Το Παιχνίδι του Καλαμαριού 3: “Δεν είμαστε άλογα, άνθρωποι είμαστε”!

Υπήρξα τεράστιος φαν της σειράς “Το Παιχνίδι του Καλαμαριού”. Η πρώτη σεζόν (με εξαίρεση το τελευταίο μέρος του τελευταίου επεισοδίου, που το βρήκα υπερβολικά μελό και φλύαρο) με είχε ενθουσιάσει. Την παρακολούθησα μόνος μου στην πρωτότυπη γλώσσα, και από περιέργεια, με παρέα, στη μεταγλωττισμένη στην αγγλική έκδοση. Θύμιζε το “Battle Royal” αλλά με έναν εγκλωβισμό που σάρωνε τις ελπίδες σου για Happy Ending και επιδείνωνε την ανάγκη σου για κάθαρση. Το δε, στυλιζάρισμα με όρους σκηνογραφίας, έβαζε και τη θεατρική διάσταση της τραγωδίας. 

Η δεύτερη σαιζόν ακολούθησε με αρκετή καθυστέρηση -και προσχηματική “υπόθεση εργασίας”-. Κόβεται απότομα (καθώς αποτελεί την κορύφωση της δράσης μισής νοηματικά σαιζόν -η δεύτερη και η τρίτη σαιζόν αποτελούν το νοηματικό όλον του νέου κεφαλαίου-) και σε αφήνει όχι με αγωνία αλλά με αμηχανία.

Τί συμβαίνει όμως στην τρίτη σαιζόν;


Όταν το θέαμα πνίγει την πρόθεση και ο θάνατος… γίνεται φόρμα

Η τρίτη σεζόν του “Παιχνιδιού του Καλαμαριού” (Squid Game) επιχειρεί να συνεχίσει το σύμπαν που είχε κάποτε σοκάρει το κοινό με την ωμή του αλληγορία και την κυνική ειλικρίνεια του. Ωστόσο, αυτό που κάποτε ήταν σάτιρα πάνω στην κοινωνική ανισότητα, την ανθρώπινη απελπισία και την καπιταλιστική κτηνωδία, μετατρέπεται πλέον – ειρωνικά – σε αυτό ακριβώς που κατηγορούσε: προϊόν μαζικής κατανάλωσης, σε πολυτελή συσκευασία, με -και για- συναισθηματικά αναλώσιμους χαρακτήρες.

Παρά τις προσπάθειες για «περισσότερο βάθος» μέσω νέων θεματικών παιχνιδιών, σχέσεων και καταστάσεων (η συμπερίληψη εξυπηρετεί… τη συμπερίληψη, όχι την ουσία της), η ιστορία βυθίζεται σε ένα φαύλο κύκλο με νέους παίκτες, νέου κανόνες, σε παλιά και γνώριμη φόρμουλα. Η ανθρώπινη ζωή χάνει την αξία της όσο νέοι, αναλώσιμοι χαρακτήρες, μπαίνουν στη φαρέτρα (ή το παιχνίδι αν προτιμάτε), για να εξυπηρετήσουν τις κορυφώσεις της ιστορίας (και τον αριθμό των νεκρών). Οι στιγμές φρίκης δεν σοκάρουν πια, όχι μόνο γιατί έγιναν συνήθεια, αλλά γιατί μοιάζουν προσχεδιασμένες για να “διασκεδάσουν” και “διασκευάσουν” την αρχική ιστορία, παρά να ταρακουνήσουν κοιμισμένες συνειδήσεις. Κάθε ψωφολάκιασμα παίκτη μοιάζει με προσεκτικά χορογραφημένο θάνατο (για να έχουν κάτι και οι content creators να συζητάνε), με αποτέλεσμα η τραγωδία να χάνει την ηθική της βαρύτητα.

Ας τα πιάσουμε από την αρχή: Η κεντρική ιδέα, το παιχνίδι ως μηχανή εκμετάλλευσης, δεν έχει πλέον την ανατρεπτικότητα της πρώτης σεζόν. Αντίθετα, η σειρά μοιάζει να βολεύεται στο ίδιο το φαινόμενο που υποτίθεται ότι κατήγγειλε. Φτιάχνοντας ένα θέαμα στο οποίο εκατοντάδες πεθαίνουν με «στυλ» για να ικανοποιηθεί η δίψα του κοινού για αίμα και αγωνία, ο θάνατος δίνει ζωή στα ξαφνιάσματα, όχι στον προβληματισμό. 

Είναι ειρωνικό πως η σειρά που ξεκίνησε ως καταγγελία κατά της κτηνώδους φύσης των παικτών ενός κάποιου παιχνιδιού που επαναπροσδιορίζει τις αξίες στο πλαίσιο επιβίωσης (με κοινό στόχο και σκοπό, μια καλύτερη ζωή πάνω στο καπιταλιστικό μοντέλο) να είναι μια κάποια αναπαραγωγή και όχι εξέλιξη, με πιο καλογυαλισμένη συσκευασία;

Οι ηθοποιοί – παλιοί και νέοι – (περισσότεροι νέοι, λιγότερο παλιοί, για προφανείς λόγους) “παλεύουν” με υλικό και εργαλεία που προδίδουν την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων. Οι ερμηνείες (στους συμπεριληπτικούς χαρακτήρες, ελαφρώς πιο “τσιμπημένες”) δεν είναι το πρόβλημα· το πρόβλημα είναι η κατεύθυνση. Οι ανθρώπινες συγκρούσεις γίνονται εργαλεία «ανατροπών» και όχι αφορμές για ενδοσκόπηση. Ακόμη και όταν η σειρά επιχειρεί να θίγει ζητήματα όπως η ηθική της επιβίωσης ή ο μηδενισμός της εξουσίας, το κάνει επιδερμικά, σαν απαραίτητο άλλοθι ανάμεσα σε δύο «σοκαριστικές» σκηνές.

Να μην παρεξηγηθώ: Η τρίτη σεζόν του “Παιχνιδιού του Καλαμαριού” βλέπεται ευχάριστα με την παραδοσιακή έννοια: είναι καλοφτιαγμένη, θεαματική και (στο πλαίσιο του guilty pleasure) εθιστική. Αλλά ίσως γι’ αυτό είναι και πιο επικίνδυνη. Γιατί όταν το μακελειό παρουσιάζεται με ύφος υπερθεάματος και η ανθρώπινη ζωή γίνεται αριθμός στο σενάριο -και τις στολές-, δεν παρακολουθούμε πλέον μια αλληγορία· παρακολουθούμε το ίδιο το «παιχνίδι», και αυτή τη φορά το κοινό δεν είναι αθώο και άβγαλτο.

Τί “παίζει” στην τρίτη σεζόν στο “Παιχνίδι του Καλαμαριού”; [Μάθε… πριν πατήσεις το play…]

-Η αισθητική του τρόμου έχει αλλάξει κατεύθυνση στη δεύτερη και τρίτη σαιζόν. Τα σκηνικά είναι πιο φαντασμαγορικά και τεχνολογικά προηγμένα, λιγότερο όμως υποκινούμενα από κάτι τις το ψυχολογικό. Η βία γίνεται περισσότερο εντυπωσιακή, παρά σοκαριστική, ένα αισθητικό προϊόν -αν μου επιτραπεί η έκφραση-, παρά ηθική κραυγή.

-Σε πολλές σκηνές γίνεται πιο ξεκάθαρη η «αφηγηματική ταύτιση» του κοινού με τους θεατές του παιχνιδιού. Η σειρά (αν και μεθοδευμένα, όχι μεθοδικά) στρέφει τον καθρέφτη σε εμάς: εμείς είμαστε οι αποδέκτες της «διασκέδασης».

-Οι απώλειες παικτών είναι πλέον μαζικές, σχεδόν χωρίς ταυτότητα. Η αφαίρεση ουσιαστικών κομματιών της προσωπικής ιστορίας των συμμετεχόντων κάνει την εξόντωσή τους πιο “εύπεπτη” (και αυτό είναι εσκεμμένο). [με μοναδικές εξαιρέσεις τη σχέση μάνας-γιού και αυτή της διαφυλετικής ηρωίδας, αποκλειστικά όμως στις ιστορίες που έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο]. 

-Η εξέλιξη της αποτύπωσης της «ελίτ», δηλαδή αυτών που στήνουν και “συμμετέχουν” στο παιχνίδι, μαζί και ο τρόπος που παρουσιάζονται διοργανωτές του παιχνιδιού, αλλάζει. Αποκτούν νέο βάθος ή νέα μορφή εξουσίας (αποφεύγω στα spoiler). Παρατήρησε πώς αποδομούνται, ανακυκλώνονται ή και εσωτερικά διαφωνούν. 

-Αρκετοί παίκτες στη σεζόν δείχνουν να συμμετέχουν χωρίς εξαναγκασμό, κάποιοι δε από απληστία ή ως θεραπεία της πλήξης. Αυτό φέρνει στο προσκήνιο την τρομακτική πραγματικότητα της «εθελοντικής βαρβαρότητας» για επιβίωση ή φήμη.

-Η «παγκοσμιοποίηση» του παιχνιδιού έχει πολλές ερμηνείες (ιδιαίτερα με το τέλος του 6ου επεισοδίου). Για να αποφύγουμε τα spoiler, πάμε σε γενίκευση. Το πεδίο δράσης είναι διεθνές και πιο σύνθετο. Διαφορετικά κοινωνικά, πολιτισμικά και εθνικά υπόβαθρα συνθλίβονται κάτω από την ίδια λογική: εκείνη του θεάματος, του “εύκολου” κέρδους και της απόλυτης εξουσίας.

-Δεν υπάρχει πραγματική αντίσταση στην ηθική «αποδοχή» του παιχνιδιού.

-Υπάρχουν πολλές δομές (και στιγμές) που θυμίζουν έντονα τις προηγούμενες σεζόν. Δυστυχώς είναι λιγότερο φόρος τιμής και περισσότερο τεμπελιά. (Ακούω όμως και την αντίθετη άποψη). 

Τί στο διάολο σου συμβαίνει για να βλέπεις φόνους ως διασκέδαση;
Σε αυτό το εύλογο ερώτημα, υπάρχουν επιχειρήματα που δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη κάποιων θεατών να παρακολουθούν “ψεύτικους” φόνους, σε ασφαλές περιβάλλον, όπως μια τηλεοπτική πλατφόρμα που περιλαμβάνει επεισόδια κάτω των 60 λεπτών. Οι ειδικοί καταλήγουν σε μερικά:

-Καταπιεσμένη περιέργεια και ψυχολογική εκτόνωση:
Ο άνθρωπος έχει μια φυσική έλξη προς το απαγορευμένο, αυτό που προκαλεί τρόμο, το σκοτεινό. Μέσα από τη θέαση εγκλημάτων, βρίσκει μια «ασφαλή» διέξοδο να έρθει σε επαφή με τον φόβο, χωρίς πραγματικό κίνδυνο. Το φαινόμενο ονομάζεται στα αγγλικά “morbid curiosity”.

-Ανάγκη για κατανόηση του κακού
Με αφορμή τις σειρές του Netflix “Monster”, έχει παρατηρηθεί ότι δείγμα κοινού αισθάνεται πως μέσα από την παρακολούθηση φόνων ή εγκλημάτων, ο θεατής προσπαθεί να κατανοήσει τι οδηγεί έναν άνθρωπο σε αποτρόπαιες πράξεις. Δημιουργείται έτσι η ψευδαίσθηση ότι, αν «καταλάβουμε» τον δολοφόνο, μπορούμε να προστατευτούμε από το κακό ή να το αναγνωρίσουμε εγκαίρως.

-Αφήγηση και κάθαρση
Όπως στην αρχαία τραγωδία, η παρακολούθηση φόνων οδηγεί σε κάθαρση — μια συναισθηματική λύτρωση. Ο φόνος, όταν παρουσιάζεται με ηθική ανατροπή, απονομή δικαιοσύνης ή μεταμέλεια, καθησυχάζει τις ηθικές αγωνίες του θεατή και προσφέρει ψευδαίσθηση ελέγχου.

Γιατί όμως καλό είναι να μην διασκεδάζουμε με φόνους; [ΑΚΑ A healthy degree of scepticism (που λένε στο χωριό μου)]

Η μετατροπή του ανθρώπινου πόνου σε θέαμα μάς απευαισθητοποιεί και μας αφαιρεί ανθρωπιά. Όταν ένας φόνος -μια πραγματική τραγωδία που αφήνει πίσω της θύματα, οικογένειες, οδύνη και διαλυμένες ζωές- παρουσιάζεται σαν ψυχαγωγικό προϊόν, ο θεατής παύει να βλέπει τον άνθρωπο και αρχίζει να βλέπει «περίπτωση». Το θύμα γίνεται χαρακτήρας, ο δράστης ανάλυση, κι εμείς απλοί καταναλωτές βίας. Όμως κάθε φορά που «απολαμβάνουμε» έναν φόνο στην τηλεόραση ή το Netflix, κάποιος εκεί έξω θρηνεί έναν αληθινό άνθρωπο. Κι αυτό δεν είναι διασκέδαση, είναι το αντίστροφο της ενσυναίσθησης.

Για αυτούς που θέλουν να δουν το τυρί πριν τους πιάσει η φάκα.

Αποφεύγω να δίνω σπόιλερς, αλλά στο πνεύμα της σειράς, ας αφήσω κάποια στοιχεία για τους περίεργους θεατές και τους… δύσκολους λύτες. 

-Περισσότερο από κάθε σαιζόν, στο τέλος κάθε επεισοδίου, ίσως πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου: διασκεδάζω, σοκάρομαι ή απλώς εθίζομαι; Και ο τελευταίος κύκλος, παρά τις αντιφάσεις της, σε ωθεί να το σκεφτείς.

-Ένας παίκτης που αγαπάς… θυσιάζει (ή θυσιάζεται) για κάτι ανώτερο: Το ίδιο το μέλλον.

-Guest Star από τον “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” καταλήγει στο “Παιχνίδι του Καλαμαριού”. Μήπως παίζει Αμερικανικό σίκουελ στο μέλλον; 

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος