Λ. Διβάνη και Ν. Παναγιωτόπουλος στο Πρώτο: Τα παιδιά που διαβάζουν βιβλία έχουν σοβαρό πλεονέκτημα αργότερα στην αγορά εργασίας (audio)

Μια από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν γίνει για το βιβλίο θα βρίσκεται από σήμερα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Η έρευνα με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα» διενεργήθηκε ύστερα από πρωτοβουλία και με χρηματοδότηση του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ) και έρχεται όχι μόνο να επικαιροποιήσει τη γνώση μετά την τελευταία που είχε γίνει προ 12ετίας από το ΕΚΕΒΙ, αλλά κάνει ένα βήμα παραπέρα.  Αφενός εξηγεί την κατάσταση αφετέρου προσφέρει μια σειρά από προτάσεις πολιτικής ως προς τη βελτίωση της σχέσης των Ελλήνων με την ανάγνωση. Η έρευνα λοιπόν αυτή για πρώτη φορά είναι διττής μορφής, είναι ποσοτική και ποιοτική. Η ποσοτική της διάσταση διενεργήθηκε από την Metron Analysis και η ποιοτική από τον επιστημονικό διευθυντή της έρευνας, Νίκο Παναγιωτόπουλο, καθηγητή Κοινωνιολογία στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Για πρώτη φορά έχουμε μια δουλειά η οποία αξιώνει να καταγράψει ποια είναι η σχέση των ελλήνων πολιτών με την ανάγνωση, να καταγράψει τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται μέσα σε αυτή την κατάσταση, να τις εξηγήσει, να προτείνει μια σειρά από προτάσεις και να τις θέσει στη δημόσια συζήτηση» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παναγιωτόπουλος, καλεσμένος στο στούντιο του Πρώτου Προγράμματος 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Καθρέφτης» με τον Χρήστο Μιχαηλίδη. Αυτός είναι ο στόχος της έρευνας και της παρουσίασης των αποτελεσμάτων της, που θα πραγματοποιηθεί την προσεχή Τρίτη στο Ωδείο Αθηνών και την οποία μπορεί να παρακολουθήσει όποιος επιθυμεί και μέσω διαδικτύου.

Στη διάρκεια της εκδήλωσης θα ακολουθήσει συζήτηση, στην οποία θα συμμετάσχει η συγγραφέας και τ. καθηγήτρια στην Νομική Σχολή Αθηνών, Λένα Διβάνη, επίσης καλεσμένη στο στούντιο του Πρώτου Προγράμματος και στην ίδια εκπομπή.

«Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο ελληνικός πληθυσμός τριχοτομείται, δηλαδή έχουμε ένα 35% το οποίο δεν διαβάζει, υπάρχει ένα 34% το οποίο είναι ο ευκαιριακός αναγνώστης και υπάρχει και ένα 31% που είναι συστηματικοί. Αυτό το φαινόμενο είναι τεράστιας σημασίας, διότι η εξάλειψη του αναλφαβητισμού υποκρύπτει ένα άλλο φαινόμενο, του μη εγγραμματισμού, δηλαδή το ότι μπορείς να διαβάσεις δεν σημαίνει και ότι διαβάζεις» επισήμανε ο κ. Παναγιωτόπουλος.

«Είναι ουσιαστικά πάνω από ένα τρίτο που δεν διαβάζει, είναι σημαντικό. Η αύξηση της αναγνωσιμότητας, η αύξηση της οικειότητας των ανθρώπων με την ανάγνωση τελικά έχει ως αποτέλεσμα την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Αυτό πρέπει να γίνει πάρα πολύ σαφές. Δηλαδή, όσο το πολιτισμικό κεφάλαιο των πολιτών αυξάνει, αυξάνεται το εθνικό πολιτισμικό κεφάλαιο και άρα αυτό είναι ένας πυλώνας ανάπτυξης. Είναι ένα εθνικό διακύβευμα το να υπάρξει μια πολιτική ευαισθητοποίηση, μια πολιτική εκδημοκρατισμού της φιλαναγνωσίας» συμπλήρωσε ο επιστημονικός διευθυντής της έρευνας.

«Το να διαβάζεις δεν είναι ένα σημάδι ότι είσαι φοβερός τύπος και πολύ ψαγμένος. Τα παιδιά που διαβάζουν, μεγαλώνουν και παίρνουν τις καλύτερες δουλειές. Αυτό είναι το θέμα. Αν το παιδί σου διαβάζει, θα έχει πολύ καλύτερη εξέλιξη στο μέλλον» προσέθεσε η κ. Διβάνη.

«Όταν κάποιος έχει από την παιδική του ηλικία μια πολύ καλή εξοικείωση με το βιβλίο, αυτό του επιτρέπει να έχει μια καλή σχολική επίδοση και η καλή σχολική επίδοση συμβάλλει στην επιμήκυνση της φοίτησης και η επιμήκυνση της φοίτησης τον οδηγεί στις σπάνιες κοινωνικές θέσεις» ανέφερε ο κ. Παναγιωτόπουλος. «Κατά συνέπεια, επειδή ζούμε σε ένα περιβάλλον τεχνοκρατικό και οτιδήποτε άλλο ιδεαλιστικό είναι απαξιωμένο, θα πρέπει αυτοί που τεχνοκρατικά ασχολούνται με τον πολιτισμό και με τη διάσταση της ανάγνωσης να καταλάβουν ότι είναι ένα οικονομικό μέγεθος τελικά και θα πρέπει να το υποστηρίξουν» υπογράμμισε.

«Με λίγα λόγια, ποιοι διαβάζουν;, Οι τακτικοί αναγνώστες, αυτοί που διάβαζαν οι γονείς τους, αυτοί που διάβαζαν οι παππούδες τους, αυτοί που είχαν βιβλία στο σπίτι, οι πλούσιοι δηλαδή. Αυτοί είχαν αυτή την ευχέρεια. Εν ολίγοις, αν πας σε σχολείο, το δημόσιο που πήγα εγώ στο Βόλο που δεν είχε όχι βιβλιοθήκη, ούτε ένα βιβλίο μέσα, πού θα το βρεις το βιβλίο; Αν πας στο Κολλέγιο, έχει μια βιβλιοθηκάρα η οποία σε υποδέχεται» είπε η κ. Διβάνη.

Το δεύτερο είναι ότι όταν έχουμε δύο ανθρώπους με τα ίδια πτυχία, έχουμε πάλι άλλη μια διαφοροποίηση ως προς την ανάγνωση, σημείωσε ο κ. Παναγιωτόπουλος, διότι τότε έρχεται η κοινωνική καταγωγή και επηρεάζει την διαφοροποίηση. Όσο αυξάνει η κοινωνική καταγωγή, περιέγραψε, τόσο έχουμε αναγνώστες οι οποίοι είναι πιο απαιτητικοί, πιο καινοτόμοι στην αναγνωστική τους ύλη. Και ο τρίτος παράγοντας, σύμφωνα με την έρευνα, είναι η αρχαιότητα στον πολιτισμό, όπως οι παππούδες κ.λ.π.

«Αυτοί οι τρεις παράγοντες συνδυαστικά φτιάχνουν ένα σύστημα επεξηγηματικών παραγόντων που το αναδείξαμε και στη βάση αυτής της γνώσης. Θα πρέπει στη συνέχεια να κάνουμε κάποια πολιτική, αν θέλουμε αυτό το προνόμιο, που κάποιοι το απολαμβάνουν, να το εκδημοκρατίσουμε» συνόψισε ο κ. Παναγιωτόπουλος. «Να καταλάβουμε ότι είναι προνόμιο. Το αγροτόπαιδο πού θα βρει το βιβλίο, στα κατσίκια;» υπερθεμάτισε η κ. Διβάνη. Μάλιστα, έφερε ως παράδειγμα τη Φινλανδία που είναι πρώτη στην Ευρώπη σε φανατικούς αναγνώστες. «Στη Φινλανδία, έχουν βιβλιοθήκες από τον 17ο αιώνα. Στα σχολεία μπήκαν από τον 19ο αιώνα. Δεν υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία, είναι όλα δημόσια και έχουν όλα βιβλιοθήκες. Τα παιδιά ζυμώνονται όλα με τον ίδιο τρόπο μέσα στα βιβλία, γι’ αυτό αυτή τη στιγμή είναι το νούμερο ένα. Δεν φύτρωσαν στη Φινλανδία οι εξαιρετικοί αναγνώστες. Δεν υπάρχουν ιδιωτικά δημόσια, αυτή η ψαλίδα που υπάρχει εδώ πέρα δεν υπάρχει» προσέθεσε.

Ο κ. Παναγιωτόπουλος, επισήμανε ακόμα ότι παρότι θεωρείται ότι η αγάπη για την ανάγνωση είναι μια φυσική ανάγκη, δεν ισχύει αυτό. «Είναι προϊόν καλλιέργειας. Και το κράτος, αν θέλει να το να το διαχύσει καθολικά, θα πρέπει να λάβει τα μέτρα του» τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι η επένδυση στον πολιτισμό έχει μακροπρόθεσμη προοπτική. «Δεν είναι όπως στην οικονομία το χρηματιστήριο, σήμερα παίζεις, αύριο κερδίζεις και αυτό είναι και ένα πρόβλημα με δύο διαστάσεις. Το ένα είναι ότι σε αντίθεση με την οικονομία, όταν κάποιος είναι φτωχός το αντιλαμβάνεται, δηλαδή κάποιος που πεινάει λέει “θέλω να φάω”, κάποιος που είναι φτωχός στον πολιτισμό δεν έχει συνείδηση» .

«Αυτός που δεν διαβάζει δεν νιώθει μεγάλες ενοχές, καθόλου, λέει “δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω”. Δεν νιώθει ότι στερήθηκε κάτι, γιατί στην πραγματικότητα η κοινωνία του στερεί κάτι και δεν το νιώθει. Το θέμα της έλλειψης χρόνου είναι μια μπούρδα και μισή. Ως γνωστόν ιεραρχείς, γιατί ό,τι τραβάει η όρεξή σου βρίσκεις χρόνο. Εγώ δύο δουλειές έκανα, πάντα έβρισκα χρόνο γιατί είχα τη λαχτάρα. Αλλά πώς δημιουργείται αυτή η λαχτάρα; Αυτό είναι το θέμα. Όποιος αγαπάει το βιβλίο βρίσκει χρόνο» συνέχισε η κ. Διβάνη.

Αν θέλουμε να κάνουμε κάτι, σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο, θα πρέπει να ξέρουμε ότι δεν είναι ένα θέμα υλικής προσβασιμότητας. «Το ζήτημα των υποδομών δεν είναι από μόνο του η λύση. Όπως και οι νέες εκσυγχρονιστικές πολιτικές περί του μάρκετινγκ του βιβλίου. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο αποτελεσματικός τρόπος του μάρκετινγκ θα πρέπει να υιοθετήσει και κατηγορίες σκέψης ανθρώπων που δεν αντιλαμβάνονται το βιβλίο σαν μια αυτονόητη κατάσταση» εξήγησε ο κ. Παναγιωτόπουλος.

Δείτε περισσότερα στο ertflix.gr | Ακούστε περισσότερα στο ertecho.gr
Η κ. Διβάνη, αναφέρθηκε στο πώς ανέπτυξε την αγάπη της για το βιβλίο και στα παιδικά της χρόνια στον Βόλο. «Στο δικό μου το σπίτι είχαμε βιβλία κλασικά, Ιούλιος Βερν, εγκυκλοπαίδειες κλπ. Βιβλία κανονικά δεν είχαμε. Όμως είχα δύο γονείς που διάβαζαν με τρομερή λαχτάρα. Ο πατέρας μου εφημερίδες και η μητέρα μου περιοδικά, Φαντάζιο -δεν έχει σημασία- το λαχταρούσε, οπότε εμείς βλέπαμε ότι ερχόταν ο ταχυδρόμος και πέταγε το Φαντάζιο και υπήρχε λαχτάρα γι’ αυτό. Άρα αυτό το έντυπο έγινε για μας κάτι λαχταριστό και στραφήκαμε στα βιβλία σιγά σιγά» περιέγραψε.

Η κ. Διβάνη επεσήμανε ότι υπάρχει ένα καλό νέο που αξίζει να ειπωθεί και αυτό είναι ότι η νέα γενιά διαβάζει τα παιδιά της, δηλαδή παίρνει βιβλία στα παιδιά της. «Εδώ και τριάντα χρόνια που οι κοινωνικές τάξεις, όλοι οι άνθρωποι αναπαράγονται μέσα από το σχολείο και αυτό τους οδηγεί σε υψηλά κλιμάκια της εκπαίδευσης, τους αναγκάζει μέσα από διαδικασία της της σχολικής κοινωνικοποίησης να έρχονται σε επαφή όλο και περισσότερο με το βιβλίο κατά συνέπεια θεωρούν, ακούνε, έχουν μάθει ότι θα πρέπει να διαβάζουν τα παιδιά τους» προσέθεσε ο κ. Παναγιωτόπουλος.

Ορισμένα ακόμα από τα ευρήματα της έρευνας, είναι ο μέσος όρος βιβλίων που διαβάζονται στη χώρα μας και αντιστοιχεί στα 6 βιβλία ανά έτος. Δύο βιβλία τον χρόνο αντιστοιχούν σε αυτούς που διαβάζουν λίγο, στις διακοπές ίσως και αυτοί που διαβάζουν περισσότερο, φτάνουν τα 14 βιβλία.

Ως προς το τι επιλέγουν να διαβάζουν οι αναγνώστες, το πρώτο είναι η ελληνική λογοτεχνία, ακολουθεί η ιστορία, μετά η ξένη λογοτεχνία και η αυτοβελτίωση.

με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα»

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος