Τριανταένα δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης σκοτώθηκαν από ισραηλινές επιθέσεις σε γραφεία εφημερίδων στη Υεμένη την περασμένη εβδομάδα, ένα χτύπημα που η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) χαρακτήρισε ως τη φονικότερη επίθεση εναντίον δημοσιογράφων τα τελευταία 16 χρόνια.
Το Ισραήλ επιτέθηκε σε ένα συγκρότημα εφημερίδων στη Σαναά, την πρωτεύουσα της Υεμένης, το οποίο στέγαζε μέσα ενημέρωσης που συνδέονται με τους αντάρτες Χούθι, στις 10 Σεπτεμβρίου. Την ώρα εκείνη, μέλη του τμήματος Τύπου του στρατού της Υεμένης τελείωναν την εβδομαδιαία έντυπη έκδοση γεγονός που αύξησε τον αριθμό των δημοσιογράφων που ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
Τουλάχιστον 35 άτομα σκοτώθηκαν στην επίθεση, μεταξύ των οποίων ένα παιδί που συνόδευε έναν δημοσιογράφο στο γραφείο, και 131 τραυματίστηκαν, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας των Χούθι. Όλοι οι δημοσιογράφοι εργάζονταν είτε για την εφημερίδα «26 Σεπτεμβρίου», που συνδέεται με τους Χούθι, είτε για την εφημερίδα «Υεμένη».
Η επίθεση ήταν η δεύτερη πιο θανατηφόρα εναντίον δημοσιογράφων που έχει καταγράψει ποτέ το CPJ, μετά τη σφαγή στο Μαγκιντανάο στις Φιλιππίνες το 2009, όταν 32 δημοσιογράφοι ήταν μεταξύ των θυμάτων όταν μια αυτοκινητοπομπή έπεσε σε ενέδρα.
«Πρόκειται για μία βίαιη και αδικαιολόγητη επίθεση που είχε ως στόχο αθώους ανθρώπους, των οποίων το μόνο έγκλημα ήταν ότι εργάζονταν στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, οπλισμένοι μόνο με τα στυλό και τα λόγια τους», δήλωσε στο CPJ ο Νασέρ αλ Καντρί, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «26 Σεπτεμβρίου», ο οποίος κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να λάβει σκληρή στάση.
«Ο ισραηλινός στρατός κατέστρεψε τις εγκαταστάσεις, τα τυπογραφεία και τα αρχεία των εφημερίδων. Το αρχείο της “26ης Σεπτεμβρίου” είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά αρχεία της Υεμένης, που τεκμηριώνει την ιστορία της χώρας από τον περασμένο αιώνα, και η απώλειά του είναι βαθιά οδυνηρή», προσέθεσε μιλώντας στο CPJ.
Ο Αμπντουλραχμάν Μοχάμεντ Μουταχάρ, ένας δημοσιογράφος που ζει 500 μέτρα μακριά από το σημείο της επίθεσης, είπε στο CPJ ότι προκλήθηκαν «τεράστιες εκρήξεις, που δεν είχε ξαναδεί παρόμοιες η Σαναά από το 2015».
Προσέθεσε ότι περίπου οκτώ πύραυλοι κατέστρεψαν το αρχηγείο της Διεύθυνσης Ηθικής Καθοδήγησης, αφήνοντας τα πτώματα ορισμένων δημοσιογράφων θαμμένα κάτω από τα ερείπια.
«Η στοχοποίηση δημοσιογράφων έχει ως σκοπό να σιγήσει η αλήθεια», δήλωσε στο CPJ ο Ναμπίλ αλ Ασίντι, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Δημοσιογράφων της Υεμένης, προσθέτοντας ότι αρκετοί από τους νεκρούς ήταν εξέχοντα, μακροχρόνια μέλη της ένωσής του.
Η δολοφονία δημοσιογράφων ή εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και εκείνων που έχουν σχέση με ένοπλες ομάδες, είναι αντίθετη με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, εκτός εάν συμμετέχουν άμεσα σε εχθροπραξίες.
Ο ισραηλινός στρατός σε ανακοίνωσή του είχε αναφέρει ότι χτύπησε «στρατιωτικούς στόχους» στην πρωτεύουσα της Υεμένης, Σαναά, μεταξύ των οποίων και το τμήμα δημοσίων σχέσεων των Χούθι, το οποίο διαδίδει «ψυχολογικό τρόμο». Ανέφερε επίσης ότι οι επιθέσεις ήταν αντίποινα για τις συνεχείς επιθέσεις των Χούθι εναντίον του Ισραήλ, οι οποίες, σύμφωνα με τους Χούθι, έχουν ως στόχο την «αλληλεγγύη» προς τους Παλαιστινίους κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα.
Οι Χούθι έχουν εξαπολύσει συνεχώς πυραύλους κατά του Ισραήλ από την αρχή της σύγκρουσης στη Γάζα και έχουν στοχεύσει πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, τα οποία θεωρούν ότι έχουν σχέση με το Ισραήλ.
Σε ένα email που έστειλε στις 18 Σεπτεμβρίου στο CPJ, το Γραφείο Μέσων Ενημέρωσης του ισραηλινού στρατού για το Εξωτερικό πρόσθεσε: «Το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του τρομοκρατικού καθεστώτος είναι υπεύθυνο για τη διάδοση προπαγανδιστικών μηνυμάτων στα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των ομιλιών του ηγέτη των Χούθι Αμπντουλ-Μαλίκ και των δηλώσεων του εκπροσώπου Τύπου Γιαχιά Σαρί».
Οι Χούθι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, ανέλαβαν τον έλεγχο της Σαναά το 2014 και εδώ και μια δεκαετία πολεμούν μια συμμαχία που υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία, η οποία στηρίζει τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης.
Δολοφονίες δημοσιογράφων σε Γάζα, Λίβανο και Ιράν
Το CPJ αναφέρει ακόμα ότι η επίθεση στην Υεμένη εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δολοφονιών εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή από το Ισραήλ, το οποίο προσπαθεί να δικαιολογήσει τα χτυπήματα, παρουσιάζοντας τους δημοσιογράφους ως μαχητές χωρίς αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία. Από τις 7 Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ έχει σκοτώσει 247 δημοσιογράφους στη Γάζα, σύμφωνα με το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.
Έρευνα του CPJ δείχνει ότι το Ισραήλ έχει σκοτώσει 193 δημοσιογράφους και εργαζόμενους στα μέσα ενημέρωσης στη Γάζα, έξι στον Λίβανο, τρεις στο Ιράν και 31 στην Υεμένη από τις 7 Οκτωβρίου 2023.
Μήνες πριν από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, η έκθεση «Deadly Pattern» του CPJ για το 2023 περιέγραφε λεπτομερώς πέντε αβάσιμους ισχυρισμούς για τρομοκρατία ή μαχητική δραστηριότητα εναντίον δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν από τις ισραηλινές δυνάμεις μεταξύ 2004 και 2018.
Όταν το Ισραήλ βομβάρδισε σκηνές των μέσων ενημέρωσης και σκότωσε έξι δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων και τον Ανάς αλ Σαρίφ του Al Jazeera, στην πόλη της Γάζας στις 10 Αυγούστου, το Ισραήλ ισχυρίστηκε χωρίς αποδείξεις ότι ήταν μέλη της Χαμάς. Στις 26 Αυγούστου, μια διπλή ισραηλινή επίθεση στο νοσοκομείο Νάσερ στο νότιο τμήμα της Γάζας σκότωσε άλλους πέντε δημοσιογράφους.
Στον Λίβανο, τρεις δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν τον Οκτώβριο του 2024 κατά τη διάρκεια νυχτερινής ισραηλινής αεροπορικής επιδρομής σε συγκρότημα όπου διέμεναν 18 δημοσιογράφοι. Ο ισραηλινός στρατός ανέφερε ότι στόχευσε μία τοποθεσία όπου «δραστηριοποιούνταν τρομοκράτες», αναφερόμενος στην ιρανική υποστηριζόμενη λιβανική μαχητική οργάνωση Χεζμπολάχ.
Οι δημοσιογράφοι που έχασαν τη ζωή τους εργάζονταν για το προσκείμενο στη Χεζμπολάχ κανάλι Al-Mayadeen και τον σταθμό Al-Manar, που ανήκει στη Χεζμπολάχ. Ο ισραηλινός στρατός αναγνώρισε αργότερα ότι μεταξύ των θυμάτων υπήρχαν και δημοσιογράφοι και ανέφερε ότι το περιστατικό βρίσκεται υπό εξέταση.
Στο Ιράν, ένας δημοσιογράφος και ένας εργαζόμενος στα μέσα ενημέρωσης σκοτώθηκαν στις 16 Ιουνίου 2025, μετά από ισραηλινή επίθεση που έπληξε την έδρα της κρατικής τηλεόρασης του Ιράν, η οποία, σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας Ισραέλ Κατζ, είχε ως στόχο «την προπαγανδιστική και υποκίνουσα ραδιοτηλεοπτική αρχή του ιρανικού καθεστώτος». Ένας άλλος δημοσιογράφος σκοτώθηκε την προηγούμενη μέρα από την ισραηλινή επίθεση κοντά στην πλατεία Κουντς στην πρωτεύουσα Τεχεράνη, καθώς επέστρεφε από μια συνάντηση.
«Από τις 7 Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ έχει αναδειχθεί σε περιφερειακό δολοφόνο δημοσιογράφων, με επαναλαμβανόμενα περιστατικά στη Γάζα, τον Λίβανο, το Ιράν και τώρα την Υεμένη, που επιβεβαιώνουν τη μακροχρόνια τακτική του Ισραήλ να χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους ως τρομοκράτες ή προπαγανδιστές για να δικαιολογήσει τις δολοφονίες τους», δήλωσε η περιφερειακή διευθύντρια προγραμμάτων του CPJ, Σάρα Κουντά.
«Οι επιθέσεις του Ισραήλ στις 10 Σεπτεμβρίου σε δύο γραφεία εφημερίδων στη Υεμένη σηματοδοτούν μια ανησυχητική κλιμάκωση, επεκτείνοντας τον πόλεμο του Ισραήλ κατά της δημοσιογραφίας πολύ πέρα από τη γενοκτονία στη Γάζα. Αυτή η τελευταία σειρά δολοφονιών δεν αποτελεί μόνο σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αλλά και τρομακτική προειδοποίηση προς τους δημοσιογράφους σε ολόκληρη την περιοχή: κανένα μέρος δεν είναι ασφαλές», προσέθεσε.
Υπήρξε παγκόσμια κατακραυγή ενάντια στη συστηματική δολοφονία δημοσιογράφων στη Γάζα από το Ισραήλ, αλλά δεν υπήρξαν εμφανείς συνέπειες για τους Ισραηλινούς στρατιώτες που σκότωσαν εργαζόμενους στα μέσα ενημέρωσης. Η δολοφονία των δημοσιογράφων της Υεμένης αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις κυβερνήσεις, δημιουργώντας φόβους για περαιτέρω ατιμωρησία.
Οι δημοσιογράφοι στην Υεμένη πληρώνουν διπλό τίμημα
Παράλληλα, οι δημοσιογράφοι στην Υεμένη αντιμετωπίζουν και την αυστηρή λογοκρισία από τις Αρχές των Χούθι, καθώς όπως δήλωσαν τρεις δημοσιογράφοι και εκπρόσωποι της ελευθερίας του Τύπου στο CPJ, υπό τον όρο της ανωνυμίας, επικαλούμενοι φόβο για αντίποινα, αποδείχθηκε σχεδόν αδύνατο να αναφέρουν τις συνέπειες των πρόσφατων ισραηλινών και αμερικανικών επιθέσεων.
Λίγες ώρες μετά τις επιθέσεις της 10ης Σεπτεμβρίου, ο εισαγγελέας απαγόρευσε τη δημοσίευση φωτογραφιών και βίντεο από τους στόχους των επιθέσεων. Αυτό ακολούθησε μια οδηγία του Μαΐου που απαιτούσε από όσους επιθυμούσαν να κινηματογραφήσουν ή να αναφέρουν γεγονότα εντός της Σαναά να λάβουν προηγούμενη άδεια από το υπουργείο Πληροφοριών.
«Οι δημοσιογράφοι της Υεμένης πληρώνουν διπλό τίμημα για τη δουλειά τους — πρώτον από τις θανατηφόρες ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές που στοχεύουν δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης, και δεύτερον από τοπικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των Χούθι, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον πόλεμο ως πρόσχημα για να επεκτείνουν την καταστολή», δήλωσε ο Γιουσέφ Χαζέμπ, επικεφαλής της Εθνικής Οργάνωσης Δημοσιογράφων της Υεμένης (SADA), στο CPJ.
Η Υεμένη είναι από καιρό μία από τις πιο επικίνδυνες χώρες στον κόσμο για τους δημοσιογράφους, οι οποίοι υφίστανται συστηματική καταπίεση από πολλαπλά αντιμαχόμενα μέρη. Οι αυθαίρετες κρατήσεις, οι αναγκαστικές εξαφανίσεις, ο αποκλεισμός διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης και οι άδικες δίκες συμβαίνουν με σχεδόν απόλυτη ατιμωρησία.
«Υπάρχει ο φόβος ότι αυτή η ισραηλινή επίθεση θα μείνει ατιμώρητη, ενθαρρύνοντας το Ισραήλ και άλλα μέρη να διαπράξουν περαιτέρω παραβιάσεις και θέτοντας τη ζωή και τις ελευθερίες των δημοσιογράφων της Υεμένης σε μεγαλύτερο κίνδυνο», δήλωσε στο CPJ ο Χαλίλ Καμέλ, υπεύθυνος παρακολούθησης και τεκμηρίωσης στο Παρατηρητήριο για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης της Υεμένης.
«Η ατιμωρησία όλων των πλευρών — των Χούθι, της κυβέρνησης της Υεμένης, του Νοτίου Μεταβατικού Συμβουλίου και της Αλ Κάιντα — τις έχει ενθαρρύνει να διαπράξουν ακόμη πιο βίαιες παραβιάσεις εναντίον δημοσιογράφων», είπε, αναφερόμενος σε τέσσερις μαχόμενες ομάδες που δραστηριοποιούνται στην Υεμένη.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος