Άλωση της Κωνσταντινούπολης: «Τo Kράτος Των Ρωμαίων ου καταλυθήσεται»

«Τo Kράτος Των Ρωμαίων ου καταλυθήσεται», θα µείνει αήττητο ανά τους αιώνες, γιατί φέρει τα χριστιανικά σύµβολα.

Άρθρο του Αθανασίου Β. Δημητρούκα, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω – Ποινικολόγου

Στα λόγια αυτά του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, εμπόρου ελληνικής καταγωγής από την Αλεξάνδρεια και αργότερα μοναχού, ο οποίος έζησε τον 6ο μ.Χ. αιώνα, αποτυπώνεται πλήρως η βάση της πνευµατικής υπόστασης της βυζαντινής πολιτείας που έθρεψε τη γενική πεποίθηση για την ταύτιση της ιστορίας της Πόλης µε την ιστορία του κόσµου. Το τέλος της Πόλης ήταν και είναι λοιπόν αδιανόητο, γιατί θα σηµαίνει το τέλος των καιρών. Κατά θεία βούληση η Κων/πόλη χαίρει εντός όλων μας χωρικής και χρονικής αφθαρσίας.

Η Άλωση της Πόλης δεν συνετελέσθη στις 29 Μαίου 1453 αλλά είχε ξεκινήσει δυο αιώνες νωρίτερα.

Το γεγονός ότι η χριστιανική πρωτεύουσα της Ανατολής – που είχε επιζήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μετά από βαρβαρικές και ισλαμικές επιθέσεις περίπου χίλια χρόνια – λεηλατήθηκε από έναν χριστιανικό στρατό από τη Δυτική Ευρώπη κληροδότησε αθεράπευτη πικρία και καχυποψία. Οι Βενετοί ήταν αυτοί που επωφελήθηκαν κατά κύριο λόγο, αποκτώντας σχεδόν τη μισή Κωνσταντινούπολη (και την Αγία Σοφία) μαζί με τα περισσότερα ελληνικά νησιά και λιμάνια, όπως τα Επτάνησα, την Εύβοια και την Κρήτη. Άλλοι Φράγκοι άρχοντες διαμέλισαν την υπόλοιπη Ελλάδα, τη Θράκη και τη βορειοδυτική Μικρά Ασία ορίζοντας αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Οι Σταυροφόροι έχτισαν κάστρα σε ολόκληρη τη νέα τους επικράτεια (πολλά υπάρχουν μέχρι σήμερα) και επέβαλαν σε όλους τους Έλληνες  υπηκόους ένα νέο φεουδαρχικό σύστημα.

Το Βυζάντιο ωστόσο δεν εξαλείφθηκε εξ ολοκλήρου. Σχηματίστηκαν εξόριστες κυβερνήσεις που βασίζονταν στην προσωπική δύναμη ντόπιων οικογενειών – όπως στην Τραπεζούντα στη νοτιοανατολική πλευρά της Μαύρης Θάλασσας, στην Ήπειρο, και στη Νίκαια στη Νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Η Τραπεζούντα επέζησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και έπεσε στα χέρια των Τούρκων μόλις το 1461, αλλά ήταν αρκετά απομονωμένη από το θέατρο των κυρίων γεγονότων για να μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε επίδραση στην εξέλιξή τους. Η διαμάχη μεταξύ Ηπείρου και της Νίκαιας τερματίστηκε με την ήττα του Ηπειρώτη δεσπότη από τους Βουλγάρους και μολονότι τα εδάφη του διατήρησαν την ανεξαρτησία τους – ως τη στιγμή που τυπικά ενσωματώθηκαν στη Σερβία το 1337 – μόνο η Νίκαια εξακολούθησε να είναι σε θέση να διεκδικεί την κληρονομιά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η Λατινική Αυτοκρατορία είχε ήδη υποστεί μια ήττα από τους Βουλγάρους το 1205 και η έδρα της, η Θεσσαλονίκη, κατακτήθηκε από τους Ηπειρώτες το 1224. Με τους Λατίνους ανήμπορους πλέον να υπερασπισθούν αποτελεσματικά τις κτήσεις τους, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, που ήδη θεωρούσε τον εαυτό της νόμιμη κυβέρνηση του Βυζαντίου, έστειλε τελικά τις δυνάμεις της στην Κωνσταντινούπολη το 1261 και ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, ένας στρατηγός που είχε καταλάβει την εξουσία πριν από τρία χρόνια στη Νίκαια, στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία.

Αλλά στην πραγματικότητα η «αυτοκρατορία» του δεν ήταν παρά ένα αξιολύπητο κατάλοιπο. Όλες οι εθνικές ομάδες, εκτός από τους Έλληνες, είχαν διαλυθεί, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των πρώην βυζαντινών εδαφών παρέμενε στα χέρια Φράγκων, Αράβων και Τούρκων. Ωστόσο ανακτήθηκε ένα τμήμα των εδαφών, με πιο σημαντικό το νοτιοανατολικό μέρος του Μορέως ( όπως ονόμαζαν οι Φράγκοι την Πελοπόννησο) με τις οχυρωμένες κοινότητες του Μυστρά και της Μονεμβασιάς – από τις οποίες ήταν δυνατό να συνεχιστεί η ανάκτηση και της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Ιδίως ο Μιστράς έχαιρε σημαντικής ευημερίας, καθώς αποτελούσε την πρωτεύουσα του «δεσποτάτου» του Μορέως, και οι δεσπότες του κατάγονταν από οικογένειες κοντινές προς το θρόνο καθώς και από ένα νέο παρακλάδι της ίδιας της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Αν και η ανάκτηση ήταν, εκ των πραγμάτων, μόνο μερική, η νέα γεωγραφική ενότητα έδωσε πολιτική και πνευματική συνοχή στην περίοδο των Παλαιολόγων, κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώνεται μια τελευταία βυζαντινή αναγέννηση πριν από την αναπόφευκτη πτώση. Την περίοδο αυτή έζησαν πολλοί λόγιοι οι οποίοι επικεντρώθηκαν στη διάσωση των κλασικών ελληνικών κειμένων, όπως ο Μάξιμος Πλανούδης (περ. 1255-1305) και ο Δημήτριος Τρικλίνιος (14ος αιώνας). Αλλά η υλική παρακμή ήταν ολοφάνερη. Ιδίως η Κωνσταντινούπολη ήταν τώρα υπερβολικά μεγάλη για τον πληθυσμό της και εκτεταμένες περιοχές της ερήμωσαν, ενώ το Μεγάλο Παλάτι, καθώς είχε περιέλθει σε μια κατάσταση όπου δεν μπορούσε πια να επισκευαστεί, αντικαταστάθηκε από ένα πολύ μικρότερο και πιο λειτουργικό ανάκτορο στην περιοχή των Βλαχερνών δίπλα στα τείχη της πόλης από την πλευρά της ενδοχώρας.

Στα πρώτα είκοσι χρόνια της βασιλείας του ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ήταν αναγκασμένος να διατηρεί στρατό για να καλύψει τις δυτικές προσβάσεις σε περίπτωση που υλοποιούνταν η μακροχρόνια απειλή των Λατίνων για αντεκδίκηση. Αυτό άφησε τα ανατολικά σύνορα ανεπαρκώς επανδρωμένα, και όταν οι Μογγόλοι εισβολείς, στα μέσα του 13ου αιώνα, κλόνισαν τα κράτος των Σελτζούκων της Μικράς Ασίας, η εμφάνιση της επιθετικής δυναστείας των Οσμανλήδων (Οθωμανών) αποτέλεσε μια νέα απειλή, την οποία το υπό πτώχευση βυζαντινό κράτος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Η Νίκαια έπεσε το 1329, και το 1350 η Καλλίπολη, στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, βρέθηκε επίσης κάτω από τον έλεγχο του Σουλτάνου.

Κατά την εποχή αυτή το βυζαντινό νόμισμα αντικαθίσταται από το βενετικό δουκάτο και η «αυτοκρατορία των Ρωμαίων» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ασήμαντο βασίλειο που ταλανίζεται από τη διαδοχή μνηστήρων του θρόνου, υποτελών είτε των Ιταλών είτε του Οθωμανού σουλτάνου. Όπως και στους Σκοτεινούς χρόνους του 8ου και 9ου αιώνα, αυτή η πολιτικοοικονομική κρίση συνοδεύτηκε από μια θρησκευτική διένεξη, τη δημιουργία του μοναχικού κινήματος, που ονομάστηκε «ησυχία» και βασιζόταν στη διδασκαλία ενός μυστικιστή θεολόγου του 11ου αιώνα. Αυτοί που την ακολούθησαν ονομάστηκαν ησυχαστές. Αν και η τελευταία επί του θέματος εκκλησιαστική σύνοδος (Κωνσταντινούπολη 1341) την ενέκρινε, αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του στρατηγού Ιωάννη Καντακουζηνού, που ασπάστηκε τον ησυχασμό, και του νόμιμου αντιβασιλέα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1341-1391) ο οποίος υποστηριζόταν από την πλειοψηφία του λαού και ακολουθούσε την ορθόδοξη» θρησκευτική πρακτική. Αυτή η άποψη υιοθετήθηκε και από τους Πατριάρχες, που κήρυτταν ότι τελικά τα πράγματα θα καλυτερέψουν μόνο όταν οι Βυζαντινοί επιστρέψουν στην πραγματική τους πίστη.

Αλλά το Βυζάντιο δεν είχε επιδιώξει συμμαχίες με τις άλλες βαλκανικές δυνάμεις. Όπως με την επεκτεινόμενη σερβική αυτοκρατορία – που τώρα κατείχε όλη σχεδόν τη Μακεδονία. Αυτές οι περιοχές καταλήφθηκαν η μία μετά την άλλη από τους Τούρκους στα τέλη του 14ου αιώνα : η Μακεδονία το 1371, η Σερβία το 1389 και η Βουλγαρία το 1393. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη αποκλείστηκε το 1397 και σώθηκε μόνο χάρη στο ότι οι Μογγόλοι υπό τον Ταμερλάνο επιτέθηκαν στα ανατολικά σύνορα των Τούρκων υποχρεώνοντας το στρατό που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη να αποτραβηχτεί.

Καθώς οι οθωμανικές δυνάμεις εξαπλώθηκαν σταδιακά σε όλη τη Ανατολική Ευρώπη αφήνοντας μοναχά την πρωτεύουσα και το δεσποτάτο του Μορέως στα βυζαντινά χέρια, η απεχθής Δύση παρέμενε η μόνη πηγή βοήθειας και προς αυτή απευθύνθηκαν απελπισμένες εκκλήσεις συμπεριλαμβανομένης μιας περιοδείας του ίδιου του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425) στις δυτικές πρωτεύουσες το 1399. Αλλά το νόμιμο σχίσμα μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας αποδείχθηκε αξεπέραστο εμπόδιο. Η διακήρυξη της ένωσης βάσει της αποδοχής του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως ήταν το ζητούμενο αντάλλαγμα για τη δυτική βοήθεια, αλλά το β

Βυζάντιο δεν μπορούσε να το «καταβάλει», αφού ο λαός ήταν ριζικά αντίθετος.

Η αναβολή της τελευταίας πράξης της επιθετικότητας των Τούρκων διήρκεσε περίπου πενήντα χρόνια, και κατά την περίοδο αυτή έγιναν και άλλες σοβαρές προσπάθειες να επιτευχθεί η ένωση των Εκκλησιών και να γίνει άνοιγμα προς τη Δύση. Ένα προσχέδιο συμφωνίας επιτεύχθηκε τελικά το 1438 από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο, ο οποίος προϊστατο μιας αποστολής στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Δεν μπόρεσε όμως να επιβάλει τους απαιτούμενους όρους στους απειθείς υπηκόους του, που δυσπιστούσαν με επιμονή απέναντι στους «Φράγκους». Όπως και να είχε το πράγμα, το στράτευμα που υποσχέθηκαν οι Δυτικοί για βοήθεια καταστράφηκε από τους Τούρκους στη Βάρνα το 1444 και καμιά άλλη βοήθεια δεν αναμενόταν.

Συνεπώς το Βυζάντιο έπρεπε να αντιμετωπίσει την τελική επίθεση μόνο του – αν εξαιρέσουμε τη θαρραλέα βοήθεια των Ιταλών κατοίκων που είχαν απομείνει στην Πόλη. Ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ (Ο Πορθητής) προετοίμαζε τις δυνάμεις του συστηματικά και στις 6 Απριλίου 1453 άρχισε η πολιορκία. Ένα τεράστιο κανόνι έριξε τρύπες στα τείχη από της πλευρά της ξηράς αλλά οι υπερασπιστές της πόλης, μόλις 7.000 περίπου, φρόντισαν να γεμίζουν τα ρήγματα με μπάζα. Η κρίσιμη ώρα έφτασε όταν ο Σουλτάνος άνοιξε ένα δεύτερο μέτωπο φέρνοντας τα πλοία του στον Κεράτιο Κόλπο μέσω της ξηράς, πάνω σε μια πρωτόγονη σιδηροτροχιά, παρακάμπτοντας έτσι την αμυντική αλυσίδα κατά μήκος της εισόδου αυτού του θαλάσσιου περάσματος και απειλώντας άμεσα τα τείχη του λιμανιού.

Την τελευταία βδομάδα του Μαΐου οι υπερασπιστές της πόλης ελάχιστα πράγματα μπορούσαν πλέον να προσφέρουν στην άμυνά της και τεράστια πλήθη συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία στις 28 του μήνα, παρά το γεγονός ότι προηγουμένως αρνούνταν να μπουν στην εκκλησία εξαιτίας της επιδιωκόμενης επιβολής της ένωσης των δύο Εκκλησιών. Την ίδια νύχτα εξαπολύθηκε η τελική επίθεση και οι Τούρκοι κάποια στιγμή κατάφεραν να μπουν μέσα στα τείχη από μια μικρή πύλη κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών, λίγο πριν από το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου. Ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Έλλην Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος σκοτώθηκε στη μάχη μαζί με άλλους 4.000 υπερασπιστές. Σχεδόν πάνω από 50.000 κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν ενώ σύμφωνα με τα ισλαμικά έθιμα επιτράπηκε στους κατακτητές τριήμερη λεηλασία.

Άξια μνείας για την ηθική «άλωση» της Πόλης τα τελευταία χρόνια πριν πέσει στα χέρια των Τούρκων είναι η οµιλία του Δωρόθεου Ιερωτάτου Μητροπολίτου. Από την απλή ανάγνωση των συγκινητικών, θα έλεγα µάλιστα των συνταρακτικών, ακόµη κειµένων, που µέσα στο σκοτάδι των καιρών δεν παύουν να τρέφουν την άσβηστη λυχνία της πίστης, διαφαίνεται η ηθική κατάπτωση των κατατρεγµένων από την ιστορία Βυζαντινών, για την ανοµία και για τα λάθη.

Δικαιώνεται έτσι ο εθνικός µας ποιητής Κωστής Παλαµάς, που βίαια, αλλά θα έλεγα παραστατικά, έγραψε την πικρή αλλά και τραγική αλήθεια για τους Κωνσταντινοπολίτες των αµαρτωλών εκείνων καιρών στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Για τους Βυζαντινούς, που τυφλωµένοι από την ενωτική και ανθενωτική διαµάχη γράφει ο Παλαµάς ότι περίµεναν τον Τούρκο µακελάρη να πάρει την «πόρνη» Πόλη.

Εναγωνίως οι υπόδουλοι των πρώτων µετά την άλωση χρόνων περίµεναν την των χρόνων συντέλεια. Με τον καιρό µετρούσαν και ξαναµετρούσαν, µέρες, µήνες, χρόνια σκλαβιάς, προσµένοντας µάταια το πλήρωµα των προφητειών: την Ανάσταση δηλαδή του γένους και της Πόλης. Η τραυµατική αυτή εµπειρία διατρέχει όλη νοµίζω τη νεοελληνική ιστορία ως σχεδόν σήµερα.

Από τη στιγμή αυτή και μετά και μέχρι τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού βασιλείου τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ενώ η μεγαλύτερη πλειονότητα των Ελλήνων αναγκάστηκε να παλέψει σκληρά για να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον απολυταρχισμού και σχεδόν ολοκληρωτικής άγνοιας των εξελίξεων στην τέχνη, τον πολιτισμό και την τεχνολογία – οι οποίες σύντομα άρχισαν να διαμορφώνουν τον δυτικό κόσμο.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές: Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ, G. Ostrogorsky Steven Runciman, Σ. Καργάκος, Λ. Χαλκοκονδύλης, Γ. Φραντζής,  Κ. Παλαμάς «Δωδεκάλογος του Γύφτου», Κ. Καβάφης «Πάρθεν»

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος