Το αγουρέλαιο Χαλκιδικής συνιστά ένα προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας, με ισχυρή σύνδεση με την τοπική παράδοση και το φυσικό περιβάλλον της Βόρειας Ελλάδας και ειδικότερα της Κεντρικής Μακεδονίας – Χαλκιδικής. Με έντονο πράσινο χρώμα, φρουτώδη γεύση και χαμηλή οξύτητα, το αγουρέλαιο Χαλκιδικής αποτελεί ένα εξαιρετικό, υγιεινό προϊόν με διεθνή δυναμική. Παράγεται σε περιορισμένη κλίμακα, από άγουρους καρπούς, και διακρίνεται για το έντονο γευστικό και θρεπτικό του προφίλ. Η υψηλή συγκέντρωση αντιοξειδωτικών και φαινολικών ενώσεων ενισχύει την καρδιοπροστατευτική του δράση, με τη διεθνή βιβλιογραφία να αναγνωρίζει τον ρόλο του στη μακροχρόνια υγεία και ευεξία.
Το αγουρέλαιο Χαλκιδικής παράγεται αποκλειστικά με μηχανικές μεθόδους από καρπούς των ποικιλιών “Χονδρολιά Χαλκιδικής” και “Χαλκιδικής”. Το φυσικό περιβάλλον σε συνδυασμό με τις χρησιμοποιούμενες καλλιεργητικές πρακτικές δημιουργούν ένα ομοιογενές, ποιοτικό προϊόν. Η συγκομιδή γίνεται παραδοσιακά, ενώ η απόδοση κυμαίνεται μεταξύ 14-20%. Οι πράσινες βρώσιμες ελιές Χαλκιδικής ξεχωρίζουν για το μέγεθός τους και τη σάρκα τους. Έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών αναδεικνύει την υψηλή περιεκτικότητα του αγουρέλαιου σε ελαιοκανθάλη και ελαιασίνη. ενώσεις που διαθέτουν αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη, ενισχύοντας την καρδιαγγειακή υγεία..
Σε αυτό το πλαίσιο, η Χαλκιδική αναδεικνύεται ως παράδειγμα ποιότητας. Μέσω προσαρμοσμένων καλλιεργειών και ορθής διαχείρισης, οι παραγωγοί της περιοχής επιτυγχάνουν την παραγωγή αγουρέλαιου με υψηλή συγκέντρωση πολυφαινολών — φυσικών ενώσεων με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση και τεκμηριωμένα οφέλη για την υγεία. Η συγκέντρωσή τους επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ποικιλία, η στιγμή συγκομιδής και η έκθλιψη. Πρακτικές όπως η ψυχρή έκθλιψη και η αποθήκευση σε κατάλληλες συνθήκες ενισχύουν το πολυφαινολικό περιεχόμενο, καθιστώντας το αγουρέλαιο της Χαλκιδικής μια υψηλής διατροφικής αξίας επιλογή με αυξανόμενη διεθνή αναγνώριση.
Το αγουρέλαιο Χαλκιδικής υπόκειται σε συγκεκριμένες ποιοτικές και διαδικαστικές προδιαγραφές. Η ζώνη παραγωγής του περιορίζεται εντός των διοικητικών ορίων του νομού Χαλκιδικής, εξαιρουμένου του Αγίου Όρους. Οι παραγωγοί υποχρεούνται σε εγγραφή στο Ελαιοκομικό Μητρώο της Διεύθυνσης Γεωργίας και στην ετήσια ενημέρωση του Ο.Σ.Δ.Ε., ενώ τηρούνται μητρώα εισροών και εκροών για τη διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας.
Η παραγωγή ελαιολάδου διεθνώς πλήττεται από τη συνεχιζόμενη ξηρασία και τα αυξανόμενα κόστη. Η Ισπανία, κατέχοντας μερίδιο άνω του 50% της παγκόσμιας αγοράς, καταγράφει σημαντική πτώση στη δυναμικότητά της – από 2 εκατομμύρια τόνους το 2019 σε μόλις 600 χιλιάδες. Η συνθήκη αυτή προκαλεί αναταράξεις και στην ελληνική αγορά. Οι καταναλωτές στρέφονται σε εναλλακτικά έλαια, ενώ οι τιμές παραγωγού αγγίζουν πλέον τα 9,5 €/λίτρο, έναντι 5 €/λίτρο την προηγούμενη χρονιά. Ωστόσο, η αυξημένη τιμή δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχο όφελος για τους παραγωγούς, καθώς η παραγωγή έχει μειωθεί αισθητά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής ελαιολάδου παγκοσμίως, συνεισφέροντας περίπου στο 67% της παγκόσμιας παραγωγής. Με 4 εκατομμύρια εκτάρια ελαιώνων κυρίως στη Μεσόγειο, η καλλιέργεια εκτείνεται από παραδοσιακά έως υπερεντατικά συστήματα. Η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση (12 kg/άτομο), ενώ Ισπανία και Ιταλία οδηγούν συνολικά την ευρωπαϊκή αγορά. Στην ΕΕ διακινούνται 4 κατηγορίες ελαιολάδου για λιανική πώληση. Η τιμή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου έχει υπερδιπλασιαστεί σε έναν χρόνο, φθάνοντας έως τα 17 €/λίτρο, με προβλέψεις για περαιτέρω αύξηση. Οι αυξήσεις αποδίδονται σε ακραίες καιρικές συνθήκες, μειωμένες αποδόσεις και αυξημένα κόστη παραγωγής, θέτοντας προκλήσεις τόσο για τους καταναλωτές όσο και για την εφοδιαστική αλυσίδα.
Το αγουρέλαιο Χαλκιδικής αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της ελληνικής αγροδιατροφικής κληρονομιάς, συνδυάζοντας παράδοση και καινοτομία. Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων προκλήσεων για τον κλάδο, η ποιότητα και οι μοναδικές ιδιότητες του αγουρελαίου αναδεικνύουν τη σημασία της βιώσιμης παραγωγής. Η διαρκής επένδυση στην αυθεντικότητα και την επιστημονική τεκμηρίωση εδραιώνει το ελληνικό ελαιόλαδο ως σημείο αναφοράς στην παγκόσμια αγορά.
Πρωτόκολλο παραγωγής αγουρέλαιου
Το προτεινόμενο πρωτόκολλο εστιάζει στη διαχείριση των κρίσιμων παραμέτρων ανάπτυξης της ελιάς, ώστε να μεγιστοποιηθούν οι φαινολικές ενώσεις και η ποιότητα του ελαιολάδου. Καθοριστικής σημασίας είναι η επιλογή των εδαφών και η εγκατάσταση των ελαιώνων. Οι ελαιοκαλλιεργητές της Χαλκιδικής προτιμούν την συλλογή όψιμων καρπών, αφού οι ήπιες ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές θερμοκρασίες ευνοούν τη συγκέντρωση πολυφαινολών. Ιδανικό περιβαλλοντικό εύρος για τους ελαιώνες πρώιμης συγκομιδής θεωρείται το υψόμετρο των 200–600 m, όπου οι θερμοκρασίες είναι μέτριες, η ηλιακή ακτινοβολία επαρκής και η κυκλοφορία του αέρα βελτιστοποιεί την ομοιομορφία της ωρίμανσης.
Η διαχείριση της άρδευσης, στο πλαίσιο του παρόντος πρωτοκόλλου προσαρμόζεται στις κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Όσον αφορά την υγρασία και το φως, η ελιά χρειάζεται άφθονο ηλιακό φως (>6–8 ώρες/ημέρα) και σχετικά χαμηλή υγρασία καλοκαιριού για να αποφευχθούν ασθένειες, ενώ κατά τη διάρκεια των σταδίων ανθοφορίας, καρπόδεσης και καρπόπτωσης απαιτείται επαρκής άρδευση (συγκεντρωτικά ~500–800 mm/έτος). Οι ακριβείς ανάγκες νερού καθορίζονται από τον τύπο του εδάφους, το ανάγλυφο και τα κλιματικά δεδομένα της περιοχής. Στην παρούσα μελέτη, με τη χρήση αισθητήρων που μετρούν την υγρασία εδάφους στις περιοχές του Μεταγγιτσίου και της Ν. Ποτίδαιας, οι παραγωγοί είχαν τη δυνατότητα να ενημερώνονται συνεχώς για τα επίπεδα θερμοκρασίας και υγρασίας και να μπορούν να προσαρμόζουν τη συχνότητα και ποσότητα άρδευσης σε πραγματικό χρόνο, αποφεύγοντας ελλείψεις ή απώλειες νερού.
Η λίπανση σχεδιάζεται στοχευμένα έπειτα από προσδιορισμό των ελλείψεων θρεπτικών στοιχείων στο κάθε αγροτεμάχιο. Δίνεται έμφαση στο ισοζύγιο αζώτου, καλίου και βορίου ώστε να υποστηριχθεί η πρώιμη ελαιοσύνθεση χωρίς υπερβολική βλάστηση. Στη Χαλκιδική η ποικιλία «Χονδρολιά», η κύρια ελαιοποιήσιμη ποικιλία, απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα καλιούχας λίπανσης για υψηλή περιεκτικότητα σε έλαιο και φαινόλες, ενώ η υπερβολική δόση αζώτου αποφεύγεται, καθώς μειώνει σημαντικά τις συγκεντρώσεις φαινολικών ενώσεων, λόγω μειωμένης καρποφορίας. Επιπλέον, η ενσωμάτωση οργανικής ύλης (κομπόστ, βιοδιεγέρτες) ενισχύει τη διαθεσιμότητα θρεπτικών και την ανθεκτικότητα των ελαιόδεντρων. Με τη βοήθεια γεωχωρικής χαρτογράφησης και αισθητήρων εδάφους στις μελέτες στους ελαιώνες του Μεταγγιτσίου και της Ν. Ποτίδαιας επιτεύχθηκε στοχευμένη λίπανση, ελαχιστοποιώντας τη σπατάλη πόρων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Τέλος, η συγκομιδή γίνεται πολύ νωρίς, συνήθως από τα τέλη Αυγούστου έως μέσα Οκτωβρίου, ώστε να διατηρούνται οι υψηλές συγκεντρώσεις φαινολών. Η συγκομιδή πραγματοποιείται κατά τις ημέρες που υπάρχουν οι βέλτιστες συνθήκες συγκομιδής, οι οποίες εντοπίζονται μέσω συστημάτων ευφυούς γεωργίας, όπως αισθητήρων εδάφους, μετεωρολογικών σταθμών και συστημάτων GIS, με σκοπό την μείωση των απωλειών και την εξασφάλιση ομοιομορφίας στην ποιότητα του παραγόμενου αγουρέλαιου.
* Με στοιχεία από την «ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ»
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος