Γ. Παγουλάτος στο Πρώτο: Εξαιρετικά αμφίβολο αν η Ρωσία του Πούτιν θα μπορέσει ποτέ να επανασυνδεθεί οικονομικά, ενεργειακά και εμπορικά με την Δύση (audio)

Την πεποίθηση ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η Ρωσία – ιδίως όσο παραμένει ο Πούτιν στην εξουσία – θα μπορέσει ποτέ να επανασυνδεθεί οικονομικά, ενεργειακά και εμπορικά με την Ευρώπη και τη Δύση, εξέφρασε ο Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Γιώργος Παγουλάτος, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Καθαροί λογαριασμοί» με τον Γιώργο Παπαγεωργίου και τον Δημήτρη Κοντογιάννη, αναφορικά με τις σκληρές κυρώσεις της Δύσης προς τη Μόσχα για τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Έκανε λόγο για μια διαδικασία από-παγκοσμιοποίησης που είχε ήδη ξεκινήσει πριν την πανδημία, από τη στιγμή που η Κίνα θεωρείται υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλος ασφάλειας ή ανταγωνιστής των ΗΠΑ, σημειώνοντας ότι υπάρχει μια τάση αποσύνδεσης από ορισμένους κλάδους που σχετίζονται με την τεχνολογία και σε αυτό έτεινε να ακολουθεί και η Ευρώπη, ενώ η πανδημία επέτεινε σημαντικά αυτή την τάση αποσύνδεσης.

«Έχουμε πλέον το σπάσιμο των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, το βλέπουμε και στο “μποτιλιάρισμα” στα μεγάλα λιμάνια του κόσμου και τις ευκαιρίες που αυτό έχει δημιουργήσει και για τον παγκόσμιο ναυτιλιακό κλάδο. Τώρα πλέον έχουμε μια πολύ πιο έντονη διαδικασία προς αυτή την κατεύθυνση. Επιταχύνεται αυτή η τάση, διότι έχουμε μια πλήρη απομάκρυνση της Ρωσίας από τη Δύση, λόγω των κυρώσεων και των επιλογών του καθεστώτος Πούτιν. Και επειδή η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής- πάροχος ενέργειας της Ευρώπης, και επειδή είναι μια οικονομία διασυνδεδεμένη με πολλούς άλλους τρόπους και ενταγμένη μέχρι τώρα στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας, αυτό έχει ένα πολύ μεγάλο αποτύπωμα στο να διευρύνει αυτή την τάση από-παγκοσμιοποίησης που ήδη είχε ξεκινήσει», εξήγησε. Πρόσθεσε, δε, πως με βάση τα στοιχεία, «έχουμε μια στροφή πια του παγκόσμιου εμπορίου και των συναλλαγών προς μια περιφερειοποίηση και όχι αυτή την παγκόσμια αγορά που είχαμε στην ακμή της στην δεκαετία του ’90 και του 2000 μέχρι την κρίση του 2008» εξήγησε και εκτίμησε ότι «αυτό είναι κάτι που θα εξακολουθήσει να καταγράφεται».

Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι την Ευρώπη την συμφέρει η ειρήνη και η συνεργασία, όσο οι γείτονές της δεν είναι επεκτατικοί και επιθετικοί. Σε διαφορετική περίπτωση, «έχει ανάγκη για επαρκή αποτρεπτικότητα, δηλαδή να τους αναχαιτίζει καταρχάς την επιθετικότητα και να υπάρχει τέτοιο περιθώριο να μπορεί να τους εμπλέκει και σε μια λογική αλληλεξάρτησης μέσω της Οικονομίας και του εμπορίου, αρκεί αυτή η αλληλεξάρτηση να μην γίνεται πηγή αδυναμίας για την Ευρώπη. Δηλαδή να μην καταλήξει η Ευρώπη να είναι πιο εξαρτημένη από την ενέργεια της Ρωσίας, από ότι είναι η Ρωσία εξαρτημένη από το εμπόριο της Ευρώπης, γιατί περίπου εκεί είχαμε καταλήξει», διευκρίνισε, κάνοντας λόγο για μια «άνιση σχέση αλληλεξάρτησης που λειτουργούσε περιοριστικά για την Ευρώπη».

Καταλόγισε στον Πούτιν ότι «πέρασε μια “κόκκινη γραμμή”, η οποία είναι η βάση του ανθρώπινου πολιτισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Παραδέχθηκε πως σε αυτή τη βάση υπήρξαν και εξαιρέσεις, καθώς « δεν λειτούργησε πάντα η ανθρωπότητα μετά τον 1945 με πλήρη σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στο απαραβίαστο των συνόρων», αλλά αυτό «δεν σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν ήταν υποχρεωμένη να αντιδράσει με τον σκληρότερο τρόπο, με τα εργαλεία που έχει – με τις οικονομικές κυρώσεις – όταν έχει μια χώρα που επιτίθεται μαζικά, εισβάλλει με τανκς και αεροπλάνα εναντίον μιας άλλης ανεξάρτητης χώρας. Αυτό στην Ελλάδα πρέπει να μας αφορά άμεσα γιατί έχουμε και εμείς έναν επιθετικό γείτονα».

Ερωτηθείς για τις επιπτώσεις που θα έχει στην Οικονομία η κούρσα αμυντικών εξοπλισμών, είπε ότι η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει τα οικονομικά ελλείμματα, καθώς οι αμυντικοί εξοπλισμοί «δεν είναι μια επένδυση που απαραίτητα βγάζει τα λεφτά της, δεν είναι όπως όταν επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία και στις υποδομές». «Κοστίζει. Είναι μια ευκαιρία βέβαια για την Ευρώπη να φτιάξει τη δική της αμυντική βιομηχανία και τεχνολογία, από την οποία και εμείς ως Ελλάδα μπορούμε να επωφεληθούμε, αλλά στοιχίζει. Θα δούμε μια πίεση στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ήδη υπάρχει μια συζήτηση να εξαιρούνται οι αμυντικές δαπάνες από τον κανόνα του δημοσιονομικού ελλείμματος, μπορεί να το δει και η Γερμανία αυτό με δεδομένο ότι οι αμυντικές της δαπάνες θα είναι πάνω από το 2% του ΑΕΠ, και αυτό έχει και πληθωριστικές επιπτώσεις, ιδίως όταν συνδυάζεται με μια ραγδαία άνοδο των τιμών της ενέργειας», υπογράμμισε.

«Σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση»

Επιπλέον, ο κ. Παγουλάτος μίλησε για ένα σημαντικό βήμα που έγινε το τελευταίο διάστημα προς την ενοποίηση της Ευρώπης, το οποίο όμως δεν είναι αρκετό. «Η ΕΕ έδωσε μια άμεση απάντηση μαζί με τα 27 κράτη-μέλη με μια συγκεκριμένη φωνή αποφασίζοντας ένα πακέτο κυρώσεων το οποίο είναι ιδιαίτερα τολμηρό. Αυτό είναι και μια ένωση στο ευρω-ατλαντικό πλαίσιο, αναδεικνύει τη Δύση ως παγκόσμιο στρατηγικό υποκείμενο, μετά από μια πορεία αποσύνδεσης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, ως αποτέλεσμα του Τραμπ και του τρόπου με τον οποίο αποχώρησε η Αμερική από το Αφγανιστάν», δήλωσε.

Έκανε ιδιαίτερη αναφορά και στη «συνειδητοποίηση στην ΕΕ ότι πρέπει να προχωρήσει στην εμβάθυνση της συλλογικής της ασφάλειας» και «ορισμένοι το ονομάζουν στρατηγική αυτονομία με έμφαση στη συλλογική άμυνα».

«Είναι ιστορικής σημασίας η στροφή της γερμανικής κυβέρνησης με την εξαγγελία προγράμματος αμυντικών εξοπλισμών ύψους 100 δισεκατομμυρίων, καθώς και το γεγονός ότι η ίδια η ΕΕ υπέγραψε να δοθούν 450 εκατομμύρια ευρώ από τον προϋπολογισμό της για να εξοπλιστεί μια τρίτη χώρα, η Ουκρανία. Αυτά είναι πράγματα που δεν είχαν γίνει και βάζουν την ΕΕ σε μια λογική του να αντιλαμβάνεται ότι δεν ζει σε μια περιοχή ασφάλειας και ειρήνης, αλλά πρέπει να έχει αμυντική αποτρεπτικότητα ως συλλογικό ευρωπαϊκό υποκείμενο», τόνισε.

«Βεβαίως, γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, όταν έχει απέναντι της συστημικούς αντιπάλους – δηλαδή μια παγκόσμια πυρηνική υπερδύναμη όπως είναι η Ρωσία – χρειάζεται το ΝΑΤΟ. Άρα έχουμε και μια αναζωογόνηση της σημασίας του ΝΑΤΟ, την οποία παραδέχθηκε και ο πρόεδρος Μακρόν ο οποίος πριν μερικά χρόνια το είχε χαρακτηρίσει ως εγκεφαλικά νεκρό. Όλοι δέχονται πλέον ότι το ΝΑΤΟ είναι βασικός παράγοντας ασφάλειας, ιδίως επειδή οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης σε αυτό ποντάρουν και όχι τόσο στην ΕΕ», συμπλήρωσε.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΕΛΙΑΜΕΠ, «εντείνεται η συζήτηση για μεγαλύτερη στρατηγική ικανότητα και ικανότητα αμυντικής αποτροπής της ίδιας της Ευρώπης», η επένδυση της Ευρώπης στην αμυντική της ικανότητα είναι πλέον μεγαλύτερη, και «ο συντονισμός και η συνειδητοποίηση της ανάγκης της ευρωπαϊκής ενότητας είναι ισχυρότερες από ότι έχουμε δει τα προηγούμενα χρόνια».

«Από εκεί και πέρα, δεν θέλω να είμαι υπεραισιόδοξος. Ο δρόμος προς το να αναχθεί η Ευρώπη σε ένα υποκείμενο συλλογικό, άμυνας και ασφάλειας, με αυτονομία, είναι πολύ μακρινός», διεμήνυσε.

Χαρακτήρισε, μάλιστα ενδιαφέρον το γεγονός ότι «η Σουηδία και η Φινλανδία έγραψαν μια επιστολή πριν από το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητώντας να ενισχυθεί η ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, η οποία προβλέπει ότι σε περίπτωση που ένα κράτος αντιμετωπίζει εξωτερική απειλή τα άλλα μέλη υποχρεούται να συνδράμουν με όποιο μέσο μπορούν». «Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό για εμάς, απέναντι στην Τουρκία. Μέχρι τώρα οι μόνοι βασικοί υποστηρικτές αυτού, ήταν η Γαλλία και η Ελλάδα, ενώ πλέον έχουμε μια κινητοποίηση προς αυτή τη κατεύθυνση», είπε χαρακτηριστικά.

«Όλα αυτά είναι θετικά βήματα, δεν είναι αρκετά και δεν θα κάνουν την Ευρώπη μια αμυντική ένωση, γιατί μεταξύ άλλων δεν έχει και αρκετές αμυντικές δυνατότητες συνολικά. Αλλά είναι μια σημαντική αφύπνιση», κατέληξε ο κ. Παγουλάτος.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος