Βλέποντας την πιο εμπορική αλβανική κωμωδία της χρονιάς, που προβλήθηκε αποκλειστικά στα Village Cinemas, ένιωσα εκείνη την αμήχανη αίσθηση όταν όλοι γύρω σου γελάνε με κάτι που δεν καταλαβαίνεις. Όχι γιατί δεν το άκουσες, αλλά γιατί ίσως δεν σου μίλησε στη γλώσσα των εμπειριών σου.
Από “κάπου εκεί έξω”, ξανά στην Αλβανία, με τα βάρη των “αποσκευών”
Η ταινία «Κατεύθυνση: Αλβανία» (ή, πιο κυριολεκτικά μεταφρασμένο από τα αλβανικά: Ο Λούλι, ο Γκόνι και η Λέμες), είναι ένα ιδιότυπο road movie με στοιχεία λαϊκής φαρσοκωμωδίας.
Πρωταγωνιστής είναι ο νεαρός Γκόνι, ένας χαρακτήρας μετανάστη που ενσαρκώνει ο Deivis Myslymi, ο οποίος μετά από χρόνια στο εξωτερικό επιστρέφει στην Αλβανία με στόχο να χτίσει το μέλλον του: σπίτι, γάμος, οικογένεια. Πίσω του αφήνει χρόνια στέρησης, όπου κυριολεκτικά “έκανε το σκατό του παξιμάδι” — μια φράση που υπαινίσσεται και επαναλαμβάνεται εμφατικά, υπογραμμίζοντας τον κόπο και τις θυσίες του.
Δίπλα του, η αυστηρή, γραφική αλλά τρυφερή μάνα του, Λέμες, υποδυόμενη από τη γνωστή τραγουδίστρια Aurela Gaçe (γνωστή από τη συμμετοχή της στη Eurovision).
Δες και άκουσε εδώ το τραγούδι της
Ο σκοπός του ταξιδιού τους είναι κυρίως και το προξενιό του γιού της, και -εκ της πλαγίας οδού- η επίσκεψη τους σε μια παραδοσιακή περιτομή συγγενικού προσώπου. Στην πορεία όμως, το ταξίδι τους γίνεται απρόβλεπτο, όταν ένας τυχαίος και εκκεντρικός συνεπιβάτης, ο Λούλι (τον ερμηνεύει ο θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Margent Caushi), μπαίνει στην εξίσωση.
Ο Λούλι, ένας τύπος ανάμεσα στον Τζακ Μπλακ και τον “ενοχλητικό αλλά αθώο” φίλο από τις παιδικές σου αναμνήσεις, που μπαίνει στην ιστορία κυριολεκτικά από το πουθενά. Δεν έχει κλείσει αυτοκίνητο, δεν έχει σχέδιο, αλλά με άνεση καταφέρνει να προσκολληθεί στους πρωταγωνιστές και να γίνει αναπόσπαστο (και προβληματικό) μέρος του ταξιδιού τους, με πρόφαση να συναντήσει ένα αγαπητό του πρόσωπο που πεθαίνει (spoiler alert: αυτό είναι ο σκύλος του, ο Μάκης).
Η βαλίτσα-σύμβολο και τα χρήματα του παρελθόντος
Ο Λούλι, στην αρχή της ταινίας, φαίνεται να κρύβει στη βαλίτσα του δύο τούβλα αλβανικών χρημάτων (εύστοχη παραπομπή στην περίφημη οικονομική κατάρρευση του ’97, επί προεδρίας Σαλί Μπερίσα) και ένα ολοκαίνουργιο iPhone (σύμβολο της νέας Αλβανίας που σύντομα ίσως εισαχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Όταν, από παρεξήγηση, ο συνεπιβάτης τους πετάξει αυτή τη βαλίτσα από το παράθυρο, ανοίγει η κερκόπορτα για μια σειρά από αδικαιολόγητες συμπτώσεις που καθορίζουν όλο το υπόλοιπο σενάριο.
Η βαλίτσα γίνεται σύμβολο: του παρελθόντος, της ατυχίας, των ελπίδων. Χάνεται, ξαναβρίσκεται, αλλάζει χέρια -συχνά χωρίς πειστική δραματουργική εξήγηση-. Αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα πρόβλημα, αν δεν επιτεινόταν από το γεγονός ότι οι χαρακτήρες αντιδρούν χωρίς καμία ψυχολογική συνέπεια. Ο Γκόνι, π.χ., δηλώνει πως ο Λούλι είναι πλέον “ο καλύτερός του φίλος”, παρόλο που τον γνώρισε μόλις πριν δύο ώρες και έχει φέρει μόνο προβλήματα στο ταξίδι του.
Σάρα, (χωρίς τη Μάρα) φέρνει το κακό συναπάντημα
Στην πορεία θα προστεθεί και ένα τέταρτο πρόσωπο: η Σάρα, μια πανέμορφη κοπέλα που κάνει οτοστόπ και ενσαρκώνεται από την τηλεπαρουσιάστρια και τραγουδίστρια Fjoralba Ponari
Μπορείτε να τη δείτε και στο αλβανικό Voice:
Η Σάρα εγκαταλείπει τον αρραβωνιαστικό της και ο Γκόνι την ερωτεύεται σχεδόν ακαριαία, κάτι που εξοργίζει τη Λέμες: “Είμαστε Αλβανοί, δεν παντρευόμαστε για την ευτυχία μας αλλά για την ευημερία μας”, λέει χαρακτηριστικά.
Εδώ η ταινία επιχειρεί -όχι πάντα με επιτυχία- να ανοίξει ένα παράθυρο σε θέματα ηθών και παραδόσεων, όπως η έννοια της παρθενίας, το θεολογικό στίγμα της απιστίας ή ο ρόλος της μάνας ως “επιτηρήτριας” των ορίων. Μόνο που το κάνει με υπερβολές και στερεότυπα που, ενώ διασκεδάζουν το αλβανόφωνο κοινό, δεν εμβαθύνουν ποτέ ουσιαστικά.
Από το sex shop στο στριπτιζάδικο: Όταν η βαλίτσα αλλάζει χέρια
Σε ένα από τα πιο παρανοϊκά σεκάνς, η παρέα καταλήγει να καταδιώκει τον άνδρα που έκλεψε (για την ακρίβεια που βρήκε) τη βαλίτσα τους (και ενδέχεται να είναι κοινός εγκληματίας ή… απελπισμένος που θέλει και αυτός να παντρευτεί παρθένα και ψάχνει για προίκα). Η σκηνή μεταφέρεται σε ένα sex shop που “δανείζονται” ρούχα και ντύνονται καρναβαλίστικα και, ακολούθως, σε ένα στριπτιζάδικο, όπου ο Λούλι, σε μια ευτυχισμένη παρεξήγηση, αντιμετωπίζεται σαν “ο Αλβανός Καζαντζίδης” από μία στρίπερ που τον ερωτεύεται. Το σκηνικό φτάνει στο απόγειό του με ένα playback ντουέτο της Gaçe και του Caushi.
Είναι σε αυτές τις σκηνές που η ταινία αγκαλιάζει πλήρως τον επίπλαστο για δραματουργική ψυχαγωγία παραλογισμό της –όμως το κάνει χωρίς να έχει χτίσει προηγουμένως τους χαρακτήρες ώστε να μας πείσει ότι αυτές οι εξελίξεις είναι φυσική συνέχεια της ιστορίας τους.- Ό,τι συμβαίνει μοιάζει τυχαίο, ατεκμηρίωτο, όπως οι περισσότερες μεγάλες “λύσεις” στην ταινία.
Οι παραφωνίες και η πολιτισμική ένταση
Η ταινία έχει στιγμές έντονης συγκινησιακής φόρτισης, κυρίως μέσα από τις αντιδράσεις του κοινού. Είναι φανερό ότι μιλάει απευθείας στην εμπειρία της αλβανικής διασποράς: άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών γελούσαν, σχολίαζαν σε ελληνικά και αλβανικά ταυτόχρονα, αναγνώριζαν πρόσωπα, σκηνές, φράσεις. Αντιθέτως, το κοινό εκτός αυτής της εμπειρίας (καλή ώρα, εγώ), μένει αποστασιοποιημένο.
Αυτό δεν είναι αρνητικό από μόνο του. Αντίθετα, υπογραμμίζει ότι το γέλιο -όπως και το συναίσθημα- γεννιέται μέσα από το πολιτισμικό πλαίσιο. Εκεί που μια ελληνική ταινία όπως “Το Κλάμα Βγήκε απ’ τον Παράδεισο” μπορεί να μοιάζει ακατανόητη σε έναν Φινλανδό, έτσι κι εδώ, το “Destination Albania” χρειάζεται μύηση.
Σκηνοθεσία, σενάριο και… χορηγοί σε πρώτο πλάνο
Από άποψη παραγωγής, η ταινία είναι χαμηλού προϋπολογισμού (περίπου 200.000 ευρώ), κάτι που φαίνεται όχι μόνο στη φωτογραφία, στην επιλογή φλύαρων διαλόγων σε πρώτο -κοντινό- πλάνο, αλλά και στην υπερβολικά ορατή παρουσία των χορηγών: οι συσκευασίες μωρομάντηλων “Petal”, τα λογότυπα γνωστού καφέ και τα μπάνερ τοπικών σουπερμάρκετ βρίσκονται σχεδόν σε κάθε κάδρο. Η χορηγία μπορεί να είναι αναγκαία, αλλά εδώ δεν ενσωματώνεται διακριτικά– μοιάζει επιβεβλημένη.
Όταν μια βαλίτσα συμβολίζει ένα κοινό, μια χώρα, μια μνήμη
Αν και η ταινία έχει σαφείς αφηγηματικές αδυναμίες (ασαφές ποιος είναι τελικά ο πρωταγωνιστής, υπερβολές στους χαρακτήρες, συσσώρευση συμπτώσεων κ.λπ.), προσφέρει μια εμπειρία που ενώνει μια κοινότητα. Οι θεατές (από προσωπική εμπειρία το λέω, -πολλοί για πρώτη φορά σε κινηματογράφο στην Ελλάδα-) διασκέδασαν, συγκινήθηκαν, αναγνώρισαν τον εαυτό τους. Αυτό δεν μπορείς να το προσπεράσεις.
Ίσως τελικά, αυτό που δεν καταλάβαμε όσοι δεν γελάσαμε, είναι το πόσο θεραπευτικό μπορεί να είναι το γέλιο όταν κουβαλάς μια βαλίτσα με μνήμες, απώλειες και ελπίδα.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος