Μίκης Θεοδωράκης: H Ρωμιοσύνη φτωχότερη

Η χώρα πενθεί για την απώλεια του Έλληνα που συνέδεσε τη ζωή και τη δράση του με τη νεότερη ιστορία του τόπου. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο άνθρωπος που έντυσε μουσικά κάθε μας στιγμή και έβαλε στα χείλη όλων μας τους ανυπέρβλητους στίχους των μεγάλων ποιητών, έκλεισε τα μάτια του σε ηλικία 96 ετών. Η είδηση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη, με πλήθος κόσμου να συρρέει στο σπίτι του για να αποτίσει φόρο τιμής. Ψυχή ανυπότακτη και ασυμβίβαστη, βίωσε κακουχίες, βασανισμούς, εξορίες, χωρίς να καμφθεί, καθώς ζούσε για τις ιδέες και τη μουσική. Ο πρωθυπουργός κήρυξε τη χώρα σε τριήμερο πένθος.
Με ρίζες από την Κρήτη και τη Μικρά Ασία, γεννημένος στη Χίο, από νωρίς στη ζωή του βάζει την αγωνιστική δράση, μα πάνω απ` όλα τις νότες. Με σπουδές κλασικής μουσικής στο Παρίσι, έρχεται στην Αθήνα για να δημιουργήσει τον νέο ελληνικό ήχο. Παντρεύει το μπουζούκι με την ποίηση, και φτιάχνει αριστουργήματα όπως το «Άξιον Εστί», ενώ τραγουδά παθιασμένα τις δημιουργίες του και αποθεώνεται επί σκηνής. Όταν ανοίγει τα χέρια για να καθοδηγήσει με την μπαγκέτα την ορχήστρα του, πάλλεται σύγκορμα από το πάθος του.

Η ζωή του υπήρξε μυθιστορηματική. Το μουσικό έργο του ανυπέρβλητο. Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από κοντά μας, έχοντας κατακτήσει κάτι σπάνιο: την αγάπη του κόσμου, του ελληνικού λαού, όπως έλεγε ο ίδιος, στον οποίο υπήρξε και ο ίδιος ανέκαθεν και αδιαπραγμάτευτα αφοσιωμένος.

Η πολιτική δράση και καλλιτεχνική δημιουργία του λειτουργούν αξεδιάλυτα. Η μία τροφοδοτεί την άλλη, παρακολουθώντας τις πολιτικές περιπέτειες της χώρας.

Μετά τις δοκιμασίες της Κατοχής και του Εμφυλίου ο Μίκης καταφέρνει να φύγει για σπουδές στο Παρίσι από το 1954 έως το 1960. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στο Κονσερβατουάρ, επιστρέφει στην Ελλάδα. Παραμερίζοντας το ενδιαφέρον του για την συμφωνική μουσική που συνέθετε έως τότε (και για την οποία είχε ήδη βραβευθεί με σημαντικές διακρίσεις), γράφει μια σειρά ανυπέρβλητων λαϊκών τραγουδιών χρησιμοποιώντας στίχους σπουδαίων Ελλήνων ποιητών, Ρίτσου, Ελύτη, Σεφέρη, Αναγνωστάκη, Λειβαδίτη κα.

Κορυφαία στιγμή στο μεγαλειώδες μουσικό έργο του είναι βέβαια το «Άξιον Εστί», το λαϊκό ορατόριο που συνέθεσε πάνω στην ποίηση του Ελύτη. Έκανε πρεμιέρα στις 19 Οκτωβρίου 1964 στο θέατρο «Ρεξ» κι ήταν πράγματι μία πρωτοποριακή πρόταση που κατέστησε ηχηρά σαφές τι μπορεί να σημαίνει σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός και μουσική για όλον τον κόσμο.

Με τη μουσική που συνέθεσε για ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη, του Κώστα Γαβρά αλλά και του Σίντεί Λιούμετ γνωρίζει τη διεθνή αναγνώριση.

Η μουσική που έγραψε τα χρόνια της Χούντας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον μεγάλο αγώνα κατά τις δικτατορίας κι οι αμέτρητες συναυλίες σε όλον τον κόσμο με τις συγκεντρώσεις, τις ομιλίες, τις συναντήσεις του με πολιτικούς ηγέτες προκειμένου να αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα.

Μεγάλος πατριώτης υπερασπίστηκε με πάθος ό,τι πίστευε καλό για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας. Και παρεξηγήθηκε και κακολογήθηκε γι’ αυτό.

Από τη δεκαετία του 1990 επιστρέφει στην συμφωνική μουσική και γράφει τις όπερες «Καρυωτάκης», «Μήδεια», «Ηλέκτρα», «Αντιγόνη» και «Λυσιστράτη». Το 2000 είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης. Δεν θα του το δώσουν ωστόσο οι διακρίσεις και τα βραβεία με τα οποία έχει τιμηθεί είναι πολλά –αρκετά ώστε να λέει ότι έζησε την ζωή όπως την ήθελε.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από κοντά μας αλλά η ζωή και το σύνολο του έργου του θα μας εμπνέουν και θα μας οδηγούν για πάντα. Αιωνία τιμή και μνήμη για αυτόν τον μοναδικό άνθρωπο, αυτό τον Μεγάλο Έλληνα.

Ρεπορτάζ: Ειρήνη Βασάλου, Ματίνα Καλτάκη

Πηγή: ΕΡΤ

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος