Όταν συμβαίνουν καταστάσεις ακραίου κινδύνου, φυσικές καταστροφές ή εκδηλώνονται επιθέσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να απομακρυνθούν. Να βρουν έξοδο, να προστατευθούν, να σωθούν. Κι όμως, σχεδόν πάντα, κάποιος κάνει το αντίθετο: τρέχει προς τον κίνδυνο. Όχι επειδή δεν φοβάται, αλλά παρ’ ότι φοβάται.
Τι λένε οι νευροεπιστήμονες
Πριν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό, αξίζει να δούμε τι λένε οι νευροεπιστήμονες. «Οι άνθρωποι, όπως όλα τα θηλαστικά, ενεργοποιούν σε συνθήκες απειλής τον μηχανισμό “μάχη ή φυγή”. Το σώμα προετοιμάζεται για δράση, οι αισθήσεις οξύνονται, η αντίληψη του χρόνου αλλάζει.»
Στο ρεπορτάζ της Guardian, οι επιστήμονες αναφέρουν ότι ο μηχανισμός αυτός δεν υπαγορεύει τη συμπεριφορά. Δεν καθορίζει αν κάποιος θα τρέξει μακριά ή αν θα κινηθεί προς τον κίνδυνο. Προετοιμάζει το σώμα, όχι τη νοητική απόφαση.
Οσο υπάρχουν άνθρωποι
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Αυστραλία. Κατά την επίθεση με μαχαίρι στην παραλία Μπόντι στο Σίδνεϊ, ένας άνθρωπος χωρίς θεσμικό ρόλο ή εξουσία κινήθηκε προς τον κίνδυνο. Ο Άχμεντ αλ-Άχμεντ, Σύρος πρόσφυγας, ιδιοκτήτης μικρού καταστήματος και πατέρας παιδιών, δεν δίστασε τη στιγμή που επικρατούσε πανικός. Έτρεξε προς τον δράστη, πάλεψε μαζί του και κατάφερε να του αποσπάσει το μαχαίρι, συμβάλλοντας στο να σταματήσει η επίθεση και να προστατευθούν άνθρωποι που βρίσκονταν γύρω του. Ο ίδιος τραυματίστηκε, αλλά παρέμεινε στο σημείο μέχρι να φτάσουν οι αρχές. Δεν είχε θεσμικό ρόλο, δεν είχε εκπαίδευση, δεν είχε καμία «ηρωική» ταυτότητα. Βρέθηκε μπροστά σε μια στιγμή κινδύνου και κινήθηκε προς τους άλλους. H επίθεση είχε βαρύ απολογισμό: τουλάχιστον 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν και δεκάδες τραυματίστηκαν.
Στην επίθεση στο London Bridge το 2019, ο Ντάριν Φροστ (Darryn Frost), «ένας μέχρι τότε ντροπαλός δημόσιος υπάλληλος», περιγράφει ότι μπήκε σε μια κατάσταση απόλυτης συγκέντρωσης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του στην Guardian, όταν είδε τη Σάσκια Τζόουνς (Saskia Jones) να καταρρέει βαριά τραυματισμένη στη σκάλα του Φίσμονγκερς Χολ (Fishmongers’ Hall), η σκέψη του δεν ήταν αφηρημένη ή ηρωική. Είχε μία μόνο κατεύθυνση: να αποτρέψει να συμβεί το ίδιο σε οποιονδήποτε άλλον. Ο χρόνος, όπως περιγράφει, έμοιαζε να κυλάει αργά. Όλες του οι αισθήσεις επικεντρώθηκαν σε ένα μόνο σημείο: τον δράστη. Δεν άκουγε τις σειρήνες, δεν αντιλαμβανόταν τον χώρο γύρω του. Άρπαξε από τον τοίχο έναν διακοσμητικό χαυλιόδοντα και έτρεξε προς τον κίνδυνο.

Δίπλα του βρέθηκε ο Στίβεν Γκάλαντ (Steven Gallant), ένας άνθρωπος με βαρύ ποινικό παρελθόν, ο οποίος εκείνη την ημέρα βρισκόταν σε άδεια από τη φυλακή. Ο Γκάλαντ συμμετείχε στην ακινητοποίηση του δράστη, παρά τον προφανή κίνδυνο. Στη ζωή του Γκάλαντ υπήρχε ένας άνθρωπος-κλειδί: ο Τζακ Μέριτ (Jack Merritt). Ο Μέριτ ήταν συντονιστής προγραμμάτων αποκατάστασης κρατουμένων και συνεργάτης του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ (University of Cambridge). Εργαζόταν συστηματικά με ανθρώπους που είχαν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα, με την πεποίθηση ότι το παρελθόν δεν εξαντλεί την ταυτότητα ενός ανθρώπου. Σε δήλωσή του, μετά την επίθεση, ο Γκάλαντ περιέγραψε τον Μέριτ ως έναν άνθρωπο που δεν τον ενδιέφερε ποιος ήσουν, αλλά ποιος μπορούσες να γίνεις. Δεν όριζε τους ανθρώπους από το χειρότερο πράγμα που είχαν κάνει. Έβλεπε δυνατότητες εκεί όπου παραμόνευε το στίγμα.
Την ίδια ημέρα, στον ίδιο χώρο, βρισκόταν και η Σάσκια Τζόουνς, νεαρή ερευνήτρια και μέλος του ίδιου εκπαιδευτικού προγράμματος αποκατάστασης. Ο Μέριτ και η Τζόουνς σκοτώθηκαν. Ο άνθρωπος που πίστευε έμπρακτα στη δυνατότητα της αλλαγής και η γυναίκα η οποία βρισκόταν στην αρχή της επιστημονικής της διαδρομής, δολοφονήθηκαν.
Οι ιστορίες αυτές «φωτίζουν» μια πιο σύνθετη εικόνα του «ήρωα». Ο ηρωισμός μπορεί να ανήκει και σε ανθρώπους που ζουν στις σκιές.
Ο Ρόι Λάρνερ (Roy Larner), που τραυματίστηκε σοβαρά το 2017 στο London Bridge προσπαθώντας να σταθεί απέναντι σε τρεις τρομοκράτες, είχε προηγούμενες καταδίκες, μεταξύ των οποίων και για ρατσιστική επίθεση. Μαχαιρώθηκε οκτώ φορές, δέχθηκε χτυπήματα στο κεφάλι και έσπασε πλευρά, την ώρα που πάλευε με γυμνά χέρια, δίνοντας σε άλλους την ευκαιρία να διαφύγουν. Λόγω του ποινικού του παρελθόντος, δεν τιμήθηκε ποτέ επίσημα για τις πράξεις του, ούτε έλαβε αποζημίωση για τα τραύματά του — στοιχείο που θέτει αναπόφευκτα το ερώτημα για το πώς αναγνωρίζονται, και από ποιον, οι ηρωικές πράξεις.
Όπως αναφέρει ο Κρεγκ Τζάκσον (Craig Jackson), καθηγητής ψυχολογίας της υγείας στο Birmingham City University, «δεν υπάρχει συγκεκριμένο προφίλ ανθρώπου που θα παρέμβει για να προστατεύσει άλλους. Μπορεί να είναι μια μητέρα σε κατάσταση άμυνας, ένας πρώην στρατιωτικός, ένας φίλαθλος, ένας άνθρωπος με αντιφατικό παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι οι δράστες δεν μπορούν ποτέ να γνωρίζουν ποιος θα σταθεί απέναντί τους».
Από την άλλη, η ψυχολογία του ηρωισμού δείχνει ότι οι πράξεις αυτές γεννιούνται συχνά από περιστασιακούς παράγοντες: τη στιγμή, το πλαίσιο, τις σχέσεις, την αίσθηση ευθύνης απέναντι στον άλλον. Από εμπειρίες ζωής που ενεργοποιούνται πριν προλάβουμε καν να τις ονομάσουμε.
Κάποιος έχει αξία επειδή είναι καλός ή επειδή είναι επιτυχημένος;
Στην καθημερινότητα ο θαυμασμός κατευθύνεται στην επιτυχία, την προβολή, την ισχύ.
Ένα πρόσφατο βίντεο, τραβηγμένο μετά το τέλος ενός αγώνα τένις στη Νέα Υόρκη, δείχνει έναν διευθύνοντα σύμβουλο να αρπάζει από τα χέρια ενός παιδιού ένα καπέλο — μια μικρή, ασήμαντη στιγμή, χωρίς κανένα πραγματικό διακύβευμα. Κι όμως, δύσκολα αποφεύγει κανείς το ερώτημα: Θα έσπευδε άραγε, ο σημαντικός αυτός «πολίτης του κόσμου» σε μια στιγμή ακραίου κινδύνου, να βοηθήσει τους συνανθρώπους του;
Ίσως τελικά το πιο δύσκολο για όλους μας δεν είναι να αναγνωρίσουμε την ηρωική πράξη, αλλά να αντέξουμε την πολυπλοκότητά της. Να δεχτούμε ότι κάποιος, που έχει μια διαδρομή με δυσκολίες και σκιές, μπορεί να κάνει κάτι βαθιά ανθρώπινο — κι αυτό να είναι τελικά ο ηρωισμός.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος