Παρά τις εμπορικές απειλές και τους δασμούς, η Ουάσιγκτον έχει στην πραγματικότητα μια πολύ συνεπή πολιτική όσον αφορά τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας – θέλει να διασφαλίσει την παγκόσμια κυριαρχία τους. Και έχει ένα «στήριγμα» στην ΕΕ για να βοηθήσει σε αυτό.
Για τον Λευκό Οίκο, τα πρόσφατα πρόστιμα που επέβαλε η ΕΕ στους τεχνολογικούς γίγαντες Meta και Apple αποτελούν μια «νέα μορφή οικονομικού εκβιασμού», η οποία έχει σχεδιαστεί για να κλιμακώσει τις διατλαντικές εμπορικές εντάσεις και να επιβάλει ακόμη περισσότερους «μη εμπορικούς δασμούς» σε αμερικανικές εταιρείες.
Αλλά παρά την πρόθεση της ΕΕ να θέσει σε δεύτερη μοίρα την υπεράσπιση μιας κορυφαίας νομοθετικής πρωτοβουλίας – του Νόμου για τις Ψηφιακές Αγορές (DMA) -, η δυσάρεστη πολιτική πραγματικότητα είναι ότι η Κοινότητα δεν είναι ενωμένη όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των τεχνολογικών κολοσσών.
Και σε αυτήν την περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι η Γερμανία ή ακόμα και ο διαχρονικά συνήθης ύποπτος – ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν —, αλλά η Ιρλανδία.
Για πάνω από δύο δεκαετίες, η Ιρλανδία συνεργάζεται με αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας σε μια συνέργεια που έχει σχεδιαστεί σκόπιμα για να αποδυναμώσει τους τεχνολογικούς κανόνες της ΕΕ.
Μπορεί να είναι μια μικρή χώρα-μέλος, αλλά η εξάρτηση της Ιρλανδίας από τις αμερικανικές τεχνολογικές και φαρμακευτικές εταιρείες είναι απίστευτη. Η χώρα φιλοξενεί τα ευρωπαϊκά κεντρικά γραφεία πολλών τεχνολογικών κολοσσών, από τη Meta μέχρι τη Microsoft και πολλούς άλλους. Το Δουβλίνο διαθέτει απευθείας πτήσεις προς πάνω από 20 προορισμούς στις ΗΠΑ και είναι τέτοια η κλίμακα των ταξιδιών, που η Ιρλανδία παραμένει η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου βρίσκονται προεγκατεστημένα στα αεροδρόμιά της γραφεία μετανάστευσης και τελωνείων των ΗΠΑ.
Ο Δούρειος Ίππος των ΗΠΑ
Όσον αφορά την τεχνολογία, το Δουβλίνο μπορεί να θεωρηθεί ο Δούρειος Ίππος του Τραμπ. Σήμερα, περίπου το 15% του ιρλανδικού εργατικού δυναμικού — δηλαδή περίπου 400.000 άτομα — εργάζεται άμεσα ή έμμεσα για αμερικανικές εταιρείες. Σχεδόν το 30% των συνολικών φορολογικών εσόδων της Ιρλανδίας το 2023 προήλθε από εταιρικούς φόρους — σε σύγκριση με μόλις 6% στη Γερμανία και τη Γαλλία —, που σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από αμερικανικές τεχνολογικές και φαρμακευτικές εταιρείες.
Όπως σημειώνει το ανεξάρτητο Ιρλανδικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, χωρίς αυτά τα τεράστια φορολογικά έσοδα, η Ιρλανδία θα είχε σημαντικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό της κάθε χρόνο από τότε που το Δουβλίνο χρεοκόπησε για τελευταία φορά το 2010.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Ιρλανδός πρωθυπουργός απηύθυνε πρόσφατα έκκληση η απάντηση της Ευρώπης στην Ουάσιγκτον να είναι «μελετημένη και μετρημένη και η δράση να είναι αναλογική».
Η επακόλουθη υπόσχεση της Ιρλανδίας να «αντισταθεί» στους ψηφιακούς φόρους της ΕΕ οφείλεται, στην πραγματικότητα, στο φόβο που προκύπτει από την οικονομική της εξάρτηση από τις αμερικανικές εταιρείες, καθώς και στην πραγματικότητα της μακράς παράδοσης σύμπραξης με αυτές για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων έναντι των ευρωπαϊκών.
Αν οι Βρυξέλλες ενδιαφέρονται σοβαρά για τη διατήρηση της ακεραιότητας των τεχνολογικών κανόνων τους, πρέπει να επικεντρωθούν λιγότερο στην Ουάσιγκτον και περισσότερο στη εφαρμογή της ρύθμισης παρά τις αντιδράσεις του Δουβλίνου.
Είναι σαφές ότι η Ιρλανδία δεν θα γίνει ποτέ αξιόπιστος ρυθμιστής των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών στην Ευρώπη — η πολιτική της εγγύτητα με τη Σίλικον Βάλεϊ και η οικονομική της εξάρτηση το καθιστούν αδύνατο. Στην πραγματικότητα, η εξάρτηση της Ιρλανδίας από τις ΗΠΑ την καθιστά ιδανική για έναν Λευκό Οίκο που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις εταιρείες τεχνολογίας και κοινωνικής δικτύωσης ως μέρος ευρύτερων εμπορικών και πολιτιστικών συγκρούσεων.
Η αντίδραση της Ευρώπης
Αντίθετα, η ΕΕ χρειάζεται μια κεντρική υπηρεσία για την επιτήρηση όλων των ευρωπαϊκών τεχνολογικών νόμων, συμπεριλαμβανομένου του DMA και του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (GDPR). Χρειάζεται έναν φορέα που να ρυθμίζει τη λειτουργία των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ολόκληρη την ΕΕ, έναν θεσμό της ΕΕ που θα απομακρύνει την εθνική προκατάληψη από αποφάσεις πανευρωπαϊκής σημασίας.
Μια τέτοια κίνηση θα απελευθέρωνε το Δουβλίνο από τις αντίρροπες πιέσεις των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, καθώς και θα διασφάλιζε ότι καμία άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να αναπαράγει το ήπιο κανονιστικό του καθεστώς.
Ακόμη και οποιεσδήποτε μελλοντικές κινήσεις που θα μπορούσε να κάνει ο Τραμπ για να υπονομεύσει την ελκυστικότητα της Ιρλανδίας για τις αμερικανικές πολυεθνικές, θα γίνονταν αποδεκτές από το Δουβλίνο, καθώς θα οδηγούσαν σε μια χαμηλότερη μεν, αλλά πιο βιώσιμη πορεία ανάπτυξης για τη νησιωτική χώρα, η οποία μαστίζεται από την έλλειψη κατοικιών, τις ασταθείς δημόσιες υπηρεσίες και τις ανεπαρκείς φυσικές υποδομές.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η συντριπτική πλειοψηφία των υφιστάμενων αμερικανικών επενδύσεων στην Ιρλανδία δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σύντομα. Η Ιρλανδία είναι ισχυρά ενσωματωμένη στις αλυσίδες εφοδιασμού των ΗΠΑ κατά τρόπο που εκτείνεται πολύ πέρα από τον εκάστοτε πρόεδρο ή την ιδεολογία του.
Ευτυχώς για την Ευρώπη, υπάρχει ένα μοντέλο που ήδη εφαρμόζεται και μπορεί να το ακολουθήσει. Μετά την οικονομική κρίση του 2008, η εποπτεία σε πάνω από 100 από τις μεγαλύτερες τράπεζες που της ΕΕ μεταφέρθηκε από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το αποτέλεσμα; Παρά το Brexit, την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και το Trump 2.0, ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Ευρώπης είναι πλέον σταθερός, κερδοφόρος και θεωρείται από τους παγκόσμιους επενδυτές ως ασφαλές καταφύγιο. Τώρα ήρθε η ώρα να εφαρμοστεί αυτό το μοντέλο και στην τεχνολογία. Και η Ιρλανδία θα πρέπει να διαλέξει πλευρά.
Πηγή: POLITICO
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος