Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου
Σε έναν ορθολογικό κόσμο, η συζήτηση για τα μέτρα που ζητούνται από την Ελλάδα θα είχε απορριφθεί εξ αρχής, ως παράλογη και ανεδαφική.
Δυστυχώς, όμως, η λειτουργία της Ευρωζώνης περιφρονεί τη λογική και διαμορφώνεται από τις επιδιώξεις των ισχυρών και τις εκάστοτε πολιτικές επιδιώξεις τους.
Το αποτέλεσμα είναι η συζήτηση για τα ζητήματα που «καίνε» τη χώρα μας να διεξάγεται με βάση ένα πολιτικό θέατρο, που βασίζεται σε ανίερες συμμαχίες μεταξύ ΔΝΤ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τα προβλήματα να μετατίθενται σε μεταγενέστερο χρόνο και τα αδιέξοδα να ανακυκλώνονται.
Είναι ενδεικτικό ότι ζητείται σήμερα από την -ουσιαστικά πτωχευμένη- Ελλάδα να επιτυγχάνει κάθε χρόνο περίσσευμα στον προϋπολογισμό γύρω στα 6,5 δισ. ευρώ, για να πληρώνει τους τόκους ενός χρέους το οποίο χαρακτηρίζεται επισήμως μη βιώσιμο.
Το ποσό αυτό περίπου αντιστοιχεί σε πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, το οποίο πρέπει να επιτυγχάνεται για ένα μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα, η ακριβής διάρκεια του οποία μένει να καθοριστεί.
Τέτοιο ποσοστό πρωτογενών πλεονασμάτων δεν απαιτείται για σχεδόν καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια (με μόνη εξαίρεση την Ιταλία για ένα έτος), ενώ είναι βέβαιο ότι η προσπάθεια επίτευξής του στην Ελλάδα θα δημιουργήσει νέες υφεσιακές πιέσεις, τη στιγμή που το ζητούμενο είναι το ακριβώς αντίθετο, να ανακάμψει η οικονομία.
Οι δανειστές έχουν στριμώξει την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να αποδεχθεί τους στόχους αυτούς, αλλά η τελευταία βάζει ως προϋπόθεση να προσδιοριστούν ταυτόχρονα τα λεγόμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, βασιζόμενη στην ελπίδα ότι εάν ληφθούν ουσιαστικές αποφάσεις για το χρέος η οικονομία θα «γυρίσει» θετικά οπότε θα υπάρχουν προϋποθέσεις για να επιτευχθεί ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Επί της ουσίας, τόσο οι δανειστές όσο και η κυβέρνηση έχουν στην πίσω πλευρά του μυαλού τους ότι, σε κάθε περίπτωση το όλο ζήτημα θα επανεξεταστεί στο μέλλον, μετά την εφαρμογή των όποιων μέτρων για το χρέος, ενώ σε κάθε περίπτωση θα καταρτιστούν νέα μεσοπρόθεσμα προγράμματα στα οποία οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα πιθανόν να αναθεωρηθούν.
Παρά την αβεβαιότητα, όμως, που χαρακτηρίζει την όλη υπόθεση, οι δανειστές πιέζουν να νομοθετηθούν από τώρα σκληρά μέτρα (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου) για να είναι εγγυημένη η επίτευξη των υψηλών πλεονασμάτων μετά το 2018, με την πρόβλεψη ότι εάν οι στόχοι επιτυγχάνονται, τα συγκεκριμένα μέτρα δεν θα εφαρμόζονται.
Η κυβέρνηση προτείνει ένα αντίστροφο μηχανισμό, ο οποίος θα προβλέπει την ενεργοποίηση μέτρων εάν ο στόχος δεν επιτυγχάνεται, χωρίς όμως να νομοθετηθούν τα μέτρα από τώρα.
Και οι δύο προτάσεις κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα: Εάν ο προϋπολογισμός δεν εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα εφαρμόζονται μέτρα.
Η διαφορά, όμως, βρίσκεται στην πολιτική διαχείριση του ζητήματος και από τις δύο πλευρές.
Η μεν κυβέρνηση δεν θέλει να περάσει από τη Βουλή μέτρα τα οποία πιθανόν να μην εφαρμοστούν, ενώ ο Πολ Τόμσεν και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν θέλουν να χαλαρώσουν τον κλοιό που έχουν δημιουργήσει γύρω από την Ελλάδα, ο καθένας για τους δικούς τους λόγους.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος