Η «Κότα» του Ούγγρου σκηνοθέτη György Pálfi είναι μια από εκείνες τις ταινίες που δεν χρειάζεται να δεις για να καταλάβεις ότι πρόκειται για κάτι το διαφορετικό. Αρκεί να ακούσεις την υπόθεση: μια κότα δραπετεύει από ελληνικό πτηνοτροφείο, βρίσκει καταφύγιο στην αυλή ενός ετοιμόρροπου εστιατορίου, ερωτεύεται, παλεύει με την ιεραρχία του κοτετσιού και τελικά προσπαθεί να προστατεύσει τα αυγά της από έναν άπληστο ιδιοκτήτη. Αν όλα αυτά σας φαίνονται υπερβολικά ή σουρεαλιστικά, τότε μάλλον δεν έχετε συναντήσει ακόμα το σινεμά του Pálfi, ενός δημιουργού που εδώ και δύο δεκαετίες δοκιμάζει συνεχώς τα όρια της κινηματογραφικής αφήγησης.
Ο Pálfi γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1974 και αποφοίτησε από την περίφημη Ακαδημία Δράματος και Κινηματογράφου της πόλης. Το ντεμπούτο του, το «Hukkle» (2002), τον έβαλε αμέσως στον χάρτη του ευρωπαϊκού σινεμά, με τη μινιμαλιστική αλλά γεμάτη χιούμορ παρατήρησή του πάνω στην καθημερινότητα μιας ουγγρικής κωμόπολης. Ακολούθησε το εκρηκτικό και προκλητικό «Taxidermia» (2006), που δίχασε κοινό και κριτικούς αλλά σφράγισε τη φήμη του ως ενός δημιουργού που δεν φοβάται να σοκάρει. Με το «Final Cut – Ladies & Gentlemen» (2012) πειραματίστηκε με ένα κολάζ αποσπασμάτων από ταινίες της ιστορίας του κινηματογράφου, ενώ πιο πρόσφατα παρουσίασε το «His Master’s Voice» (2018). Η «Κότα» είναι η τελευταία του μεγάλου μήκους ταινία, μια δουλειά που συνδυάζει φιλοσοφικό βάθος, κοινωνικό σχόλιο και… δεν φοβ’αται να σπάσει αυγά και να πατήσει στα τσόφλια τους.
Στη δήλωσή του για την ταινία, ο Pálfi ξεκαθαρίζει: «Τι θα γινόταν αν η ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν το κέντρο; Αν οι άνθρωποι ήταν απλώς το περιθώριο;» Στην «Κότα», ο κεντρικός χαρακτήρας δεν είναι άνθρωπος αλλά ένα πτηνό, ένα ον που στην καθημερινότητά μας θεωρούμε σχεδόν αόρατο. Η κότα του, όμως, αποκτά υπόσταση τραγικού ήρωα. Η αναφορά του σκηνοθέτη στην αρχαία ελληνική τραγωδία δεν είναι τυχαία: με όρους σχεδόν Σοφοκλείων, η πρωταγωνίστρια του φιλμ αντιμετωπίζει το αναπόφευκτο της μοίρας και παλεύει να ισορροπήσει την ανάγκη της για αγάπη και μητρότητα με τις απειλές ενός κόσμου σκληρού και αδιάφορου.
Η ιδιαιτερότητα είναι βέβαια ότι μιλάμε για μια πραγματική κότα. Όχι CGI, όχι animation, όχι φανταστικο πουλερικά. Ο Pálfi δούλεψε με οκτώ διαφορετικές κότες, καθεμία με τις δικές της δεξιότητες: άλλη ήξερε να στέκεται ακίνητη με ώρες υπομονής, άλλη να πηδάει σαν stuntwoman, άλλη να «παίζει» με τα μάτια της σαν αυθεντική ηθοποιός. Όλες μαζί συνέθεσαν τον χαρακτήρα που βλέπουμε στην οθόνη. Στην εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη απειλεί να καταπιεί τα πάντα, το γεγονός ότι ο Pálfi επέμεινε σε ένα απολύτως οργανικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα —με κότες που βαριούνται μετά από 20 λεπτά γύρισμα και πρέπει να ξεκουραστούν— φαντάζει σχεδόν επαναστατικό.
Το χιούμορ, φυσικά, δεν λείπει. Γιατί πώς αλλιώς να αφηγηθείς μια ιστορία με κεντρική ηρωίδα μια κότα αν όχι με δόσεις ειρωνείας, παιχνιδιού και αυτοσαρκασμού; Η ταινία βρίσκει το κωμικό μέσα στο τραγικό, τον παραλογισμό μέσα στο ρεαλισμό, και μας θυμίζει ότι καμιά φορά οι μικρές μάχες —όπως να κρατήσεις τα αυγά σου ασφαλή— είναι εξίσου μεγάλες με τις παγκόσμιες συγκρούσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί κριτικοί μίλησαν για έναν «καθρέφτη της ανθρώπινης κοινωνίας» μέσα από ένα πουλερικό. Η Variety τόνισε την «απροσδόκητη τρυφερότητα και το γνήσιο γέλιο» της ταινίας, ενώ η Screen Daily μίλησε για ένα «αληθινά αντισυμβατικό έργο που επαναπροσδιορίζει την έννοια του κινηματογραφικού ηρωισμού».
Η «Κότα» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό τμήμα Platform του Διεθνούς Φεστιβάλ του Τορόντο, αλλά το ταξίδι της συνεχίστηκε δυναμικά στην Ευρώπη. Στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, το κοινό την υποδέχτηκε με ενθουσιασμό, αποδεικνύοντας ότι η ιστορία μιας κότας μπορεί να συγκινήσει ακόμα και στο πιο σοβαρό ισπανικό σινεφίλ ακροατήριο. Η παρουσία της στη Ρώμη, στο εκεί διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ, επιβεβαίωσε τη διεθνή της δυναμική, κερδίζοντας χειροκροτήματα αλλά και πολλά χαμόγελα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η ελληνική συμμετοχή στην παραγωγή. Η ταινία είναι συμπαραγωγή Γερμανίας, Ουγγαρίας και Ελλάδας, με τη View Master Films να έχει ενεργό ρόλο, ενώ πολλοί Έλληνες συντελεστές υπογράφουν καίρια κομμάτια της δημιουργίας: ο διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Καρβέλας, ο ηχολήπτης Μαρίνος Αθανασόπουλος, ο σκηνογράφος Κωνσταντίνος Ζαμάνης, μεταξύ άλλων. Στο καστ συναντάμε σημαντικούς Έλληνες ηθοποιούς, όπως τον Άγγελο Παπαθανάση, τη Μαρία Διακοπαναγιώτη και τον Αντώνη Καφετζόπουλο, ο οποίος δίνει μια χαρακτηριστική ερμηνεία ως «αφεντικό λαθρέμπορος». Η συμμετοχή της Ελλάδας δεν είναι απλώς τυπική αλλά ουσιαστική, αποδεικνύοντας τη δυναμική της εγχώριας κινηματογραφικής κοινότητας στις διεθνείς συνεργασίες.
Αν κάτι κάνει την «Κότα» να ξεχωρίζει, είναι η ισορροπία ανάμεσα στο απλό και το βαθύ. Στην επιφάνεια βλέπεις μια αστεία, τρυφερή ιστορία με ένα πουλερικό που προσπαθεί να επιβιώσει. Αν όμως κοιτάξεις βαθύτερα, θα δεις έναν καθρέφτη των ανθρώπινων αδυναμιών, την αγωνία μας να βρούμε νόημα, την ατέρμονη πάλη ανάμεσα στην αθωότητα και την απληστία. Ο Pálfi μας προσφέρει μια «τραγωδία σε μορφή αυγού»: απλή, στρογγυλή, αλλά με δυνατότητα να γεννήσει κάτι πολύ μεγαλύτερο.
Στο τέλος, το ερώτημα που μένει δεν είναι αν μια κότα μπορεί να γίνει ηρωίδα σε ταινία, αλλά αν οι άνθρωποι μπορούν να σταθούν αντάξιοι δίπλα της. Ο Pálfi μάς κλείνει το μάτι και μας θυμίζει ότι συχνά η σοφία έρχεται από εκεί που δεν την περιμένουμε — από το κακάρισμα μιας κότας που γίνεται τραγούδι ζωής.
Η «Κότα» δεν είναι απλώς μια ταινία με ζώο πρωταγωνιστή· είναι μια πρόσκληση να δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια. Να καταλάβουμε ότι το ηρωικό δεν βρίσκεται πάντα στα έπη και στις πολεμικές ιαχές, αλλά και στις μικρές καθημερινές μάχες για αξιοπρέπεια, αγάπη και δικαιοσύνη. Κι αν χρειάζεται μια κότα για να μας το θυμίσει αυτό, τότε ίσως το σινεμά έχει βρει τον πιο αναπάντεχο αλλά και τον πιο γνήσιο του ήρωα.
Να υπενθυμήσουμε σε αυτό το σημείο με περηφάνια ότι η ταινία είναι συμπαραγωγή της ΕΡΤ;
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος