Πως εξελίσσεται η Διεθνής Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα στο Σαρμ Ελ Σέιχ της Αιγύπτου; Ποια κρίσιμα ζητήματα συζητώνται σε μια ακόμη τέτοια Σύνοδο προκειμένου να μην τεθεί εντελώς εκτός ελέγχου η κλιματική αλλαγή τα επόμενα χρόνια;
Ποιοι ηγέτες προβαίνουν σε δραματικές δηλώσεις και ανακοινώνουν σχέδια και δεσμεύσεις για ανάσχεση του προβλήματος, αλλά στην πράξη στρέφονται σε λύσεις που περιέχουν πολλούς υδρογονάνθρακες και άλλες βλαβερές μορφές ενέργειας; H εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» παρακολούθησε το θέμα, με καλεσμένη τη Σάντυ Φαμελιάρη, υπεύθυνη προγραμμάτων για την κλιματική αλλαγή στο Ελληνικό Γραφείο της Greenpeace.
H Προϊστορία των Διεθνών Συμφωνιών για την κλιματική αλλαγή και των COP
Πριν λίγες βδομάδες έκλεισαν 30 χρόνια από την 1η Διεθνή Συμφωνία την Κλιματική Αλλαγή (Ρίο 1992) στην οποία είχαν τότε συμμετάσχει σχεδόν όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ. Ύστερα από λίγα χρόνια (1995) ξεκίνησε η διοργάνωση των «Conferences of the Parties» (COP). Ωστόσο, όλα αυτή την περίοδο τα πρακτικά αποτελέσματα ήταν λίγα, με εξαίρεση το Πρωτόκολλο του Κιότο (που εγκρίθηκε το 1997 αλλά άρχισε να εφαρμόζεται το 2005 με αμφιλεγόμενες οφέλειες) καθώς και την COP του Παρισιού το 2016. Κι αυτό γιατί εκεί τέθηκαν για πρώτη φορά συγκεκριμένοι στόχοι για την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη. Αυτοί προβλέπουν να παραμείνει η μέση αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας της Γης κάτω από το όριο του 1,5 °C ή να ελαχιστοποιηθεί η υπέρβασή του ώστε να διατηρηθεί αρκετά κάτω των 2 °C και να υπάρξουν αριθμητικοί στόχοι για τη μείωση των ρύπων που συμβάλλουν στο φαινόμενο. Όμως από τότε ελάχιστα έχουν υλοποιηθεί και συμπληρωθεί μέχρι και την περσινή COP26 της Γλασκόβης.
Οι ποσότητες ρύπων που εκλύονται και οι βαθμοί θερμοκρασίας που ανεβαίνουν
Στην έναρξη της COP27 ακούστηκε για ακόμη μια φορά ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες να χρησιμοποιεί «επικούς» χαρακτηρισμούς για να προειδοποιήσει τους εκπροσώπους των χωρών: «Η ανθρωπότητα έχει μία επιλογή: συνεργαστείτε ή εξαφανιστείτε». Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία των ίδιων των υπηρεσιών περιβάλλοντος των ΗΕ και άλλων αξιόπιστων διεθνών φορέων για την παρακολούθηση και καταγραφή του φαινομένου, ο χρόνος που χάθηκε και θα εξακολουθήσει να χάνεται εξαιτίας της απροθυμίας για πραγματικά ριζοσπαστικές πολιτικές κάνει πλέον το στόχο του 1,5 °C πρακτικά ανέφικτο. Σύμφωνα με την έκθεση του 2019 της Διακυβερνητικής Επιτροπής για το Κλίμα, προκειμένου να διατηρηθούν ζωντανές 50% πιθανότητες για αποφυγή υπερθέρμανσης άνω του 1,5 °C ως το 2050, θα έπρεπε να περιοριστούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε ισοδύναμα 2.890 δισεκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα. Μέχρι το 2019 είχαν ήδη εκπεμφθεί περίπου 2.390 δισεκατομμύρια τόνοι. Το 2019 είχε απομείνει ένα υπόλοιπο 500 δισεκατομμυρίων τόνων. Έκτοτε υπολογίζεται ότι εκπέμπονται περίπου 40 δισ. τόνοι ετησίως, ώστε απομένουν πλέον λιγότεροι από 400 δισ. τόνοι. Διαιρώντας αυτό το υπόλοιπο με τα 27 χρόνια που απομένουν, προκύπτει ότι για να επιτευχθεί ο στόχος –και μιλώντας μόνο για 50% πιθανότητες– θα πρέπει οι ετήσιες εκπομπές να μειωθούν από περίπου 40 σε περίπου 15 δισ. τόνους, που είναι επίδοση μάλλον πέρα από κάθε φαντασία. Έτσι, οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν βέβαιο πως το φράγμα του 1,5 °C έσπασε και ότι βαδίζουμε ακάθεκτοι στο να σπάσει και το φράγμα των 2 °C. Π.χ. κατά τη διάρκεια του 2022 οι εκπομπές καυσαερίων του θερμοκηπίου αναμένεται να παρουσιάσουν ρεκόρ και να φτάσουν τα 36,6 δις. τόνους, αριθμός που αποτελεί αύξηση 1% σε σχέση με το 2021 και θα είναι κατά τι μεγαλύτερος από το μέχρι τώρα υψηλότερο επίπεδο που είχε σημειωθεί το 2019. Επομένως, η διαδικασία των μη αναστρέψιμων κλιματικών καταστροφών θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως έχει εκκινήσει.
Η συμβολή των χωρών και των περιοχών του πλανήτη στο πρόβλημα-Οι παρουσίες ηγετών στο Σαρμ ελ Σέιχ και οι δεσμεύσεις τους
Οι χώρες και ομάδες κρατών που έχουν τις μεγαλύτερες εκπομπές είναι κατά σειράν: Κίνα 32%, ΗΠΑ 14%, ΕΕ 8% (με τάση μείωσης), Ινδία 8%. Από τους κορυφαίους κλιματικούς ρυπαντές (συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας), μόνο οι ΗΠΑ ήταν παρούσες στη Σύνοδο σε επίπεδο κορυφής, με το Πρόεδρο Μπάιντεν, να διαβεβαιώνει πως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα επιτύχουν τους στόχους για τις εκπομπές έως το 2030. Μεταξύ των σημαντικών δηλώσεων ήταν επίσης εκείνες του νεοεκλεγέντα Προέδρου της Βραζιλίας Λούλα για ριζική αλλαγή των πολιτικών της χώρας του σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του δάσους του Αμαζονίου. Επίσης, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία και η Ιρλανδία ήταν από τις λίγες χώρες που δήλωσαν διατεθειμένες να συμβάλουν στους μηχανισμούς ενίσχυσης των φτωχότερων χωρών για τήρηση των κλιματικών στόχων. Ωστόσο, αποτελεί ερώτημα αν οι πολιτικές παρουσίες στην COP27 και ιδίως οι δηλώσεις και δεσμεύσεις μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικές.
Το λιγότερο γνωστό πρόβλημα με το μεθάνιο
Στη τελευταία COP26 είχε γίνει ειδική μνεία στην αντιμετώπιση του προβλήματος των εκπομπών μεθανίου (CH4), που είναι μια λιγότερο γνωστή παράμετρος της υπερθέρμανσης της ατμόσφαιρας, μια και το CH4 έχει ικανότητα παγίδευσης της ηλιακής ακτινοβολίας 25 φορές ισχυρότερη από το CO2. Ωστόσο η διάρκεια ζωής του είναι πολύ βραχύτερη του CO2 (12 χρόνια έναντι πολλών αιώνων), γεγονός που μπορεί να φέρει γρήγορα αποτελέσματα βελτίωσης αν ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα ιδιαίτερα στην πετροχημική βιομηχανία και την γεωργία, που είναι οι κύριοι τομείς τεχνητών εκπομπών μεθανίου. Στη Γλασκόβη είχε διατυπωθεί η βούληση μείωσης των εκπομπών CH4 σε ποσοστό τουλάχιστον 30% μέχρι το 2030, κάτι που υπολογίζεται πως θα συνέβαλε στη μείωση της υπερθέρμανσης της Γης κατά 0,2°C μέχρι το 2050. Η δέσμευση αυτή έχει μέχρι σήμερα υπογραφεί από 130 χώρες, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όχι και της Ρωσίας. Το σοβαρό αυτό θέμα πρόκειται να απασχολήσει και την COP27.
Η σχέση της κλιματικής αλλαγή και με τους τρόπους παραγωγής, αλλά και καταναλωτικών συνηθειών
Η συνειδητοποίηση πριν 30 χρόνια από την ανθρωπότητα του προβλήματος της υπερθέρμανσης του πλανήτη και των συνεπειών της στην κλιματική αλλαγή, καθώς και η διατύπωση διάθεσης να υπάρξει δράση για την αντιμετώπιση του ζητήματος, αντιμετώπισε μέχρι τώρα 2 μεγάλα εμπόδια: Πρώτον, την ταυτόχρονη απελευθέρωση –από τις αρχές του ’90- των διεθνών αγορών και του παγκοσμίου εμπορίου, που εκτίναξαν την παραγωγή και κατανάλωση στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, με μεγάλη αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου. Δεύτερον, την αντιμετώπιση του θέματος της υπερθέρμανσης της ατμόσφαιρας -και κατά συνέπεια της κλιματικής αλλαγής- ως ενός ειδικού προβλήματος, για οποίο αρκούν μόνον ορισμένα τεχνικής φύσεως μέτρα, κατά το πρότυπο της αντιμετώπισης της τρύπας του όζοντος. Έτσι, το πολιτικό σύστημα, τα περισσότερα ΜΜΕ και ιδίως το ευρύ κοινό δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται τις ευρύτατες αλλαγές που απαιτούνται στην παραγωγή, αλλά και στην κατανάλωση και τον τρόπο ζωής για την διατήρηση ελεγχόμενων καταστάσεων ως προς την υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή στις δεκαετίες που έρχονται. Τώρα, η οικονομική και ενεργειακή κρίση (που μόνον μερικώς οφείλονται στον πόλεμο στην Ουκρανία) μοιάζουν να δίνουν τη «χαριστική βολή» με την επιστροφή στον άνθρακα, τον οργασμό νέων εξορύξεων, αλλά και την αναβίωση της πυρηνικής ενέργειας. Και τα κρίσιμα προς απάντηση ζητήματα είναι τι δυνατότητες υπάρχουν για αλλάξουν αυτές οι τάσεις, αλλά και πόσο είναι εφικτό η εναλλακτική λύση, που αποτελεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ, να καλύψει σχετικά γρήγορα και οικονομικά τις ενεργειακές ανάγκες μας.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος