Ο Λανγκ Μπίνγκε είναι δάσκαλος. Επί 28 χρόνια «μαθαίνει γράμματα» στους μαθητές του. Αμείβεται με 1300 γιουάν -180 ευρώ- τον μήνα. Το σχολείο του έχει μία αίθουσα. Και έξι μαθητές. Εκεί μαθαίνουν, εκεί συζητούν, εκεί τρώνε. Είναι ένα από τα «ξεχασμένα» σχολεία της κινεζικής υπαίθρου. Σε μια χώρα όπου οι άλλοτε «κάτοικοι των αγροτικών περιοχών» γίνονται «μετανάστες εργάτες», στη μεγαλύτερη, ίσως, εσωτερική μετακίνηση πληθυσμού στην ιστορία. Αλλά όχι χωρίς τίμημα.
Το σχολείο του Λανγκ Μπίνγκε βρίσκεται στην αγροτική περιοχή Ντίνγκξι, στην επαρχία Γκανσού. Την αποκαλούν «η ανατολική πύλη». Περιτριγυρισμένη από βουνά και φαράγγια, είχε χαρακτηριστεί από απεσταλμένους των Ηνωμένων Εθνών πίσω στο 1982 «μη-κατοικήσιμη». Το άνυδρο κλίμα και η άγονη γη έκαναν την πόλη Ντίνγκξι «επαρχία φτώχιας» για αιώνες.
Στο σχολείο Ρουντόνγκ, οι δύο μαθητές είναι στο νηπιαγωγείο και οι τέσσερις στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Πριν από λίγους μήνες, η Αγροτική Τράπεζα της Κίνας ανακοίνωνε πως η «τυπική χτυπημένη από τη φτώχια πόλη» Ντίνγκξι θα είναι «κύριο πεδίο μάχης για την καταπολέμηση της φτώχιας». Μέσα ενημέρωσης της Κίνας αναφέρουν ότι η κεντρική διοίκηση θα «συνεχίσει να χρηματοδοτεί» την υποχρεωτική εκπαίδευση, αποδεσμεύοντας κονδύλια σε σχολεία σε κεντρικές και δυτικές περιοχές, για την ανακαίνιση αιθουσών και κοιτώνων, και την αύξηση των μισθών των δασκάλων.
Οι συγχωνεύσεις, και οι συνέπειες
Αλλά ποια πολιτική προσπαθούσε μέχρι τώρα να εφαρμόσει η διοίκηση; Και με τι συνέπειες; «Σε αγροτικές περιοχές, η Κίνα έχει αρχίσει να συγχωνεύει σχολεία. Αλλά αυτό δεν είναι ποτέ εύκολο. Επί γενιές, τα σχολεία έχουν υπάρξει η ψυχή των χωριών, και όταν τα παιδιά φεύγουν, οι κοινότητες βλέπουν το μέλλον τους σε κίνδυνο. Έχουν υπάρξει σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή του μέτρου, κυρίως με τη μεταφορά των μαθητών, και σε κάποιες περιοχές οι συγχωνεύσεις έχουν παγώσει». Αυτά έγραφε το 2014 για το BBC ο Αντρέας Σλάιχερ, ειδικός σύμβουλος του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη, που βρέθηκε στην περιοχή.
Εκπαίδευση δύο ταχυτήτων
Το βρετανικό δίκτυο σημείωνε για τις εκπαιδευτικές ανισότητες στη χώρα, «οι μαθητές στη Σανγκάη έχουν τις υψηλότερες επιδόσεις στα διεθνή τεστ Πίζα. Αλλά ποια είναι η κατάσταση στην εκπαίδευση για τα παιδιά στις φτωχές αγροτικές περιοχές της Κίνας, μακριά από τις πόλεις;»
Μια -χαρακτηριστική- απάντηση έδινε ο Σλάιχερ. «Μόνο στη Σανγκάη δηλώνονται 1.000 αυτοκίνητα κάθε μέρα, τα οποία αγοράζονται από αυτούς που έχουν ανεβεί την κοινωνική σκάλα. Αλλά τι γίνεται με αυτά τα παιδιά που μένουν πίσω στις αγροτικές περιοχές ή στα βουνά;».
Μερικά στοιχεία για την τύχη τους είχε η οργάνωση UNICEF, το 2013. «Ενώ η φτώχια στα αστικά κέντρα μεγαλώνει, τα πιο φτωχά και χωρίς προνόμια παιδιά της Κίνας ζουν, σε δυσανάλογα νούμερα, σε αγροτικές περιοχές και περιοχές με εθνικές μειονότητες.»
«Από τα 10 εκατομμύρια παιδιών της Κίνας, ηλικίας 7-14 χρόνων, που είναι εκτός εκπαίδευσης, το 65% ζουν σε αγροτικές περιοχές. Το ποσοστό σχολικής παρακολούθησης γυμνασίου για τα παιδιά των αγροτικών περιοχών είναι 60%. Ένας κρίσιμος παράγοντας που μεγεθύνει αυτές τις διαφορές είναι το σημαντικό χάσμα στην τοπική δημόσια χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών στις αγροτικές περιοχές, το οποίο έχει τεράστιες συνέπειες στην επιβίωση και την ανάπτυξη των παιδιών.»
Η σχολική εγκατάλειψη στις φτωχές επαρχίες
Στο σχολείο Ρουτόνγκ, οι μαθητές κουβαλούν στα χέρια καρέκλες που έχουν προσφέρει εθελοντές. Το αν και για πόσο θα συνεχίσουν την εκπαίδευση, κανείς δεν το γνωρίζει.
[blocktext align=”left”]70 εκατομμύρια παιδιά έχουν «αφεθεί πίσω» σε αγροτικές περιοχές από γονείς που μεταναστεύουν σε αστικά κέντρα για να δουλέψουν[/blocktext]Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έγραφε ο Economist, η σχολική εγκατάλειψη είναι μεγάλη. Σε τέσσερις επαρχίες που μελετήθηκαν, κυμαίνεται από το ένα έκτο, μέχρι το 1/3 των μαθητών. «Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση -τα έξι χρόνια εκπαίδευσης πριν από το πανεπιστήμιο- στην Κίνα είναι υποχρεωτική από το 1986. Στις μεγάλες πόλεις παρατηρείται πλέον ότι οι περισσότεροι μαθητές τελειώνουν και την «ανώτατη δευτεροβάθμια εκπαίδευση», δηλαδή τα υπόλοιπα τρία χρόνια. Στην ύπαιθρο, όλο και περισσότεροι μαθητές αρχίζουν αυτές τις σπουδές. Αλλά όχι τόσο συχνά. Το 1990, μόλις το 7% των μαθητών το έκαναν. Τώρα, το κάνει το 1/3.»Τα «οικονομικά ορφανά»
[blocktext align=”right”]Το 60% των μεταναστών εργατών είναι συγκεντρωμένοι στις κατασκευές και την υφαντουργία. Οι μετανάστες εργάτες από την ύπαιθρο έγιναν “δομικό τμήμα” των βιομηχανικών εργατών – πηγή: ILO, στοιχεία 2009[/blocktext]Πολλά από αυτά τα παιδιά ζουν χωρίς τους γονείς τους. Είναι τα παιδιά που μένουν πίσω, όταν οι γονείς τους μετακινούνται στις πόλεις για να γίνουν εργάτες και να τους εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Τα θεωρούμε «οικονομικά ορφανά», έλεγε στο τέλος του Δεκεμβρίου η Τζένι Μπόουεν, επικεφαλής της αμερικανικής οργάνωσης OneSky στους Financial Times.Είναι τα παιδιά που «ορφάνεψαν» εξαιτίας του «θαύματος της οικονομικής ανάπτυξης» της Κίνας και της μεγαλύτερης εσωτερικής εργατικής μετανάστευσης στην ιστορία. Το τίμημα για την ανάδειξη της Κίνας σε «οικονομική υπερδύναμη», μαζί με τα μολυσμένα ποτάμια και την αιθαλομίχλη που πνίγει τις πόλεις.
«Πολλοί έφηβοι στην κινεζική ύπαιθρο δεν τελειώνουν το γυμνάσιο. Αυτό δεν προοιωνίζεται καλά πράγματα για το εργατικό δυναμικό», έγραφε στο άρθρο του ο Economist. Ένας αναγνώστης είχε άλλη γνώμη. Και σχολίαζε κάτω από το άρθρο. «Πολλά κορίτσια στην κινεζική ύπαιθρο δεν πηγαίνουν ποτέ στο σχολείο. Αυτό δεν προοιωνίζεται καλά πράγματα για τη χώρα». Και ίσως το «ορφάνεμα» εκατομμυρίων παιδιών να μην προοιωνίζεται καλά πράγματα για την κοινωνία. Και για τον κόσμο.
πηγές: China Today, Xinhuanet, ABC China, UNICEF, BBC, Economist, Financial Times, ILO (Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας)
φωτογραφίες: ΑΠΕ/ΜΠΕ
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος