Το φως και το σκοτάδι, η σχέση του διευθυντή φωτογραφίας με τον σκηνοθέτη, η επιστροφή του φιλμ, η ελευθερία αλλά και οι περιορισμοί των ανεξάρτητων παραγωγών, οι προϋπολογισμοί που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας ταινίας είναι μόνο κάποια από τα ζητήματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας ζωντανής συζήτησης για την τέχνη της κινηματογραφικής φωτογραφίας.
Σε ένα πάνελ με εννέα διευθυντές φωτογραφίας, οι οποίοι συμμετέχουν με έργα τους στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και ένα ποικίλο κοινό, με φοιτητές και σπουδαστές κινηματογράφου ανάμεσά τους, είχαν την ευκαιρία να μοιραστούν τις σκέψεις τους στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Οι κινηματογραφιστές φωτίζουν το ελληνικό σινεμά», που συντόνισε ο κριτικός κινηματογράφου Μανώλης Κρανάκης.
Για τη …μονιμότητα στη συνεργασία, ρωτήθηκε ο Σίμος Σαρκετζής, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους διευθυντές φωτογραφίας της χώρας, ο οποίος υπογράφει το σύνολο του έργου του Αλέξανδρου Βούλγαρη (The Boy) και φυσικά τη νέα ταινία «Βγαίνουν μέσα απ’ τη Μάργκο», που έκανε την ελληνική της πρεμιέρα στο 66ο ΦΚΘ. «Έχει μια μαγεία να δουλεύεις με ανθρώπους που τους ξέρεις πολλά χρόνια και έχεις κάνει μια ολόκληρη διαδρομή. Με τον Αλέξανδρο, λέει ο ένας μία λέξη, απαντά ο άλλος μισή και πάμε στο γύρισμα», ανέφερε για τον αυτοματισμό που έχει επιτευχθεί μέσα από τη μακροχρόνια συνεργασία τους. «Βέβαια, η συνεργασία με έναν άγνωστο σκηνοθέτη μπορεί να δημιουργήσει μια έκπληξη και να αποτελέσει πρόκληση — κάτι πολύ σημαντικό, όπως και το να συνεχίζεις μια σχέση ζωής και μια συνεργασία που κυλάει στον αυτόματο», υπογράμμισε.
Ο κ. Σαρκετζής ρωτήθηκε και για την επιλογή του να γυρίζει ακόμα σε φιλμ. Όπως εξήγησε, τα τελευταία χρόνια -καθώς δεν υπάρχουν πλέον εμφανιστήρια στη χώρα, οι Έλληνες δημιουργοί αναγκάζονται να στέλνουν τα φιλμ για εμφάνιση στο εξωτερικό, γεγονός που κάνει τη διαδικασία και κυρίως την αναμονή ιδιαίτερα αγχωτική. Ωστόσο υπογραμμίζει ότι το αποτέλεσμα που δίνει το φιλμ, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί με άλλα μέσα.
Ο Παναγιώτης Σαλαπάτας, που φέτος συμμετέχει στο φεστιβάλ με τρεις ταινίες, «Θα σ’ αγαπώ τον Νοέμβρη» του Σωτήρη Σταμάτη, «Ζηλωτής» του Στέλιου Ρεπάνη και «Μικρός ανθρωποφάγος» του Γιάννη Φάγκρα, στάθηκε στη σημασία του χρόνου προετοιμασίας και στη βαθιά, συχνά μακροχρόνια επικοινωνία με τον σκηνοθέτη: «Ο κινηματογράφος είναι εννέα μήνες κύηση και εννέα ώρες τοκετός», είπε χαρακτηριστικά.
Η Αρσινόη Πηλού, η νεότερη της παρέας, υπογράφει τη φωτογραφία στην «Αρκουδότρυπα» των Χρυσιάννα Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου, που αποτελεί στην ουσία τη συνέχεια της ομώνυμης ταινίας μικρού μήκους – νικήτριας του Χρυσού Διόνυσου στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας. «Δουλεύαμε τεσσεράμισι χρόνια πάνω σε αυτή την ιστορία και νιώθω πως εξελιχθήκαμε μαζί με την ταινία. Τόσο εγώ, που μέσα σε αυτό το διάστημα άλλαξα τη θεώρησή μου και ένιωθα πιο έτοιμη να ανταποκριθώ σε ό,τι χρειαζόταν, όσο και οι συνεργάτες μου. Ήταν μια συλλογική ωρίμανση», τόνισε.
Ο Θάνος Λυμπερόπουλος, που υπογράφει τη φωτογραφία στο «Γελοίοι έρωτες» του Δημήτρη Κατσιμίρη, μίλησε για το πώς η έλλειψη πόρων μπορεί να μετατραπεί σε δημιουργική ευκαιρία. «Η ανεξαρτησία δίνει ελευθερία. Κάποιες φορές χτυπάς παραγωγικό ταβάνι, αλλά το ότι οι ταινίες αυτές γίνονται -αντί να περιμένουν σε ένα συρτάρι, είναι από μόνο του κέρδος», υπογράμμισε.
Για το αν η τηλεόραση και ο κινηματογράφος αποτελούν τελικά διαφορετικούς κόσμους, ρωτήθηκε ο Κλαούντιο Μπολιβάρ, που συμμετέχει στο φεστιβάλ με τη «Μάχη» του Ηλία Γιαννακάκη. «Η προετοιμασία και η προσέγγιση είναι ίδιες. Ψάχνεις πάντα το φως που υπηρετεί την ιστορία», σημείωσε.
Ο Γιώργος Κουτσαλιάρης, με το «Νόβακ» του Χάρη Λαγκούση εκπροσωπεί τη νέα γενιά κινηματογραφιστών. «Προσπαθούμε να αποκολληθούμε από το παλιό, χωρίς να αποκοπούμε από τις ρίζες μας. Οι αναφορές υπάρχουν, αλλά η ματιά στρέφεται αλλού», σημείωσε.
Για την αδιάκοπη δημιουργία τόσο σε μικρού, όσο και σε μεγάλου μήκους ταινίες, ρωτήθηκε η Χριστίνα Μουμούρη, που βρίσκεται στο 66ο ΦΚΘ με τρεις ταινίες: «Μάγια & Σαμάρ» της Anita Doron, «Life in a Beat» της Αμέρισσας Μπάστα και «Πολύ κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ» του Γιώργου Γεωργόπουλου. «Ξεκίνησα θέλοντας να κάνω πολλές μικρού μήκους ταινίες σαν ένα πρώτο τερέν, γιατί εμένα με ενδιαφέρουν πολύ οι ταινίες γενικά, μου αρέσει αυτός ο κόσμος. Τα τελευταία χρόνια πέρασα στις μεγάλου μήκους και επιστρέφω στις μικρού, λίγο πιο επιλεκτικά, με κάποιους συνεργάτες», εξήγησε.
Στην πρόκληση του φυσικού φωτός στα γυρίσματα για την ταινία «Άπειρη Γη» του Βασίλη Μαζωμένου, με την οποία συμμετέχει στο φεστιβάλ, αναφέρθηκε ο Στέλιος Πίσσας. «Έπρεπε να ακούσουμε τη γη, να καταλάβουμε πώς λειτουργεί ο καιρός, να περιμένουμε ώρες για τη σωστή συνθήκη φωτός. Ήταν μια μεταφυσική σχέση με το τοπίο», είπε και πρόσθεσε ότι «η εμπειρία είναι αυτή που σε βοηθά να αντισταθείς στην ορμή του “ωραίου” και να υπηρετήσεις το όραμα του σκηνοθέτη».
Τέλος, ο Γιώργος Καρβέλας, που φέτος υπογράφει το «Μπιτσκόμπερ» του Αριστοτέλη Μαραγκού το οποίο συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα, και την «Κότα» του György Pálfi, με την οποία κλείνει η αυλαία του Φεστιβάλ, μίλησε για τη δύναμη της επιμονής: «Το σενάριο του Beachcomber το διάβασα έξι χρόνια πριν το κάνουμε. Περάσαμε από πολλές παραγωγές, αλλά στο τέλος έγινε. Το αποτέλεσμα είναι το χωνευτήρι όλων αυτών των χρόνων».
Όλες οι φωνές της συζήτησης συνέκλιναν σε μία αλήθεια: η φωτογραφία δεν είναι απλώς τεχνική υπόθεση. Είναι πράξη εμπιστοσύνης, συνδημιουργίας και πίστης στο φως, αυτό που -παρά τις ελλείψεις και τις αγωνίες, συνεχίζει να φωτίζει το ελληνικό σινεμά.
ΑΜΠΕ
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος