ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Και ας πέρασαν από τότε σχεδόν έξι δεκαετίες, κάθε φορά που βρίσκομαι στην πλατεία Αριστοτέλους ή για βόλτα ή για έναν καφέ, το βλέμμα μου θα καρφωθεί στην είσοδο του κινηματογράφου «ΟΛΥΜΠΙΟΝ». Όχι για δω την ταινία που προβάλει ή άλλες εκδηλώσεις, αλλά για να γυρίσω πίσω τον χρόνο σ’ εκείνον τον Σεπτέμβρη του 1960: μια μεγάλη αφίσα έγραφε «ΠΡΩΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ». Για λίγα τουλάχιστον λεπτά αφήνομαι στη θύμηση και ξαναβλέπω τις σκηνές ολοζώντανες σαν μόλις εκείνη τη στιγμή να γίνονται. Και ήμουν τότε παιδί ακόμα. Λίγα χρόνια μετά, το πανηγύρι των εικόνων μεταφέρθηκε στο μεγαλοπρεπές κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών απέναντι από το σύμβολο της Θεσσαλονίκης, τον Λευκό Πύργο. Πρώτα Σεπτέμβρη, μετά Οκτώβρη, μέχρι το 1997 που θα ξαναγυρίσει οριστικά εκεί όπου όλα ξεκίνησαν, δηλαδή στο «ΟΛΥΜΠΙΟΝ».
Το πανηγύρι των εικόνων συνεχίζεται ακόμα, μόνο που άλλαξε τίτλο για τρίτη φορά. Ξεκίνησε σαν «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου», έγινε «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», για να καταλήξει «Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης». Και τι δεν έγινε μέσα σε αυτές τις δεκαετίες που πέρασαν… Τι ταινίες, τι πρόσωπα, τι επεισόδια, τι γεγονότα! Τα περισσότερα από αυτά έχουν πια ξεχαστεί. Ακόμα και τα πιο πρόσφατα. Οδοστρωτήρας ο χρόνος και τα σαρώνει όλα. Ωστόσο, κάποιοι που έζησαν τα γεγονότα απ’ έξω και από μέσα επιμένουν να θυμούνται. Ένας από αυτούς είμαι και εγώ, που σαν έρχεται εκείνη η εποχή να ξεκινήσει το πανηγύρι των εικόνων παρακολουθώ τα δρώμενα και μάλιστα με ενδιαφέρει κάθε τι που θα γραφτεί γι’ αυτό το δεκαήμερο που κρατά το πανηγύρι.
Χρόνια ολόκληρα περίμενα πως κάποιος θα στρωθεί και θα γράψει για εκείνα τα πρώτα 32 χρόνια που αφορούσαν αποκλειστικά τον ελληνικό κινηματογράφο. Έτσι κι αλλιώς αυτή η εκδήλωση ξεκίνησε και έγινε για να τιμηθεί ο ελληνικός κινηματογράφος. Εξάλλου, μέσα από αυτό το Φεστιβάλ γεννήθηκαν τόσα άλλα, που αυτήν τη στιγμή ο ελληνικός κινηματογράφος νιώθει υπερηφάνεια για όσες ταινίες μας πρόσφεραν και άφησαν κληρονομιά σε αυτόν τον τόπο. Βέβαια κατά καιρούς κάποια εφημερίδα, κάποιο περιοδικό (και τώρα στο διαδίκτυο) ορισμένοι δημοσιογράφοι έγραφαν κάποια κομμάτια. Αλλά ήταν αδύνατον να φωτιστούν, έστω για λίγο, τα γεγονότα που σφράγισαν τις τρείς δεκαετίες. Οι περισσότεροι εστίαζαν την προσοχή τους στον περίφημο Β’ εξώστη. Αλλά ποιον εξώστη; Εκείνου της παρακμής, του χαβαλέ, του τίποτα. Και όχι του πώς ξεκίνησε εκείνος ο Β’ εξώστης. Έχοντας πλήρη άγνοια του τι ακριβώς είχε γίνει.
Έτσι άρχισε να τριγυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να στρωθώ να γράψω εγώ το χρονικό αυτό μια και το έζησα από τη γέννησή του μέχρι και το φινάλε του. Κατά καιρούς με τους επώνυμους φίλους μου, αυτούς που πήραν μέρος στο φεστιβάλ, κουβεντιάζαμε για όλο το προσκήνιο και εγώ είχα να πω ουκ ολίγα καθώς, ανάμεσα στα άλλα, για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, λόγω της φύσης της εργασίας μου στο ξενοδοχείο «Mediterranean Palace», ζούσα καθημερινά με όλους τους φεστιβαλιστές τις διάφορες επιτροπές, τα χάπενινγκ − που δεν ήταν και λίγα, πολλά από τα οποία δεν έβγαιναν καν προς τα έξω μια και δεν είχαν πρόσβαση οι διάφοροι δημοσιογράφοι, και κρατούσα σημειώσεις έτσι, για το δικό μου κέφι. Χωρίς τότε να υποπτεύομαι ότι μια μέρα αυτές οι σημειώσεις θα μου ήταν πολύτιμες. Έτσι σιγά σιγά γεννήθηκε η ιδέα του να συγκεντρωθεί το υλικό, χρόνο με το χρόνο, με όλες τις λεπτομέρειες, όλα τα πρόσωπα, όλα τα γεγονότα και να αρχίσει η καταγραφή τους.
Εκεί που έπαιρνα την απόφαση να στρωθώ και να γράψω εκεί άρχιζε και η απόρριψη ή μάλλον η αμφιβολία αν άξιζε ο κόπος να σωθεί όλο αυτό το υλικό. Η ιδέα πέρασε από 40 κύματα ώσπου κάποια μέρα που βρισκόμουν σε μια προβολή του «Διεθνούς Φεστιβάλ» και βλέποντας αυτά που συνέβαιναν, έκανα τις συγκρίσεις και έβλεπα πως υπήρχε μεγάλη διαφορά στο τότε από το σήμερα. Ήταν η μέρα με τη νύχτα. Και αυτά τα νέα παιδιά ιδέα δεν είχαν πώς γιορταζόταν το πανηγύρι των εικόνων. Έτσι κι αλλιώς άρχισα να θέλω να κάνω ξανά το ταξίδι μέσα στον χρόνο, να ξαναζήσω όλα όσα μπόρεσε η μνήμη να κρατήσει και όσα άξιζαν να σωθούν, και ένα βράδυ ξεφυλλίζοντας κάτι παλιές φωτογραφίες από το φεστιβάλ είπα «ή τώρα ή ποτέ». Και άρχισα να γράφω ξεκινώντας από το «ΟΛΥΜΠΙΟΝ» εκείνον τον Σεπτέμβρη του 1960.
Απανωτές οι συγκινήσεις, τα ερωτήματα ξανά και ξανά που έβαζα στον εαυτό μου, αν και πόσο θα τα καταφέρω. Κάποια σκόρπια κομμάτια, έτσι για να μου πουν τη γνώμη τους, έδινα κατά καιρούς σε φίλους που αγαπούσαν το σινεμά και το φεστιβάλ. Ανάμεσα τους ο Νίκος Κούνδουρος, ο Παντελής Βούλγαρης και άλλοι πολλοί που γνώριζα πως θα μου έλεγαν την αλήθεια. Έπαιρνα κουράγιο από τις παρατηρήσεις τους και συνέχιζα με περισσότερο πείσμα. Εκείνος δε που πίστεψε αμέσως στο όνειρο αυτό ήταν ο εκδότης μου Πέτρος Παπασαραντόπουλος, ο οποίος μου είπε «Προχώρα το και μόλις είσαι έτοιμος θα το εκδώσουμε».
Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε το ταξίδι αλλά ήταν απίστευτα συναρπαστικό. Ξαναζούσα τα πάντα, ξαναέβλεπα τα πάντα. Και κάποια στιγμή παρέδωσα τα χειρόγραφα. Επιλέχθηκε ο τίτλος «Θυμάμαι… 32 χρόνια Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης».
Θαρρώ πως έβαλα και εγώ ένα πετραδάκι, έστω μικρό, για να μην ξεχαστεί ένα κορυφαίο γεγονός που λάμπρυνε αυτή την πόλη. Σίγουρα κάποιοι από τους παλιούς θα θυμηθούν πολλά από τα νιάτα τους και κυρίως θα μάθουν οι νέοι όσα περάσαμε πριν τα σβήσει ο χρόνος.
Νίκος Γκροσδάνης
Συνέντευξη του συγγραφέα στο Πρώτο Πρόγραμμα και στην εκπομπή Μπλε σαν πορτοκάλι μπορείτε να ακούσετε εδώ.
Ο Παντελής Βούλγαρης μιλά για τον Νίκο Γκροσδάνη.
Ο Νίκος Γκροσδάνης σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ3 για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Σημείωση: οι φωτογραφίες του βιβλίου προέρχονται από το αρχείο του Νίκου και Γιάννη Γκροσδάνη καθώς και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μας παραχωρήθηκαν από τις Εκδόσεις Επίκεντρο για την παρουσίαση.