Χέρια μεταναστών έχτισαν το Brunswick και το Coburg: Η ιστορία των Ελλήνων

*Του Θεμιστοκλή Κρητικάκου

Στα εσωτερικά βόρεια προάστια της Μελβούρνης, το Brunswick οικοδομήθηκε από μεταναστευτική εργασία, σε μεγάλο βαθμό ελληνική. Στα πλινθοποιεία, στα υφαντουργεία, στα βυρσοδεψία και σε άλλους βιομηχανικούς χώρους, οι μετανάστες στήριξαν τη μεταπολεμική ανάπτυξη της Μελβούρνης.

Τα χέρια αυτά έχτισαν κάτι περισσότερο από μια οικονομία. Δημιούργησαν εκκλησίες, επιχειρήσεις και θεσμούς που θεμελίωσαν την κοινοτική ζωή διαγενεακά.

Αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι μόνο αν αυτή η ιστορία αναγνωρίζεται, αλλά αν ο δημόσιος και κοινωνικός χώρος που διαμορφώθηκε μέσα από αυτή την εργασία συνεχίζει να διατηρείται.

Χέρια μεταναστών έχτισαν το Brunswick και το Coburg: Η ιστορία των Ελλήνων

Το ερώτημα είναι αν οι υλικές συνθήκες που αποτέλεσαν τον πυρήνα της πολυπολιτισμικότητας, επιτρέποντας τη συμμετοχή, τη συμβολή και την κοινοτική ζωή, μπορούν να αντέξουν καθώς αλλάζουν τα δημογραφικά δεδομένα και οι προτεραιότητες του αστικού σχεδιασμού.

Πολύ πριν το Brunswick εξελιχθεί σε ένα περιζήτητο εσωτερικό προάστιο με καφέ, μπουτίκ και γκαλερί, το τοπίο του καθοριζόταν από εργοστάσια. Καμινάδες κυριαρχούσαν στον ορίζοντα, σκόνη κάλυπτε τα σπίτια και χημικές οσμές διαχεόταν στα στενά.

Οι μετανάστες επέστρεφαν από πολύωρες βάρδιες σε ασφυκτικά ξύλινα σπίτια, όπου συχνά συνυπήρχαν πολλές οικογένειες για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Για χιλιάδες Έλληνες μετανάστες που έφτασαν τη δεκαετία του 1950 και του 1960, το Brunswick αποτέλεσε έναν τόπο όπου μπορούσε να χτιστεί ένα μέλλον σχεδόν από το μηδέν. Εδώ ξεκινά η ελληνική ιστορία του εσωτερικού βορρά της Μελβούρνης.

Χέρια μεταναστών έχτισαν το Brunswick και το Coburg: Η ιστορία των Ελλήνων

ΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ BRUNSWICK

Πριν από τη βρετανική αποικιοκρατία, το Brunswick και το Coburg αποτελούσαν μέρος της γης των ιθαγενών Wurundjeri Woi-wurrung της Kulin Nation, η οποία είχε διαμορφωθεί από καθιερωμένα πρότυπα χρήσης της γης, μετακίνησης και διαχείρισης των φυσικών πόρων πριν από την αποικιακή εγκατάσταση του 19ου αιώνα και τη βιομηχανοποίηση.

Η μεταπολεμική ελληνική μετανάστευση αντανακλούσε τις δυσκολίες στη Νότια Ευρώπη και τη ζήτηση της Αυστραλίας για εργατικά χέρια. Από τη δεκαετία του 1950, χιλιάδες εργάτες από τη Νότια Ευρώπη έφτασαν στα εσωτερικά βόρεια της Μελβούρνης.

Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν δίπλα σε Ιταλούς, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τη Σικελία και την Καλαβρία, καθώς και σε μετανάστες από τη Μάλτα και τη Γιουγκοσλαβία.

Χέρια μεταναστών έχτισαν το Brunswick και το Coburg: Η ιστορία των Ελλήνων

Στους χώρους εργασίας, η φράση una faccia, una razza («ένα πρόσωπο, μία φυλή») χρησιμοποιούνταν συχνά με χιούμορ ανάμεσα σε Ιταλούς και Έλληνες εργάτες για να εκφράσει κοινές ιστορίες και εμπειρίες που σφυρηλατήθηκαν μέσα από την εργασία, τις δυσκολίες και τον ξεριζωμό.

Μέχρι τη δεκαετία του 1970, το Brunswick θεωρούνταν ένα από τα βασικά ελληνικά προάστια της Αυστραλίας. Οι Έλληνες αποτελούσαν μία από τις πιο δυναμικές και αναγνωρίσιμες κοινότητες, ανοίγοντας πολλές μικρές επιχειρήσεις που στήριζαν την καθημερινή ζωή.

Η ελληνική γλώσσα ακουγόταν στους δρόμους και στα καταστήματα και η περιοχή αναφερόταν ανεπίσημα ως το «Μικρό Παρίσι των Ελλήνων».

Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετανάστες από την Τουρκία και τον Λίβανο, ενώ ακολούθησαν εργάτες από το Βιετνάμ. Η μεταπολεμική μετανάστευση διαμόρφωσε τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα προαστίων όπως το Brunswick και το Coburg.

Ιστορικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι στο Brunswick λειτούργησαν πάνω από 100 εργοστάσια, στα οποία απασχολούνταν περισσότεροι από χίλιοι εργαζόμενοι. Η πλειονότητα ήταν μετανάστες, πολλοί από αυτούς Έλληνες.

Οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν εκμετάλλευση, διακρίσεις, καθώς και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους από τη βιομηχανική εργασία, όπως αναπνευστικά προβλήματα, βλάβες στη σπονδυλική στήλη και στις αρθρώσεις, κακώσεις από επαναλαμβανόμενες κινήσεις και απώλεια ακοής.

Η ζέστη, η σκόνη, τα χημικά, οι αιωρούμενες ίνες, τα επικίνδυνα μηχανήματα και η μονότονη εργασία ήταν καθημερινή πραγματικότητα για εργαζόμενους με περιορισμένη γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Οι μετανάστριες αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της κλωστοϋφαντουργίας στο Brunswick. Από τα μεταπολεμικά χρόνια έως και την παρακμή του κλάδου τη δεκαετία του 1980, τα εργοστάσια της περιοχής στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην εργασία τους.

Στα τέλη Νοεμβρίου 1981, τριακόσιες εργαζόμενες στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Kortex, οι περισσότερες μετανάστριες με περιορισμένη γνώση αγγλικών, εγκατέλειψαν τη δουλειά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους χαμηλούς μισθούς και τις δύσκολες συνθήκες.

Για πάνω από μία εβδομάδα διατήρησαν την απεργία και πέτυχαν βελτιώσεις στις αποδοχές και την αναγνώριση της εργασίας τους. Χρόνια αργότερα διαμαρτυρήθηκαν ξανά, αυτή τη φορά απέναντι στην επικείμενη μεταφορά της παραγωγής στο εξωτερικό.

Οι κινητοποιήσεις αυτές ανέτρεψαν στερεότυπα που παρουσίαζαν τις μετανάστριες ως παθητικές και παραμένουν καθοριστικές στιγμές στην εργατική ιστορία του Brunswick.

Χέρια μεταναστών έχτισαν το Brunswick και το Coburg: Η ιστορία των Ελλήνων

ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΖΩΕΣ, ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

Η ελληνική παρουσία στην περιοχή κρατά εδώ και περισσότερα από εξήντα χρόνια. Ο πατέρας μου ξεκίνησε να εργάζεται σε ηλικία δώδεκα ετών σε αγροτικές δουλειές στο χωριό του, το Έλος, κοντά στη Σπάρτη, και αργότερα ως κουρέας τα βράδια.

Μετά τη μετανάστευση εργάστηκε σε βυρσοδεψείο στο Brunswick και στη συνέχεια, για εξήντα χρόνια, ως κουρέας, ανοίγοντας το δικό του κουρείο στη Sydney Road. Το κουρείο δεν ήταν μόνο χώρος δουλειάς, αλλά και χώρος κοινωνικής ζωής, όπου ανταλλάσσονταν νέα, διατηρούνταν επαφές και ξεδιπλωνόταν η καθημερινή ζωή της κοινότητας.

Ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου, πρώην ναυτικός από το Καστελλόριζο, εργάστηκε στα πλινθοποιεία του Brunswick. Όπως πολλοί εργάτες της γενιάς του, το σωματικό κόστος της βαριάς δουλειάς τον ακολούθησε και στα επόμενα χρόνια της ζωής του.

Η μητέρα μου άφησε το Καστελλόριζο, το διαμάντι των Δωδεκανήσων. Εργάστηκε σε κλωστοϋφαντουργεία, ανάμεσά τους και στο Kortex, δίπλα σε Ελληνίδες, Ιταλίδες, Τουρκάλες, Λιβανέζες και Βιετναμέζες. Για τις μετανάστριες, η δουλειά σήμαινε ατελείωτες ώρες σε μηχανές υψηλής ταχύτητας και συνεχή επανάληψη, ενώ παράλληλα είχαν και την ευθύνη του σπιτιού, της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας της ευρύτερης οικογένειας.

Οι γονείς μου συναντήθηκαν για πρώτη φορά στα σκαλιά του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου στο Brunswick το 1969, όπου παντρεύτηκαν λίγο αργότερα και έζησαν σημαντικές οικογενειακές στιγμές, όπως βαπτίσεις.

Χέρια μεταναστών έχτισαν το Brunswick και το Coburg: Η ιστορία των Ελλήνων

Οι εκκλησίες έδιναν ρυθμό στη μεταναστευτική ζωή μέσα από βαπτίσεις, γάμους, κηδείες και μνημόσυνα, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώροι όπου κυκλοφορούσαν η παρηγοριά, η ενημέρωση και η ανθρώπινη επαφή.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι βραδιές ρεμπέτικου στο Retreat Hotel, με την “Απόδημη Κομπανία” κάθε Παρασκευή και Κυριακή, αποτέλεσαν έναν σημαντικό χώρο πολιτισμικής μετάδοσης και τοπικής αναβίωσης της μουσικής.

Έλληνες μετανάστες συναντιούνταν με νεότερους Ελληνοαυστραλούς που ανακάλυπταν το ρεμπέτικο ως στοιχείο ταυτότητας και αυθεντικότητας. Οι συναντήσεις αυτές προσέλκυαν επίσης πολλούς μη Έλληνες Αυστραλούς, κατοίκους της περιοχής, μουσικούς και φοιτητές, αποτυπώνοντας το πολυπολιτισμικό περιβάλλον του Brunswick και διατηρώντας ζωντανούς δεσμούς ανάμεσα σε διαφορετικές εθνοτικές και γενεακές ομάδες.

Η περιοχή φιλοξενεί εδώ και δεκαετίες λακωνικούς, κρητικούς και ποντιακούς συλλόγους. Η Πλατεία Σπάρτης (Sparta Place), με το επιβλητικό χάλκινο άγαλμα του βασιλιά Λεωνίδα, αποτυπώνει την ιστορική λακωνική παρουσία.

Το Coburg, αντίστοιχα, φιλοξενεί συλλόγους Καστοριανών και Καλύμνιων, με τον δρόμο των Καστοριανών (Kastoria Lane) να λειτουργεί ως ονομαστική υπενθύμιση αυτής της κληρονομιάς.

ΠΙΣΤΗ, ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ

Οι Ελληνορθόδοξες εκκλησίες στο Brunswick και στο Coburg έγιναν κεντρικά σημεία της καθημερινής ζωής των μεταπολεμικών μεταναστών. Ήταν εκκλησίες, αλλά και χώροι που κρατούσαν δεμένη την κοινότητα.

Η ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου στο Brunswick ξεκίνησε το 1959 και η πρώτη Θεία Λειτουργία τελέστηκε το 1962. Το 1969 ιδρύθηκε στο Brunswick ο Ιερός Ναός Αγίου Ελευθερίου. Στο γειτονικό Coburg, ο Ιερός Ναός της Υπαπαντής του Κυρίου ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Μαζί, οι εκκλησίες αυτές κράτησαν ζωντανό τον ελληνισμό στον εσωτερικό βορρά της Μελβούρνης για πολλές δεκαετίες.

Χέρια μεταναστών έχτισαν το Brunswick και το Coburg: Η ιστορία των Ελλήνων

Οι εκκλησίες στήριξαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, προγράμματα για νέους και ηλικιωμένους, κοινωνική βοήθεια, μνημόσυνα και ποιμαντική φροντίδα, καθώς και γάμους, βαπτίσεις και κηδείες. Παράλληλα, κάλυψαν ανάγκες στην εκπαίδευση και την κοινωνική στήριξη που το κράτος δεν παρείχε ακόμη με οργανωμένο τρόπο.

Οι ενορίες λειτουργούν καθημερινά και παραμένουν ζωντανοί χώροι πίστης και κοινότητας. Στον Ιερό Ναό της Υπαπαντής του Κυρίου στο Coburg, χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν κάθε εβδομάδα σε θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, κοινοτικές και κοινωνικές δράσεις.

Μέσα από πρωτοβουλίες όπως ο Άρτος (Our Daily Bread), η ενορία στηρίζει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και περισσότερες από 250 οικογένειες κάθε εβδομάδα.

Αντίστοιχα, ο Ιερός Ναός Αγίου Βασιλείου παραμένει ιδιαίτερα δραστήριος, με δράση σε όλη τη διάρκεια του χρόνου σε θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό επίπεδο.

ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ: ΠΡΟΣΒΑΣΗ, ΣΥΜΒΟΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Στο Brunswick, η προτεινόμενη επέκταση πάρκου θα οδηγήσει στην πλήρη κατάργηση του χώρου στάθμευσης κοντά στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου. Ο χώρος αυτός είναι απαραίτητος για ηλικιωμένους ενορίτες, άτομα με κινητικές δυσκολίες, φροντιστές και οικογένειες.

Στο Coburg, οι πιέσεις εμφανίζονται με διαφορετικό τρόπο, μέσω μιας προτεινόμενης οκταώροφης οικοδομής απέναντι από την εκκλησία. Η ανάπτυξη αυτή θα περιορίσει τη δυνατότητα της ενορίας της Υπαπαντής του Κυρίου, μιας ιδιαίτερα δραστήριας ενορίας, να συνεχίσει τις καθημερινές εκπαιδευτικές, κοινωνικές, ποιμαντικές και λειτουργικές δραστηριότητες που προσφέρει εδώ και χρόνια.

Η τυπική πρόσβαση δεν ταυτίζεται πάντα με την ουσιαστική πρόσβαση. Η απόσταση, οι ανηφόρες, ο διαθέσιμος χρόνος και οι σωματικές δυνατότητες καθορίζουν ποιος μπορεί να συμμετέχει πραγματικά.

Για μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, η κυκλοφορία και η στάθμευση στους δρόμους ρυθμίζονταν άτυπα με βάση τις ανάγκες της εκκλησίας και της κοινότητας. Υπήρχε μια ευρύτερη κατανόηση ότι οι εκκλησίες λειτουργούσαν και ως χώροι ανοιχτοί στο κοινό.

Πολύ πριν ο πολυπολιτισμός ενταχθεί σε επίσημες πολιτικές, οι εκκλησίες στήριζαν ανθρώπους που εργάζονταν σε βαριές βιομηχανικές δουλειές, αντιμετώπιζαν γλωσσικές δυσκολίες και προσπαθούσαν να σταθούν σε μια νέα χώρα. Αυτόν τον ρόλο συνεχίζουν να επιτελούν μέχρι σήμερα, μέσα από τη συνέχεια των γενεών.

Καθώς τα εσωτερικά προάστια γνώρισαν εκβιομηχάνιση, παρακμή και αργότερα αλλαγή χαρακτήρα, παλιοί θεσμοί και οι κοινότητες που τους στήριζαν βρέθηκαν επανειλημμένα υπό πίεση.

Πολλοί ενορίτες αντιμετωπίζουν σήμερα κινητικά προβλήματα που συνδέονται άμεσα με δεκαετίες σκληρής σωματικής εργασίας στη βιομηχανία που στήριξε την αυστραλιανή οικονομία. Για τον λόγο αυτό, η συμμετοχή τους εξαρτάται συχνά από εύκολη πρόσβαση, κατάλληλες υποδομές και τη βοήθεια της οικογένειας.

Οι Έλληνες μετανάστες που εργάστηκαν σε αυτά τα προάστια πλήρωσαν δημοτικά τέλη και φόρους και συνέβαλαν στη δημιουργία δρόμων, πεζοδρομίων και βασικών υποδομών.

Οι υποδομές αυτές αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν αργότερα οι περιοχές του εσωτερικού βορρά. Η δημόσια γη, οι δρόμοι και οι χώροι στάθμευσης δεν συνιστούν προνόμια, αλλά βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή και συλλογική ανταπόδοση μιας μακρόχρονης προσφοράς.

Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι αν ο δημόσιος χώρος εξυπηρετεί μία συγκεκριμένη ομάδα, αλλά αν συνεχίζει να στηρίζει τις λειτουργίες που ιστορικά κατέστησε δυνατές.

Τα στοιχεία της απογραφής δείχνουν ότι η ελληνική παρουσία παραμένει σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής σύνθεσης του Δήμου Merri-bek. Το 2021, το 5,9% των κατοίκων δήλωσε ελληνική καταγωγή και περίπου το 4% μιλούσε ελληνικά στο σπίτι, με μεγαλύτερη συγκέντρωση σε περιοχές του Brunswick και του Coburg.

Τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν όσους επιστρέφουν από άλλες περιοχές για εκκλησιασμό, εθελοντική προσφορά, φροντίδα ηλικιωμένων ή σημαντικές οικογενειακές στιγμές. Οι ορθόδοξες Ενορίες συνεχίζουν έτσι να λειτουργούν ως σημεία αναφοράς για πολλές γενιές.

Η συμπερίληψη και ο πολυπολιτισμός δεν αποτυπώνονται μόνο σε διακηρύξεις ή συμβολικές αναγνωρίσεις. Κρίνονται στην πράξη, από το αν οι κοινότητες μπορούν να συμμετέχουν στην καθημερινή ζωή και να στηρίζουν τους θεσμούς που συγκρότησαν την κοινωνική και δημόσια παρουσία τους.

Όταν οι αποφάσεις στον σχεδιασμό περιορίζουν τη συμμετοχή ηλικιωμένων, ατόμων με κινητικές δυσκολίες ή κοινοτήτων με βαθιές ρίζες, η συμπερίληψη κινδυνεύει να παραμείνει διακήρυξη και όχι βίωμα.

Ο μελλοντικός σχεδιασμός που αγνοεί τη συμβολή των μεταναστευτικών κοινοτήτων δεν οδηγεί μόνο στη λήθη. Οδηγεί σταδιακά σε απώλεια. Όταν αποσύρονται, βήμα προς βήμα, οι συνθήκες που επιτρέπουν στους θεσμούς να λειτουργούν, η φθορά δεν προκύπτει από πρόθεση αλλά από συσσώρευση, υπονομεύοντας την ποικιλομορφία και τη συνοχή που βρίσκονται στον πυρήνα της πολυπολιτισμικής Αυστραλίας.

Η ιστορία της ελληνικής κοινότητας στο Brunswick και στο Coburg είναι η ιστορία χεριών που δούλεψαν σκληρά στα εργοστάσια, διατήρησαν μικρές επιχειρήσεις και ίδρυσαν εκκλησίες. Είναι η ιστορία μεταναστών που σήμερα είναι Αυστραλοί και οι οποίοι πρόσφεραν ανεκτίμητα στην πόλη γύρω τους.

Τα πεζοδρόμια της οδού Staley, που οδηγούν στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου, και της οδού Victoria, που οδηγούν στον Ιερό Ναό της Υπαπαντής του Κυρίου, είναι μόνιμα σημαδεμένα από τα βήματα εκείνων που συνέβαλαν στο χτίσιμο αυτών των προαστίων με δουλειά δεκαετιών και, στη συνέχεια, από τα βήματα των απογόνων τους.

Τα βήματα αυτά χαράχτηκαν σε στιγμές χαράς και σε στιγμές πένθους, καθώς οικογένειες συγκεντρώνονταν για βαπτίσεις, γάμους, γιορτές και εορτασμούς του Πάσχα και επέστρεφαν για κηδείες, μνημόσυνα και συλλογικό πένθος.

Οι δρόμοι αυτοί στήριξαν ανθρώπους στις πιο δυνατές αλλά και στις πιο ευάλωτες στιγμές της ζωής τους, συνδέοντας ανθρώπους σε κοινότητα από γενιά σε γενιά.

Τα ίχνη της εργασίας, της πίστης, της οικογένειας και της κοινότητας παραμένουν βαθιά ενσωματωμένα σε αυτά τα προάστια. Οι απόγονοι των μεταναστών συνεχίζουν να περπατούν στους ίδιους δρόμους, με τη βεβαιότητα ότι η παρουσία τους εδώ είναι υφασμένη μέσα στην ίδια τη διαμόρφωση αυτών των περιοχών.

*Ο Δρ. Θεμιστοκλής Κρητικάκος είναι Ελληνοαυστραλός ιστορικός και συγγραφέας. Κατέχει διδακτορικό στην Ιστορία από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Το επερχόμενο βιβλίο του «Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων στην Αυστραλία του Εικοστού Πρώτου Αιώνα», θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό οίκο Palgrave Macmillan τον Ιανουάριο του 2026.

Πηγή: Νέος Κόσμος

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος