Έρευνα: Τα μεταγενέστερα κύματα της γρίπης του 1918 ήταν πιο θανατηφόρα

Ο ιός της γρίπης που προκάλεσε την πανδημία του 1918 μεταλλάχθηκε όπως και ο νέος κορονοϊός αλλά έγινε πιο θανατηφόρος, όπως αποκαλύπτει έρευνα που εξέτασε δείγματα του ιού ηλικίας ενός αιώνα.

Η ανακάλυψη θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα μεταγενέστερα κύματα της γρίπης του 1918 ήταν χειρότερα από το πρώτο. Παρόλο που τα ευρήματα δεν ισχύουν άμεσα για την πανδημία της COVID-19, δείχνουν ότι θα πρέπει να αναμένουμε και άλλες μεταλλάξεις και ότι η ανθρωπότητα μπορεί τελικά να τις ξεπεράσει, δήλωσε ένας ειδικός στο Live Science.

«Αυτές οι ιογενείς λοιμώξεις στο δεύτερο κύμα μοιάζουν να είχαν προσαρμοστεί καλύτερα στον άνθρωπο», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Sébastien Calvignac-Spencer, ένας εξελικτικός βιολόγος στο Ινστιτούτο Robert Koch, τον ομοσπονδιακό οργανισμό ελέγχου και πρόληψης ασθενειών της Γερμανίας. «Όπως και σήμερα, αναρωτιόμαστε αν οι νέες παραλλαγές συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά ή όχι από την αρχική».

Για να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση, ο Calvignac-Spencer και οι συνεργάτες του βρήκαν έξι ανθρώπινους πνεύμονες από το 1918 και το 1919, οι οποίοι είχαν διατηρηθεί σε φορμαλίνη σε αρχεία παθολογίας στη Γερμανία και την Αυστρία.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τρεις από αυτούς τους πνεύμονες – δύο από νεαρούς στρατιώτες που είχαν πεθάνει στο Βερολίνο και ένας από μια νεαρή γυναίκα που είχε πεθάνει στο Μόναχο – περιείχε τον ιό της γρίπης του 1918.

Πανδημία γρίπης

Ο ιός που ευθύνεται για την πανδημία της γρίπης του 1918 κυκλοφορεί ακόμη σήμερα. Ωστόσο οι άνθρωποι σήμερα προέρχονται από εκείνους που επέζησαν από τη μόλυνση πριν από εκατό χρόνια και έτσι έχουν κληρονομήσει κάποια μορφή γενετικής ανοσίας, εξήγησε ο Calvignac-Spencer.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυτό το στέλεχος της γρίπης μόλυνε έως και 1 δισεκατομμύριο άτομα παγκοσμίως, όταν ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν μόλις 2 δισεκατομμύρια. Στα τρία διαδοχικά κύματα, ενδέχεται να πέθαναν από 50 έως 100 εκατομμύρια άνθρωποι, δήλωσε ο Calvignac-Spencer.

Το πρώτο κύμα της πανδημίας, στις αρχές του 1918, ήταν λιγότερο θανατηφόρο από εκείνο που ακολούθησε και οι διατηρημένοι πνεύμονες των δύο Γερμανών στρατιωτών που πέθαναν στο Βερολίνο χρονολογούνται από εκείνη την εποχή, είπε.

Οι ερευνητές εξήγαγαν ιικό RNA από αυτά τα δείγματα για να ανακατασκευάσουν περίπου το 60% και το 90%, αντίστοιχα, των γονιδιωμάτων του ιού της γρίπης. Οι στρατιώτες πέθαναν την ίδια ημέρα και τα γονιδιώματα του ιού που τους σκότωσαν δεν έδειξαν σχεδόν καθόλου γενετικές διαφορές μεταξύ τους, είπε ο επιστήμονας.

Όμως η μορφή του ιού της γρίπης που βρέθηκε στους πνεύμονες είχε πολλές γενετικές διαφορές από τη μορφή του ιού που είχε μολύνει τη νεαρή γυναίκα που πέθανε στο Μόναχο, πιθανώς σε μεταγενέστερο κύμα της πανδημίας. Και αποκλίνουν ακόμη περισσότερο από δύο γονιδιώματα του ιού από την Αλάσκα και τη Νέα Υόρκη που χρονολογούνται από το δεύτερο κύμα της πανδημίας στα τέλη του 1918, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στη βάση δεδομένων bioRxiv και η οποία δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους.

Έρευνα: Τα μεταγενέστερα κύματα της γρίπης του 1918 ήταν πιο θανατηφόρα

Θανατηφόρες παραλλαγές

Οι ερευνητές συνέκριναν τα γονιδιώματα από τις Η.Π.Α. και τη Γερμανία και πραγματοποίησαν εργαστηριακές μελέτες με συνθετικά αντίγραφα τμημάτων του ιού για να δουν πώς τα διαφορετικά στελέχη θα μπορούσαν να μολύνουν και να αναπαραχθούν μέσα στα κύτταρα.

Οι γενετικές μεταλλάξεις που εμφανίστηκαν μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κύματος μπορεί να διευκόλυναν τον ιό να προσαρμοστεί καλύτερα και να εξαπλωθεί στους ανθρώπους από τα πουλιά που είναι οι φυσικοί ξενιστές του. Μια άλλη μετάλλαξη μπορεί να έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ο ιός αλληλεπιδρά με μια ανθρώπινη πρωτεΐνη γνωστή ως MxA, η οποία βοηθά τον οργανισμό να οργανώσει την ανοσολογική απόκριση σε νέα παθογόνα.

Οι επιστήμονες μπορούν να μάθουν περισσότερα από την πανδημία της COVID-19 από ό, τι θα μπορούσαν ποτέ για την πανδημία γρίπης του 1918, επειδή η επιστήμη έχει πλέον προχωρήσει τόσο πολύ. «Όσο περισσότερο μπορούμε να μάθουμε για την τρέχουσα πανδημία, τόσο περισσότερο μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την προηγούμενη, αντί για το αντίστροφο», λέει ο επιστήμονας.

Μια σημαντική πρόοδος είναι ότι οι ερευνητές μπόρεσαν να επεξεργαστούν με ακρίβεια τα γονιδιώματα των ιών στον ανθρώπινο ιστό που διατηρούνταν σε φορμαλίνη για πάνω από 100 χρόνια – κάτι που, μέχρι τώρα, θεωρείτο πολύ δύσκολο.

Χάρη στις νέες τεχνικές, οι επιστήμονες θα προσπαθήσουν να επεξεργαστούν τα γονιδιώματα ιών από ανθρώπινα σώματα μολυσμένα με ιούς που έχουν θαφτεί στο permafrost για έως και 1.000 χρόνια, επειδή το κρύο θα μπορούσε να βοηθήσει στη διατήρηση του DNA για πολύ περισσότερο χρόνο.

ΠΗΓΗ: Live Science

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος