβαίνει το 3 % του ακαθάριστου ΑΕΠ και για μέγιστο δημόσιο χρέος που θα πρέπει να τείνει προς το στο 60% ΑΕΠ  φαίνεται να παραμένουν αμετάβλητοι. Πάντως, ο τελευταίος κανόνας έχει σημασία με τι τρόπο θα αποφασιστεί να εφαρμοστεί σε χώρες με πολύ πιο υψηλό έλλειμμα, όπως η Ελλάδα, κάτι που θα καθορίσει και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα πρέπει να επιτυγχάνεται.

Οι παράγοντες του μεγάλου πληθωρισμού και των υψηλών επιτοκίων 

Παράλληλα με τα προαναφερόμενα, η ευρωπαϊκή οικονομία εξακολουθεί να βιώνει μια δύσκολη κατάσταση υψηλού πληθωρισμού και ανόδου των επιτοκίων  από τις Κεντρικές Τράπεζες ως αντίδοτο, με κίνδυνο να τροφοδοτηθούν υφεσιακές τάσεις και το χειρότερο να κάνει την εμφάνισή του ο πρόξενος φόβου και  τρόμου στασιμοπληθωρισμός.  Π.χ. τις μέρες αυτές επαναλαμβάνονται συζητήσεις για το ό,τι ίσως να μην έχει κλείσει ο κύκλος των επιτοκιακών αυξήσεων στις ΗΠΑ, λόγω επιμονής του πληθωρισμού. Στην ευρωζώνη και άλλες οικονομίες, οι επιτοκιακές αυξήσεις είναι ακόμη επισήμως στο πρόγραμμα. Κι αν μη τι άλλο, ακόμη και χωρίς νέες αυξήσεις επιτοκίων φαίνεται να επιμηκύνεται ο χρόνος διατήρησης του σε υψηλά επίπεδα. Και το δύσκολο εγχείρημα που παραμένει  είναι η διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ της καταπολέμησης του πληθωρισμού με ανεβασμένα επιτόκια, χωρίς ταυτόχρονα την πρόκληση ύφεσης.

Η είσοδος της Γερμανίας σε ύφεση και μέχρι που μπορεί να φτάσει 

Τις προηγούμενες μέρες η είδηση ότι η γερμανική οικονομία γύρισε σε συνθήκες ύφεσης, πέρασε χαμηλά, τουλάχιστον στα ελληνικά ΜΜΕ, βοηθούσης και της εκλογικής επικαιρότητας. Ωστόσο, το γεγονός ότι η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης μπαίνει σε ύφεση με την τεχνική έννοια του όρου (καθώς το ΑΕΠ της σημείωσε πτώση κατά 0,3% το α’ τρίμηνο του 2023, η οποία ακολούθησε μιας πτώσης κατά 0,5% που είχε καταγραφεί το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και η ύφεση ορίζεται ως δύο διαδοχικά τρίμηνα πτώσης του ΑΕΠ) έχει ιδιαίτερη σημασία. Η πιο προσεκτική ανάλυση των στοιχείων δείχνει πως η γερμανική ύφεση αφορά κυρίως τη βιομηχανία και λιγότερο τις υπηρεσίες, λόγω προφανώς υψηλού κόστους ενέργειας και πρώτων υλών, αλλά και διαταραχής των αγορών με την Κίνα. Ο κ. Χαλιάσος ερωτάται που οφείλεται αυτή η εξέλιξη, πόσο πρόσκαιρη ή πιο μακροχρόνια προβλέπεται, τι σκέφτονται γύρω από το ζήτημα οι πολιτικοοικονομικές ελίτ της Γερμανίας και ποιες επιπτώσεις μπορεί να υπάρξουν γενικότερα για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας μέσα στις νέες συγκυρίες 

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ξεπέρασε τα 400 δις. στα τέλη του περασμένου χρόνου, ανερχόμενο στο 171,2 % του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας  παρόλα αυτά μια  αποκλιμάκωση από 194,5% το 2021, κυρίως λόγω ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ εξαιτίας του πληθωρισμού. Παρόλα αυτά, ένας οίκος αξιολόγησης όπως η  Moody’s αναμένει πως η χώρα μας θα σημειώσει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους διεθνώς, μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια, βοηθούσης της υψηλότερης ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, αλλά και υπό τον όρο πως η όποια επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα επαναφέρει τους κανόνες μεγαλύτερης δημοσιονομικής πειθαρχίας, κάτι που είναι και το γενικότερο ζητούμενο στην ευρωζώνη. Βάση αυτών των εκτιμήσεων αναμένεται και η επιστροφή της επενδυτικής βαθμίδας για τα αξιόγραφα της χώρας εντός του τρέχοντος έτους. Ο κ. Χαλιάσος καλείται να αξιολογήσει αυτά τα δεδομένα, καθώς και τα στοιχεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που δείχνουν πως το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας συνεχίζει να διευρύνεται, οι δε επενδύσεις εγχώριες και ξένες αυξάνουν μεν, αλλά στο μεγαλύτερο ποσοστό τους  αφορούν τους τομείς του Real Estate, του τουρισμού και των εξαγορών κερδοφόρων ελληνικών επιχειρήσεων από αλλοδαπές εταιρείες και funds.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος