Ενίοτε οι αστικοί μύθοι δεν είναι κάτι άλλο από ιστορίες που δημιουργούνται από εκείνους που έχουν όφελος να τους κατασκευάσουν για να δικαιολογήσουν τις εγκληματικές τους ενέργειες. Η αυτοκρατορική προπαγάνδα των αρχών του 4ου αιώνα συνεχίζεται έως την σύγχρονη εποχή από άτομα του κοινού ποινικού δικαίου, τα οποία προσπαθούν να δικαιολογήσουν την δράση τους.
Ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ Βαγγέλης Μητρούσιας, περιδιαβαίνει τον Όλυμπο εκεί που στα τέλη του 19ου αρχές του 20ου αιώνα ήταν τα λημέρια διαβόητων εγκληματιών, που ονομάστηκαν λήσταρχοι.
Ο Νίκος Τάχατος, συγγραφέας, ερευνά την ζωή κάποιων εξ αυτών. Στις 20 Σεπτεμβρίου συμπληρώθηκαν ενενήντα εννέα χρόνια από τον θάνατο του λήσταρχου Γιαγκούλα και η ιστορία του εξακολουθεί να συζητείται. «Για δυο λόγους παραμένει ο μύθος ζωντανός. Από το 1832 έως το 1932 η Ελλάδα ζούσε την εποχή της λεγόμενης ληστοκρατίας και γιατί χαρακτηρίστηκε ως κοινωνικός ληστής».
Ότι ήταν κάτι σαν τον Ρομπέν των δασών. Βεβαίως, ουδόλως ενδιαφερόταν για την κοινωνία. Προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα τον προδώσουν, ή ότι θα του προσφέρουν καταφύγιο, ή για να κλείσει στόματα έδινε κάποια χρήματα από τα τεράστια ποσά που άρπαζε με τις δολοφονίες και τις απαγωγές αθώων πολιτών, σε κατοίκους της περιοχής. Η φήμη είχε αντάλλαγμα τα χρήματα των εγκληματικών ενεργειών. Στην πραγματικότητα ήταν συνεργοί, οι οποίοι “στρογγυλεύοντας τις γωνίες” φρόντιζαν να απαλλαγούν και από τις δικές τους ενοχές.
Ο ίδιος ο Γιαγκούλας προσπαθούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας: «Δεν ληστεύω άνθρωπο που δεν έχει πεντακόσιες λίρες για την οικογένειά του». Αυτά σύμφωνα με το αφήγημα που δημιούργησε ο ίδιος και χάριν των χρημάτων που έπαιρναν όσοι του παρείχαν προστασία. Ως να είχε σημασία αν η δολοφονία αφορά πλούσιο ή φτωχό.
Γεννήθηκε είτε το 1894 είτε το 1900 στα Μεταξά Κοζάνης. Νεαρός κατηγορήθηκε, λέγεται άδικα, για ζωοκλοπή, και επίσης λέγεται ότι ξυλοκοπήθηκε. Όταν έπειτα από λίγους μήνες βγήκε από την φυλακή θέλησε να εκδικηθεί την χωροφυλακή. «Επειδή δεν μπόρεσα να βρώ το δίκιο μου θα εφαρμόσω το δίκαιο της μαχαίρας». Δημιούργησε μια ανύπαρκτη εικόνα για ένα δήθεν κοινωνικό του πρόσωπο, που είναι ενός αδίστακτου νάρκισσου, χωρίς ενδοιασμούς. Οι δράσεις του είναι αποδεδειγμένες. Τα υπόλοιπα είναι μυθοπλασία και ιδιοτέλεια.
Έχοντας γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων είχε επικηρυχτεί με το ποσό των 700.000 δρχ.. Δολοφόνησε πάνω από 70 ανθρώπους και δεν δίσταζε να σκοτώνει ακόμη και παιδιά. Στην τελευταία του επιχείρηση είχα αρπάξει δυο παιδιά τον Νίκο δέκα και τον Γιάννη δώδεκα ετών, ζητώντας λύτρα. Εκείνοι που τον έκρυβαν προφανώς μίλησαν και σύντομα βρέθηκε περικυκλωμένος από την χωροφυλακή. Στην μάχη που κράτησε 8 ώρες στην περιοχή Κλεφτόβρυση, κοντά στο φαράγγι της Βροντούς στον Όλυμπο, σκοτώθηκαν ο ίδιος, ο σύντροφός του Πάντος Μπαμπάνης, ο ληστής Τσαμήτρας και ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας. Λίγο πριν από το τέλος τους οι εγκληματίες δολοφόνησαν τον 12χρονο.
Προφανώς στο πλαίσιο της απονομής δικαιοσύνης που απέδιδε με την μάχαιρα ο Γιαγκούλας και αυτό εντάχθηκε στο κοινωνικό του έργο.
Ίσως αυτό το αιματηρό γεγονός έγινε αφορμή για την κυβέρνηση Θεόδωρου Πάγκαλου λίγες ημέρες αργότερα να εκδώσει διάταγμα με το οποίο έδινε αμνηστία σε κάθε λήσταρχο εφ’ όσον έφερνε το κεφάλι κάποιου άλλου επικηρυγμένου ληστή, χωρίς όμως να δικαιούται «της οριζομένης αμοιβής δια την σύλληψιν, κατάδοσιν ή φόνον του ληστού». Στις 14 Νοεμβρίου 1925, ο πρόεδρος Παύλος Κουντουριώτης υπέγραψε το διάταγμα και σύντομα οι λήσταρχοι απέδειξαν ότι ουδόλως ενδιαφέρονταν για τους ομοίους τους. Ξεκίνησαν την αλληλοεξόντωση ακόμη και μεταξύ μελών της ίδιας συμμορίας. Όπως όμως λέει ο θυμόσοφος λαός «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε την γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του». Αφού για λόγους εκδίκησης διέπραξαν τον πρώτο φόνο, συνέχισαν με πλήθος δολοφονιών (καταγεγραμμένες 82), ληστειών και απαγωγών Παρά το ότι μέσω του προγράμματος αμνηστίας παρέδωσαν τα κεφάλια των συντρόφων τους, εντάχθηκαν στην κοινωνία και απέκτησαν επάγγελμα με κύρος στην χωροφυλακή, τα αδέλφια Γιάννης και Θύμιος Ρέτζος, επέστρεψαν στην παρανομία και το 1926. Κτύπησαν την χρηματαποστολή της Εθνικής Τραπέζης κοντά στην Πρέβεζα, με αποτέλεσμα τον θάνατο οκτώ ανθρώπων. Με τα χρήματα που επί χρόνια είχαν αποκομίσει από τον ληστρικό τους βίο διέφυγαν στο εξωτερικό με πλαστά διαβατήρια, έως ότου συνελήφθησαν στην Βουλγαρία, όπου είχαν εγκαταστήσει γραφείο εμπορίας σιτηρών. Τελικά, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν τον Μάρτιο του 1930.
Η δράση ανάλογων προσώπων και ομάδων είναι ένας αστικός μύθος, που συντηρείται από εκείνους που επιμένουν να συνδέουν διαφορετικές περιόδους και διαφορετικά αφηγήματα. Τέτοιες εγκληματικές φυσιογνωμίες δεν είχαν καμία σχέση με προγενέστερους που εντάχθηκαν στην κατηγορία των κλεφτών της επανάστασης.
Ακόμη και εκείνος όμως είναι ένας αστικός μύθος.
Όσον αφορά τους γνωστούς κλέφτες της επαναστατικής περιόδου. Η μετέπειτα αξιοποίησή τους από τις ξένες δυνάμεις και τους Έλληνες, με σκοπό την εξέγερση κατά της οθωμανικής κατοχής, έσβησε την πραγματική τους δράση εναντίων των πλέον αδύνατων τμημάτων του πληθυσμού. Ουδεμία εξεγερτική διάθεση είχαν εναντίον των τούρκων και μόνος σκοπός ήταν η αρπαγή και η ληστεία συνηθισμένα ως δραστηριότητα κυρίως σε ορεινές περιοχές, όπου δεν υπήρχαν στρατιωτικές δυνάμεις. Συγκροτούσαν συμμορίες, προκαλούσαν τον τρόμο σε χωρικούς και διαβάτες, έστηναν ενέδρες σε εμπόρους και ταξιδιώτες, τους λήστευαν ή τους κρατούσαν ομήρους για να εισπράξουν λύτρα.[1] «Οι περισσότερες σύγχρονες αφηγήσεις για τους κλέφτες και τις δραστηριότητές τους συμφωνούν ότι αυτοί οι άνδρες δεν υποκινούντο κυρίως από καμία μορφή εθνικής συνείδησης».[2] Σε αντίθεση με όσα επικράτησαν να λέγονται, επιτίθεντο στους ισχυρούς, Οθωμανούς και Χριστιανούς, με στόχο το κέρδος από ληστείες και δολοφονίες. Ήταν τόσο μεγάλη πληγή για τον ελληνικό πληθυσμό που αναγκάστηκαν το 1805 να ζητήσουν την συνδρομή των τούρκων για να απαλλαγούν. Αυτά τα σώματα επιβολής της τάξεως ήταν οι αρματολοί, σώμα μισθοφόρων (έμμισθοι υπάλληλοι), που είχε ιδρυθεί το 1525, από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, με την Συνθήκη του Ταμασίου (σημερινή Ανάβρα Καρδίτσας) με την οποία δημιουργήθηκε το Αρματολίκι των Αγράφων, το οποίο φύλαγε από τους κλέφτες τα περάσματα των αυτόνομων πλέον Αγράφων και ολόκληρο τον ορεινό όγκο της Πίνδου. Σύντομα και οι αρματολοί απέκτησαν μεγάλη εξουσία και επέβαλαν τον δικό τους νόμο με αποτέλεσμα «το 1720 να καταργηθούν ουσιαστικά τα αρματολίκια σε ορισμένες επαρχίες».[3]
Για διάφορους λόγους έγιναν ο σκληρός πυρήνας της ένοπλης αντίστασης στους οθωμανούς όταν ξέσπασε η εξέγερση του 1821 και εντάχθηκαν στην ιστορία με νέο πρόσωπο.
[1] Koliopoulos, John S. Veremis, Thanos M. Greece: the Modern Sequel: from 1821 to the Present, C. Hurst & Co. Publishers, 2004, σ.223.
[2] Beaton, Roderick, Folk Poetry of Modern Greece, Cambridge University Press 1980, σ. 102..
[3] Beaton, Roderick, Folk Poetry of Modern Greece, Cambridge University Press 1980, σ. 103.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος