«Ο έμπορος του φωτός» του Ρομπέρτο Βεκιόνι: γράφει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα

Ο Ρομπέρτο Βεκιόνι με τον Έμπορο του φωτός, επανασυστήνεται στο αναγνωστικό κοινό με μια ιστορία επίκαιρη μα διαχρονική. Ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο έφηβος Μάρκο, πάσχει από μια σπάνιας μορφής προγηρία, η οποία σαν κλεψύδρα, στερεί από το αγόρι τη μόνη ψευδαίσθηση που ζηλότυπα συντηρεί για το είδος του ο άνθρωπος, την ελπίδα και τη νίκη πάνω στον αμείλικτο χρόνο.

Η τραγική ιστορία αποτελεί τη σκηνή μιας από τις τόσες σύγχρονες τραγωδίες που η «μικρή» ιστορία κρύβει, ενίοτε επιμελώς, στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού. Στο παρασκήνιο, οι ζυμώσεις είναι συνήθως αθόρυβες, μα πιο τραγικές σε εκδηλώσεις και διαστάσεις. Ο πατέρας τού Μάρκο, ο καθηγητής αρχαίων ελληνικών Κουόνταμ Βαλέριο, αποφασίζει στον λίγο χρόνο που τους απομένει, να απαλείψει απ’ την ψυχή του γιου του το συναίσθημα του φόβου που τον τυραννά. Αντλώντας θεματικές από την πλούσια αρχαία ελληνική γραμματεία, αναλαμβάνει να μυήσει τον Μάρκο στο αρχέγονο κάλλος και τις αλήθειες του. Στην πατρική αγάπη και κυρίως στα γνωρίσματά της έγκειται και η διαχρονία της υπόθεσης του έργου.

«Ο έμπορος του φωτός» του Ρομπέρτο Βεκιόνι: γράφει ο Δημήτρης ΠαπαδημητρίουΟ Κουόνταμ (Βεκιόνι) καρκινοβατεί με μαεστρία ανάμεσα στο αρχαίο θέατρο και στη λυρική ποίηση. Ερανίζεται παραδείγματα, υψώνει τείχη, προβάλλει αδιέξοδα και ανασυνθέτει μωσαϊκά από μικρά σπαράγματα ψηφίδων. Περιδιαβαίνει με άνεση τα ακανθώδη υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου, αναδεικνύοντας λύσεις, που στην πορεία των αιώνων ο σύγχρονος άνθρωπος λησμόνησε. Από τον Αίαντα στον Αλκμάν και στη Σαπφώ, το είδωλο στον καθρέφτη της αλήθειας δείχνει πάντα και μόνο τον άνθρωπο. Η αταβιστική προσέγγιση ζητημάτων όπως η φύση, ο έρωτας, το θείο υπήρξε ο καταλύτης για την τελική αποθέωση του ανθρώπου. Μέσα από την ίδια οπτική, θα νικηθεί τελικά και ο φόβος του Μάρκο απέναντι στον θάνατο. Στο ταξίδι αυτό, εραστής και ερώμενος τελικά γίνεται ο Μάρκο. Από μαθητής γίνεται διδάσκαλος. Γίνεται ο έμπορος του φωτός για τον πατέρα, που λυγίζει μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος.

Οι αυτοτελείς λογοτεχνικές παραπομπές θυμίζουν έντονα τον Βιβλιοπώλη του Σελινούντα. Οι θορυβώδεις σκηνές από το σύγχρονο Μιλάνο αντιδιαστέλλονται με τις γαλήνιες στιγμές φιλοσοφικού στοχασμού ή και σιωπής, τις οποίες μοιράζονται πατέρας και γιος, με φόντο καλαίσθητα κιόσκια ιδρυμάτων και νοσοκομείων. Η πολυτάραχη ζωή του Κουόνταμ επιφυλάσσει στον καθηγητή ένα σπουδαίο μάθημα, πολύ πιο ουσιαστικό από όλα τα μαθήματα που έχει διδάξει στην ακαδημαϊκή του ζωή.

Το μυθιστόρημα αποτελείται από αυτοτελείς μικρές ιστορίες, που αλληλοσυμπλέκονται και προωθούν τον μύθο. Η γραφή είναι σύγχρονη, παρά τις εκτεταμένες παραπομπές σε χωρία ποιημάτων και τραγωδιών. Την αφορμή για το συγκεκριμένο έργο του συγγραφέα, μπορεί να αναζητήσει κανείς στην περιπέτεια υγείας του γιου του, όπως πρόσφατα εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ελληνικό τύπο.

Η μετάφραση του έργου ενείχε κάποιες ιδιαιτερότητες, ακριβώς όπως ιδιαίτερος είναι και ο «έμπορος». Ο Βεκιόνι αρέσκεται στον μακροπερίοδο λόγο, φαινόμενο σύνηθες στην ιταλική λογοτεχνία. Ο σεβασμός στις στιλιστικές επιλογές του συγγραφέα και στις μακροσκελείς φράσεις που διαβάζονται σχεδόν με μια ανάσα είναι μια σπαζοκεφαλιά στην απόδοση. Η απαρέγκλιτη διατήρηση της στίξης είναι έργο πολύ πιο δύσκολο από όσο φαντάζει. Η γραφή του είναι συχνά αναφορική σε ιστορικά γεγονότα, τα οποία απαιτούν μια ειδική διαχείριση από τον μεταφραστή. Η μετάφραση του Βιβλιοπώλη υπήρξε, για όλα τα παραπάνω, μία καλή «εξάσκηση» και εμπειρία.

Ο Βεκιόνι έχει τη δύναμη να αγγίζει θέματα δύσκολα, χωρίς να θέτει ως αντίβαρο την εμπορική επιτυχία. Αναμετράται με το θείο και προκαλεί τη μοίρα, υποδεικνύοντας τα μέσα, αν όχι για τη νίκη, τουλάχιστον για μια αξιοπρεπή ήττα. Ο άνθρωπος είναι πάντα στο επίκεντρο των αναζητήσεών του, είναι ο πομπός και ο δέκτης, το αίτιο και το αιτιατό. Γι’ αυτό και τον αναζητά από τα σύννεφα μέχρι τις λάσπες. Είναι εύθραυστος γι’ αυτό και πολύτιμος, δυνατός, γι’ αυτό και αλαζόνας.

Δημήτρης Παπαδημητρίου

Το μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Βεκιόνι Ο έμπορος του φωτός κυκλοφορεί, σε μετάφραση από τα ιταλικά του Δημήτρη Παπαδημητρίου, από τις Εκδόσεις Κριτική (σελ.: 176, τιμή: €12,00).
Εικαστικό εξωφύλλου: Jean-Baptiste Greuze, Le petit paresseux (1755).

«Ο έμπορος του φωτός» του Ρομπέρτο Βεκιόνι: γράφει ο Δημήτρης ΠαπαδημητρίουΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Ρομπέρτο Βεκιόνι (Roberto Vecchioni) γεννήθηκε στην Καράτε Μπριάντσα της Βόρειας Ιταλίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Έχει πλούσιο έργο τόσο στη μουσική όσο και στα γράμματα. Ως τραγουδοποιός έχει αφήσει, για πάνω από μισό αιώνα, το ιδιαίτερο στίγμα του στη μουσική σκηνή της Ιταλίας κερδίζοντας την αγάπη του κοινού. Η πολύχρονη ενασχόλησή του με τις ανθρωπιστικές σπουδές και τη διδασκαλία στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση αντανακλάται στη μουσική και λογοτεχνική του παραγωγή. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Viaggi del tempo immobile (1996), Le parole non le portano le cicogne (2002), Diario di un gatto con gli stivali (2006), Scacco a Dio (2009) και Il mercante di luce (2014). Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα έχει ήδη μεταφραστεί στη γαλλική και την ισπανική γλώσσα. Στην πλοκή του μυθιστορήματος βασίστηκε το ομώνυμο τραγούδι του Vecchioni «Ιl libraio di Selinunte» το οποίο μπορείτε να ακούσετε εδώ.
Προσωπική ιστοσελίδα συγγραφέα: http://www.vecchioni.org/

«Ο έμπορος του φωτός» του Ρομπέρτο Βεκιόνι: γράφει ο Δημήτρης ΠαπαδημητρίουΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

Γεννημένος στην Αθήνα το 1972, ζω και εργάζομαι στον Βόλο. Απόφοιτος της Νομικής Θεσσαλονίκης στα νιάτα μου, σήμερα τελειόφοιτος Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και ήδη απόφοιτος -σε σχήμα πρωθύστερο- του μεταπτυχιακού στην ίδια σχολή, με εξειδίκευση στην Προϊστορική Αρχαιολογία. Ομιλώ τρεις γλώσσες από συγκυρίες και τα ιταλικά από έρωτα. Γλώσσα σου είναι αυτή που βρίζεις κι ονειρεύεσαι…
Έχω μεταφράσει δύο βιβλία του Ρομπέρτο Βεκιόνι, Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα και Ο έμπορος του φωτός. Το τρίτο βιβλίο είναι Η προσήλωση του Αλμπέρτο Μοράβια, όλα από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ. Την περίοδο αυτή δουλεύω τη μετάφραση μιας νουβέλας του Κάρλο Κασσόλα με τίτλο Το σπίτι της οδού Βαλαντιέ.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑTA ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Η Αντιγόνη μόνη ενάντια στον Κρέοντα.

Τι γυναίκα ήταν κι αυτή; Και πόσες φορές είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει την Αντιγόνη στους μαθητές του, τόσο πολύ συγκινημένος, που έπρεπε να στρέψει το κεφάλι του ή να βγει από την αίθουσα για να μην αποκαλυφθεί.

Ο Κρέοντας και ο καλπασμός της εξουσίας˙ κι από την άλλη εκείνη, η Αντιγόνη, που υψώνεται πάνω από τον νόμο, παρασυρμένη από τους ανέμους που φυσούν στην καρδιά της, περήφανη, αδάμαστη, μια ολάνθιστη βελανιδιά, απρόσβλητη από κάθε φόβο, μόνη ανάμεσα σε όλους τους κατοίκους της Θήβας, η μοναδική που θέλει να κηδέψει τον νεκρό αδερφό, τον προδότη, τον επαναστάτη, τον εχθρό της πατρίδας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Είναι ιερό καθήκον να τιμάς τον αδερφό.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ Μήπως δεν ήταν αδερφός του ο άλλος, ο Ετεοκλής, ο αντίπαλός του;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάνα˙ δεν είναι ένας δούλος που έπεσε στη μάχη… είναι το ίδιο μου το αίμα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ Αυτός, ο ήρωάς σου, επιτέθηκε στη Θήβα… ενώ ο άλλος την υπερασπίστηκε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δεν έχουν τούτα σημασία στον κάτω κόσμο…
ΚΡΕΟΝΤΑΣ Τι είναι αυτά που λες; Δεν είναι το ίδιο πράγμα˙το δίκαιο με το άδικο δεν είναι πρέπον να έχουν την ίδια μοίρα!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ Εγώ θα τον κηδέψω, τίποτα δεν θα με σταματήσει…¹

Εκπληκτική, γλυκιά, μικρή κι ανυπεράσπιστη Αντιγόνη. Δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη τραγωδία από αυτή, σκέφτηκε ο Κουόνταμ σαν σε όνειρο. Δεν είναι ένα τεράστιο έργο μόνο για τον θρίαμβο της καρδιάς πάνω στη λογική. Είναι η αγάπη, αυτός ο καταιγισμός αγάπης, που κάνει μεγάλη κι αξεπέραστη την Αντιγόνη. Είναι αυτός ο αντίλαλος, αυτή η προφητεία, αυτή η κραυγή που έρχεται από μακριά: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι μπροστά στο τέλος».

Το φως της μέρας νίκησε τα σύννεφα. Ο Κουόνταμ ξανάφερε στο μυαλό του τον πρώτο στίχο και έπειτα έναν προς έναν όλους τους υπόλοιπους. Η Αντιγόνη χάρισε το χάδι της στην ανθρωπότητα, όπως μια θάλασσα αγριεύει στα σκοτάδια και κανείς δεν γνωρίζει από πριν πού θα ξεσπάσει. Πλημμύρισε αρώματα, σαν τρυφερότητα, λες και έχει η τρυφερότητα άρωμα και οσμή. Έσβησε γλυκά την Αντιγόνη από το μυαλό του και σιγά σιγά έφερε στον νου του τη Μιράντα στην Ελλάδα, όταν της μιλούσε για τους ναούς, τους χώρους και τις περιοχές, τον Κεραμεικό, τα σταυροδρόμια και τα συναπαντήματα των λέξεων.

Φτερούγισε η καρδιά του όπως τότε και ένιωσε αυτή την ακαταλάγιαστη αυθεντική θλίψη να ζεις σύμφωνα με τους στίχους, σύμφωνα με «αυτούς» τους στίχους˙ τον πρόφτασαν τα νέα της ασθένειας του Μάρκο, έπειτα θυμήθηκε τη Μιράντα, εκεί στο πλιά του, να καταστρώνουν σχέδια για το μέλλον. Σιωπή. Τον κυρίευσε εκ νέου αυτό το ονειρικό χάδι, η συνάφεια της Αντιγόνης με το αργό, ήρεμο βήμα που έπρεπε να είχε κάνει εκεί, σ’ εκείνο το σκηνικό, ενάντια στην ηλιθιότητα του κόσμου.

¹ Η στιχομυθία μεταξύ Κρέοντα και Αντιγόνης (Αντιγόνη στίχοι 511 κ. έπ.) είναι σε ελεύθερη μετάφραση από τον συγγραφέα.
«Ο έμπορος του φωτός» του Ρομπέρτο Βεκιόνι: γράφει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου
Περπατούσε στο γρασίδι με τον Μάρκο στο πλευρό του. Τριγύρω τους, η χαρακτηριστική καταχνιά της κοιλάδας του Πάδου, ψιλόβροχο και μελαγχολία, προοίμιο ή αποχαιρετισμός, ανάλογα με την ώρα σε αυτή την εποχή και σε αυτό τον τόπο, που, από Οκτώβρη μέχρι Μάρτη δεν γνωρίζει τι θα πει εκτυφλωτικό φως και μέρα.

Και όμως, μέσα σ’ αυτή την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, είχε ήδη ανακαλύψει, παιδί ακόμα, το ιδανικό μέρος ώστε οι σκέψεις του να μη διασκορπίζονται, να τις κρατά στο κεφάλι του μέχρι να πάρουν τη μορφή που αυτός αποκαλούσε «λέξημα», ενώ είχαν ήδη γίνει ποίηση δίχως να το γνωρίζει. Τα άλση του Πάδου αποτελούσαν γι’ αυτόν το περιβάλλον ενός διαχρονικού τοπίου, σχεδόν την επιβεβαίωση ότι κάπου εκεί μέσα ο κόσμος μπορούσε να φαντασιώνεται όπως του αρέσει πίσω από τους «θάμνους»² ή φορώντας «το πέπλο της Μάγια»³. Δεν του άρεσαν ποτέ οι διαφάνειες, τα παλάτια από κρύσταλλο και οι ακροβατικές γέφυρες, που από ένα συγκεκριμένο σημείο και έπειτα σε οδηγούσαν υποχρεωτικά σε ένα άλλο˙ δεν ταυτιζόταν με το πεπερασμένο και το ολοκληρωμένο. Η ομίχλη υπαινισσόταν τις ατέλειες, τη δυνατότητα της φαντασίας και την ομορφιά, αυτή την αυθεντική, που δεν είναι προσιτή αλλά απόμακρη και συνεχώς αλλάζει μορφή.

Ο Στέφανο Κουόνταμ Βαλέριο ήταν λίγο πάνω απ’ τα σαράντα, πραγματικά ζωντανός όμως αισθανόταν τα τελευταία τριάντα χρόνια, από τότε δηλαδή που έπεσε τυχαία πάνω σε εκείνη την περίεργη γραφή με τα παράξενα σημάδια σε ένα παλιό βιβλίο του πατέρα του. «Είναι αρχαία ελληνικά», του είχανε πει, «όμως μην ασχολείσαι, είναι πολύ δύσκολα για σένα κι έπειτα, μιλούν για πράγματα που δεν μπορείς να καταλάβεις καν».

Όμως αυτό δεν έπαιζε ρόλο, ήταν ένας έρωτας, ένα κεραυνοβόλημα ομορφιάς, ένα μυστήριο που έπρεπε να διαλευκάνει με την παιδική περηφάνεια του˙ βρήκε μια γραμματική, κι αυτό ήταν. Στα δώδεκά του διάβασε την Ιλιάδα. Στα δεκατέσσερα, ξεκινώντας το γυμνάσιο, δεν χρειαζόταν σχεδόν ούτε το λεξικό. Έγινε ο νεότερος καθηγητής πανεπιστημίου.

Το να διδάσκεις ελληνικά σημαίνει να αντικατοπτρίζεσαι στο σύμπαν˙ σημαίνει να διαχωρίζεις, να βγαίνεις και να ξαναμπαίνεις στον χρόνο, γνωρίζοντας εντέλει την πραγματική του φύση˙ είναι ένα σύνολο λέξεων, διάσπαρτα φώτα, αναμμένα κατ’ εντολή για την αναγνώριση των πραγμάτων, ένα τη φορά, από τα πιο ταπεινά μέχρι τα πιο σπουδαία, μια μακρά λίστα προγεύσεων της μοίρας, για όποιον πράγματι αναρωτιέται για το αύριο˙ είναι μια πρόκληση αοριστίας, μια αέναη προσπάθεια κατανόησης ανάμεσα στο πνεύμα και στα πράγματα.

Το να διδάσκεις ελληνικά σημαίνει να ξαναβάζεις στη θέση τους τον χρόνο και τον χώρο, να τους διαπερνάς με το ξίφος καθώς αναμειγνύονται συνεχώς στα ανθρώπινα συναισθήματα, να τους καθοδηγείς και να τους εξορκίζεις, αποκόπτοντάς τους από την προκλητική προσβολή της ύπαρξής τους.

Αυτό το γνώριζε, το γνώριζε από πάντα, και επίσης πως γι’ αυτόν δεν ήταν μόνο η συνθήκη ενός κόσμου, του μοναδικού που τον κατέκλυζε. Δεν ήταν μονάχα η αιωνιότητα της καρδιάς και της λογικής που ήταν ικανές να τον συγκινήσουν˙ το ίδιο συνέβαινε και με την αψεγάδιαστη ομορφιά του ύφους, λες και οι λέξεις με τον ήχο τους, το συνταίριασμα και το δέσιμό τους σε φράσεις, με τους στίχους και την διήγηση, να ήταν η επιμελημένη αποκάλυψη μιας μυστικής αρμονίας που συντονίζει τον κόσμο˙ η ομορφιά σαν παρηγοριά στο χάος και στη συμφορά˙ η ομορφιά τη στιγμή που το βλέμμα επιδιώκει να εξηγήσει το πώς και το γιατί. Πόσο εκπληκτικό ήταν το ρήμα ἀρμόζω, δηλαδή ενώνω, συνδέω, όπου το κάθε τι βρίσκεται στην θέση που πρέπει, δραπετεύοντας από το περιττό, από κάθε τρανταχτή, άσχετη, απρεπή και παρείσακτη λεπτομέρεια. Μέσα στην άναρχη τάξη που προβάλλονται όλα τα χρώματα, ή θα προκύψει μια ιστορία που η ψυχή θα μπορεί να διαβάσει ή το απόλυτο τίποτα.

² Αναφορά στο ποίημα του Λεοπάρντι «το άπειρο».
³ Αναφορά στον Σοπενάουερ και στο ομώνυμο έργο του.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος