ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Η λογοτεχνία ήταν πάντα το καταφύγιό μου, πέρα από τη μεγάλη αγάπη μου για τη ζωγραφική και, βέβαια, για την υποκριτική και το θέατρο που μπήκαν λίγο αργότερα στη ζωή μου. Ξεκινώντας δειλά με στιχάκια και ποιήματα, μέχρι τη συγγραφή μυθιστορημάτων, το γράψιμο ήταν ανέκαθεν ο τρόπος μου να επιβιώνω στον πραγματικά αντιρομαντικό κόσμο που ζούμε πια. Βέβαια, πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποφασίσω να εκδώσω κάτι, μια και όλα, λίγο πολύ, έχουν ειπωθεί και οι “κορυφές” είναι ήδη κατειλημμένες∙ χρειάστηκε πρώτα η παρότρυνση κάποιων ανθρώπων που εκτιμώ κι εμπιστεύομαι πολύ, για να το κάνω.
Η σουρεαλιστική μυθοπλασία, μπορεί να γίνει αντιληπτή από το εξώφυλλο, στο οποίο (καλύπτοντας και την άλλη μου αγάπη, τη ζωγραφική) προσπάθησα να απεικονίσω όλα όσα μπορεί να κρύβονται στο μυαλό ενός τρελλού, ή κάποιου που ακολουθεί έναν τρελλό (τρελλός με δύο λ, που «τρελλαίνουν» το μυαλό – ίσως μια αγάπη σε παλαιότερους τύπους της γλώσσας μας που χάνεται σιγά σιγά καθώς αλλάζει, παρέα με τους καιρούς).
Όλοι αυτοί, μονοπωλώντας για λίγο τον νέο, ο καθένας στο δικό του σκηνικό και από τη δική του σκοπιά, θα συζητήσουν –στην ουσία θα φιλοσοφήσουν– πάνω στον έρωτα, στην αγάπη, στη ζωή, στον θάνατο, στα μεγάλα λάθη της ιστορίας, στα πάθη, στις παρανοήσεις, στη θνητή μας φύση, στο ανθρώπινο τοπίο γενικά. Μια μέρα μετά, συναντιούνται όλοι μαζί∙ θέσεις και αντιθέσεις ξεδιπλώνονται, μεγάλες πεποιθήσεις καταρρέουν, πολλά «πιστεύω» αποδομούνται.
Αντέχουμε, άραγε, τόση αλήθεια; Και, εντέλει, τι είναι αλήθεια απ’ όσα πιστεύουμε σ’ έναν κόσμο μηδενικού αθροίσματος;
Ένα μυθιστόρημα που αν δεν καταφέρει να αλλάξει εντελώς την κοσμοθεωρία του αναγνώστη, θα τον κάνει τουλάχιστον να σκεφτεί αρκετά, πάντα μέσα σε μια απολαυστική διαδρομή∙ μια βόλτα στον ελεύθερο στοχασμό.
Κωνσταντίνος Αλσινός
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Αλσινού ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟΥ ΤΡΕΛΛΟΥ είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ (σελ.: 281, τιμή: 14,00 €).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Τι παίζετε;» ρώτησε ο νέος τους δύο άνδρες κοιτάζοντας το επιτραπέζιο παίγνιο που τους απασχολούσε.
«Το μόνο παιχνίδι που κληθήκαμε ν’ αρχίσουμε, και υποχρεούμαστε να συνεχίζουμε στο διάβα των αιώνων», είπε ο γηραιότερος.
«Εσύ δεν παίζεις;» ρώτησε έπειτα τον γέροντα που στεκόταν όρθιος, αυτόν που του είχε συστηθεί στην αρχή της ημέρας ως Χρόνος.
«Όχι, φίλε μου, εγώ δεν ανακατεύομαι σε αυτά, εγώ κάνω απλώς τη δουλειά μου, κι ας νομίζουν οι άλλοι ότι ορίζουν∙ μονάχα εγώ ξέρω και ορίζω…» απάντησε αυτός κουνώντας πάλι λίγο το ραβδί του στο νερό, ενώ οι άλλοι δύο τον κοιτούσαν συνωμοτικά.
«Ένα παιχνίδι, ένα ατέρμονο παιχνίδι…» είπε ο τρελλός από πάνω τους.
«Και ποιος κερδίζει σε αυτό το παιχνίδι;»
Τότε οι δύο παίχτες έκαναν να μιλήσουν ταυτόχρονα μα σταμάτησαν την τελευταία στιγμή∙ ύστερα, σιωπηλά, ένευαν ο ένας στον άλλον να μιλήσει –για κάμποσο– φοβούμενοι μη μιλήσουν μαζί.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε τον καθιστό γέροντα ο νέος.
«Τίποτα, παιδί μου, απλώς δεν μπορούμε να μιλάμε ταυτόχρονα, εγώ μιλώ μόνον όταν σωπαίνει ο άλλος, κι αντίστροφα, έτσι φτιάχτηκε ο κόσμος∙ είναι μια συνθήκη που πρέπει να τηρήσουμε αναγκαστικά, και δεν χρειάζεται να γίνεται κι αλλιώς, αφού, όπως και να ’χει, μιλώντας εγώ επιβεβαιώνω πάντα την ύπαρξη και τα λεγόμενα του άλλου∙ υπάρχοντας εγώ, υπάρχει κι αυτός».
«Τα μπερδεύεις πάλι…»
«Τίποτα δεν μπερδεύω∙ το μπέρδεμα ξεκινά όταν εμείς οι δυο σωπαίνουμε κι απομένετε μόνοι σας. Εκεί, όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς…»