Γιατί οι εργαζόμενοι της γενιάς Z αρχίζουν τη δουλειά… «κουτσαίνοντας»

Τα παιδιά της γενιάς Ζ, γεννημένα μεταξύ 1990 και 2015 (η πρώτη γενιά χωρίς προϊντερνετική ζωή), μπήκαν στην αγορά εργασίας. Είναι μια περίοδος που η ευελιξία είναι κοινός τόπος, η ψηφιακή επικοινωνία είναι ευρέως διαδεδομένη και οι εργαζόμενοι έχουν το πλεονέκτημα να ζητούν αυτά που θέλουν από τις εταιρείες.

Ωστόσο, φαίνεται ότι τα παιδιά της γενιάς Ζ δεν έχουν καλά ξεκινήματα στην εργασιακή τους ζωή. Κάποιες εταιρείες προσλαμβάνουν τους υπαλλήλους τους και εσκεμμένα «τους ρίχνουν στα βαθιά» κι όποιος αντέξει. Οι «καινούριοι» βρίσκονται σε συνεχή ροή, καθηλωμένοι σε χαμηλόμισθους, δύσκολους ρόλους.

Υπάρχουν εταιρείες οι οποίες προσλαμβάνουν νέους σε συγκεκριμένα πόστα και στη συνέχεια τους φορτώνουν με απαιτητικά καθήκοντα. Οι εργοδότες γνωρίζουν ότι «οι καινούριοι» κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν- είτε επειδή βρίσκονται σε αδιέξοδο είτε επειδή έχουν «καεί» στη θέση. Τότε, τους αντικαθιστούν με άλλους «καινούριους», οι οποίοι έχουν την ίδια μοίρα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια πηγή φτηνής, υποτιμημένης εργασίας αφού δεν τίθεται και θέμα μεγάλης αποζημίωσης.

Την κατάσταση επιδεινώνει και το γεγονός ότι οι νέοι εργαζόμενοι έχουν κάνει αρχή με την εξ αποστάσεως και την υβριδική εργασία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν εμπειρίες από τα όσα συμβαίνουν στον χώρο εργασίας. Παραδείγματος χάρη, δεν υπάρχουν οι χαλαρές συζητήσεις και οι άτυπες παρατηρήσεις, μέσα από τις οποίες οι νέοι υπάλληλοι μαθαίνουν πώς να κινούνται. Θεωρείται πως με τα ψηφιακά περιβάλλοντα οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας χάνουν την ευκαιρία να συλλέξουν κρίσιμα στοιχεία που ορίζουν τη συμπεριφορά, τη συνεργασία και τη δικτύωση.

Γιατί οι εργαζόμενοι της γενιάς Z αρχίζουν τη δουλειά… «κουτσαίνοντας»

Σύμφωνα με την Έλεν Χιουζ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Λιντς, «τα στοιχεία αυτά έχουν να κάνουν με την επικοινωνία. Αφορούν πράγματα όπως η κατανόηση των κανόνων, των αξιών και του πρωτοκόλλου: Ποιον πρέπει να πάρετε τηλέφωνο; Πώς πρέπει να του μιλήσετε; Είναι κάποια άτομα εκτός ορίων;».

Κάποτε παίρναμε αμέσως τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα: πηγαίναμε στο διπλανό γραφείο ή σε συζητήσεις στην κουζίνα του χώρου εργασίας. Επίσης, η «πλοήγηση» στο γραφείο ήταν ενστικτώδης, με βάση αδιόρατα αλλά σαφή στοιχεία: το πού καθόταν ο καθένας υποδείκνυε τη θέση του στην εταιρεία· καταλαβαίναμε πότε να προσεγγίσουμε κάποιον συνάδελφο «διαβάζοντας» τη γλώσσα του σώματος. «Η κοινωνική σύγκριση είναι πιο δύσκολη σε ένα εξ αποστάσεως ή υβριδικό περιβάλλον. Δεν βλέπουμε τους άλλους, ώστε να αντιληφθούμε πώς τα πάμε εμείς οι ίδιοι», λέει η Χιουζ.

Για πολλούς νέους εργαζόμενους που δουλεύουν εξ αποστάσεως, η συναναστροφή με φυσική παρουσία έχει αντικατασταθεί με κάτι εγγενώς πολύπλοκο.

Σύμφωνα με τη Χιουζ, σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και οι απλές εργασίες γίνονται ακόμα πιο δύσκολες. «Σε ένα ψηφιακό περιβάλλον, η επικοινωνία μπορεί να είναι προβληματική. Για παράδειγμα, μπορεί να βγάλουμε λάθος συμπεράσματα σχετικά με τον τόνο με τον οποίο συντάχθηκε ένα email. Ίσως να μην καταλαβαίνουμε πότε πρέπει να κανονίσουμε μίτινγκ: αν πρέπει να περιμένουμε και να φτιάξουμε μια λίστα με ερωτήματα ή να επικοινωνούμε κάθε φορά που προκύπτει κάτι», εξηγεί η ίδια.

Καθώς δεν βλέπουν πώς συμπεριφέρονται στο γραφείο οι συνάδελφοί τους, οι νέοι εργαζόμενοι μπορεί να δυσκολεύονται να επιτύχουν τη σωστή ισορροπία μεταξύ του να επιδεικνύουν υπερβάλλοντα ζήλο και του να αδρανούν, λέει η Χιουζ. Όπως εξηγεί, «μπορεί να είναι πιο αγχωμένοι σχετικά με το πόσο ορατοί θα πρέπει να είναι. Σε ένα υβριδικό ή εξ αποστάσεως περιβάλλον, είναι πολύ εύκολο να περάσει απαρατήρητη η δουλειά τους».

Σύμφωνα με τη Χιουζ, το αποτέλεσμα είναι πως πολλοί νέοι εργαζόμενοι θέτουν ως προτεραιότητα την εντύπωση που κάνουν -με αποτέλεσμα συμπεριφορές όπως παρουσιασμό και αναβλητικότητα- αντί τις επιδόσεις τους στη δουλειά: «Μπορεί να κάνουν πολλές ερωτήσεις για να δείξουν τον ενθουσιασμό τους ή να μη ρωτούν τίποτα, επειδή ανησυχούν για την εντύπωση που θα κάνουν στους συναδέλφους τους».

Στο τέλος, λέει ο Τζέιμς Μπέιλι, καθηγητής Ανάπτυξης Ηγεσίας στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον στις ΗΠΑ, οι τυχαίες συναντήσεις με συναδέλφους βοηθούν στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης, καλλιεργώντας ένα περιβάλλον όπου μπορούμε να πάρουμε ρίσκα και να καινοτομήσουμε. «Οι ευτυχείς συγκυρίες αποτελούν μεγάλο κομμάτι της φυσικής παρουσίας στο γραφείο, το οποίο δεν μπορεί να αναπαραχθεί διαδικτυακά. Κάποιες από τις καλύτερες ιδέες μάς έρχονται συζητώντας πάνω από τον ψύκτη με συναδέλφους. Για να γίνει κάτι τέτοιο μέσω Zoom, πρέπει να κλείσεις ραντεβού», σημειώνει ο Μπέιλι.

Σύμφωνα με τον ίδιο, αν δεν επικαιροποιηθεί το μοντέλο της μάθησης πρόσωπο με πρόσωπο σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, κάποιοι εργαζόμενοι της γενιάς Ζ ίσως να μην αποκτήσουν τις ηγετικές δεξιότητες που θα τους είναι απαραίτητες στο μέλλον. «Δεν θα έχουν πρόβλημα να φέρουν μόνοι τους εις πέρας μια συγκεκριμένη εργασία, όμως μπορεί να μην αναπτύξουν τις απαραίτητες πολυδιάστατες δεξιότητες για μια γενική εποπτεία ενός οργανισμού, κάτι που διαθέτει ένας ηγέτης», λέει χαρακτηριστικά ο Μπέιλι.

Οι ειδικοί ανησυχούν πως επειδή τους λείπει η μάθηση μέσω της ώσμωσης, οι εργαζόμενοι της γενιάς Ζ θα αισθανθούν το πραγματικό κόστος αυτών των συνθηκών πολύ αργότερα στην καριέρα τους.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος