ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Στον «Ψηφιακό ανθρωπισμό» συγκέντρωσα γραπτά και συνεντεύξεις που αφορούν την παρούσα μορφή της εικονιστικής κοινωνίας. Στην πλειονότητά τους γράφτηκαν ενόσω οι αρχικές μεταστάσεις της οικονομικής κρίσης στον δημόσιο, όπως επίσης στον προσωπικό βίο των πολιτών, προξένησαν, ιδίως στη Δύση, κύματα ανησυχίας, αγανάκτησης και αγχώδους απαισιοδοξίας. Η εν λόγω εμπεριείχε μια δυσήνια ανασφάλεια ενόψει της πρωτόγνωρης φθοράς βεβαιοτήτων και κανόνων τόσο στην εθνική δημόσια σφαίρα, όσο επίσης στη διεθνή γεωπολιτική τάξη. Σταδιακά επικράτησε ένα κλίμα εύκρατο για θεωρητικά έργα που περιγράφουν μια παρακμή προβλέποντας ενίοτε μελαγχολικά και άλλοτε χαιρέκακα, το επικείμενο τέλος του δυτικού πολιτισμού. Ωστόσο οι αφηγήσεις για το τέλος της Δύσης είναι αλληλένδετες με την ιστορία της σε βαθμό που είναι δελεαστικό να πούμε ότι η Δύση επανεφευρίσκεται διακηρύσσοντας το τέλος της. Παράλληλα αναπτύχθηκε μια σκέψη στον αντίποδα της προαναφερθείσας πολιτισμικής απαισιοδοξίας, απηχώντας την εξίσου ισχυρή στην ιστορία της Δύσης ουτοπική παράδοση. Πρεσβεύοντας την οριστική επίλυση όλων των προβλημάτων όχι απλώς της Δύσης, αλλά της ανθρωπότητας συνολικά μέσω της τεχνικής εξέλιξης, τα ποικίλα ρεύματα του υπερανθρωπισμού κηρύσσουν την έλευση ενός αναβαθμισμένου ανθρωπίνου είδους που θα υπερβεί τους βιολογικούς περιορισμούς του κατακτώντας ακόμη και την αθανασία.
Προς το παρόν δεν μπορούμε παρά να εικάζουμε αν και με ποιους τρόπους θα αναβαθμιστεί το εικονιστικό υποκείμενο προκειμένου ν’ ανταποκρίνεται καλύτερα στον μελλοντικά υβριδικότερο βίο. Οι υπερανθρωπιστές πρεσβεύουν ότι οφείλει να τροποποιηθεί γενετικά ώστε να ενισχυθούν οι διανοητικές και, γενικότερα, βιολογικές λειτουργίες του ή ότι πρέπει να εξελιχθεί σ’ έναν κυβερνοοργανισμό ώστε ν’ αλληλεπιδρά πληρέστερα με το εικονιστικό περιβάλλον. Μπορούμε να φανταστούμε επίσης έναν συνδυασμό των δυο παραπάνω ή αντί της συγχώνευσης της βιολογικής με την τεχνική εξέλιξη, την κυριαρχία της δεύτερης επί της πρώτης. Σε αυτή την περίπτωση ενδέχεται μια μορφή υπερευφυούς τεχνητής νοημοσύνης να καθορίζει αποφασιστικά την πορεία της μελλοντικής ανθρωπότητας, με όσες δυνατότητες υπέρβασης της σπανιότητας ενεργειακών πόρων, αλλά κυρίως με όσους υπαρξιακούς κινδύνους, κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Όμως το βιβλίο δεν αποβλέπει στην μελλοντολογία ούτε σε μια ενδελεχή κριτική του υπερανθρωπισμού ως ιδεολογία της εικονιστικής κοινωνίας. Στοχεύει, πρωτίστως, στην περιγραφή της τρέχουσας μορφής της εικονιστικής κοινωνίας και ορισμένων χαρακτηριστικών του εικονιστικού υποκειμένου ως νέου ανθρωπότυπου υπό το πρίσμα ενός ψηφιακού ανθρωπισμού. Πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια αναστοχαστική τέχνη του βίου, όταν αβίαστα εκχωρούμε στην καθημερινότητα την διαχείριση των επιλογών και την λήψη αποφάσεων σε αλγορίθμους για ν’ ανακουφιστούμε από το άχθος της πληθωριστικής ελευθερίας;
Απέναντι στον τεχνολογικό μεσσιανισμό της Silicon Valley ο ψηφιακός ανθρωπισμός αποκαλύπτει τον υποτιθέμενο λυτρωτικό χαρακτήρα τής τεχνικής ως ιδεολογία αναδεικνύοντας την αμφισημία της ψηφιακής εξέλιξης. Νηφάλια καταδεικνύει τους κινδύνους τής ανεξέταστης τεχνικής προόδου τονίζοντας τη μοναδικότητα της ανθρωπινότητας η οποία είναι συνυφασμένη με τη θνητότητα. Απελευθερωνόμενος από τον θάνατο ο άνθρωπος θα έχανε την ανθρωπινότητά του, το τρεμοσβήνον άπειρο εντός του περατού. Δίχως αυτήν δεν θα ήταν ούτε ελεύθερος. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, επειδή είναι θνητός διαθέτοντας εκτός από ορθό λόγο, φαντασία, επιθυμίες, πάθη και συναισθήματα χάρη στα οποία νοηματοδοτεί τη ζωή σε βίο επιδρώντας στον φυσικό κόσμο. Ο ψηφιακός ανθρωπισμός υπερασπίζεται τον πνευματικό πολιτισμό έναντι της κυριαρχίας των αλγορίθμων, συνεισφέροντας ταυτόχρονα στη διεύρυνση και εμβάθυνση της δημοκρατίας διότι αναγνωρίζει την σημασία του νοήματος για την ανθρωπινότητα. Δεν είναι αμυντικός, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στο να καταστείλει την τεχνική εξέλιξη, αντιθέτως επιθυμεί την ανάπτυξή της για τον εμπλουτισμό της ανθρώπινης εμπειρίας επικρίνοντας τις ουτοπικές προσδοκίες θέωσης όντας αισιόδοξος για τις προοπτικές που διανοίγονται.
Θεοφάνης Τάσης
Το βιβλίο του Θεοφάνη Τάση Ψηφιακός ανθρωπισμός. Εικονιστικό υποκείμενο και τεχνητή νοημοσύνη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός (σελ.: 238, τιμή: €16,50).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η εικόνα εαυτού στο διαδίκτυο αποκαλύπτει και συγχρόνως αποκρύπτει τον εαυτό από τον ίδιο και τους άλλους. Συχνά αντικαθιστά τον εαυτό μετατρεπόμενη σε είδωλο, δηλαδή, αυτονομείται από το εικονιστικό υποκείμενο το οποίο ως ειδωλολάτρης την επιμελείται εις βάρος του ενσώματου εαυτού. Κατά την λατρεία της καθίσταται επιμελητής στην έκθεση του βίου του. Επιλέγει ρούχα, μουσική, ταξίδια, αθλήματα, γαστρονομία και διατροφή δραματουργώντας τον βίο ως μια διαρκή παράσταση για ένα ψηφιακό κοινό, δηλαδή, τους διαδικτυακούς φίλους και ακολούθους, προκειμένου να διεκδικήσει την ορατότητα της εικόνας εαυτού. Ορατότητα εδώ σημαίνει εξασφάλιση της προσοχής. Στην εικονιστική κοινωνία η συγκέντρωση της προσοχής σπανίζει λόγω του πληθωρισμού των πληροφοριών και των επιλογών που παράγει η βιομηχανία τεχνών του βίου με συνέπεια να καθίσταται αγαθό. Προκειμένου να κερδηθεί η προσοχή η εικόνα εαυτού πρέπει να διαθέτει συγκινησιακό φορτίο. Σε αυτή την οικονομία της προσοχής το να είναι κανείς αυθεντικός αποτελεί την νέα κατηγορική προσταγή η οποία επιβάλλεται κοινωνικά. Το εικονιστικό υποκείμενο επιδιώκει την αυθεντικότητα εντός της πληθωριστικής ελευθερίας ως επί το πλείστον σκηνοθετώντας τον εαυτό ως εικόνα. Επιμελείται τα ποικίλα προφίλ του στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης επιχειρώντας ν’ αναδείξει την μοναδικότητά του. Ειρωνικώς, προφίλ πριν την εικονιστική κοινωνία είχαν μόνο οι εγκληματίες. Αλλά παρά την ηδονή που προσφέρει η σκηνοθεσία του βίου ως διαρκή ροή ψηφιακών βίντεο και φωτογραφιών το εικονιστικό υποκείμενο δυσκολεύεται ν’ ανακαλέσει στην μνήμη την αίσθηση μιας εμπειρίας διότι την βίωσε κυρίως εξεικονίζοντάς την, δηλαδή με αναφορά την διεκδίκηση της προσοχής των άλλων. Καταφεύγει λοιπόν στην κοινοποιημένη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξεικόνιση της εμπειρίας για να την αναβιώσει. Όμως ανακαλώντας εμπειρίες ως αναρτημένες ψηφιακές εικόνες, τις οποίες έχει επιμεληθεί, και υπό αυτή την έννοια ηθελημένα ή αθέλητα λογοκρίνει, αποβλέποντας στην μεγέθυνση της ορατότητάς του από τους άλλους, δεν τις αναβιώνει παρά ως εργαλεία διεκδίκησης αναγνώρισης. Ως προσφορά για το είδωλό του, δηλαδή όχι ως μεστές νοήματος στιγμές σ’ έναν τόπο παρά ως άχρονες σκιές στο ψηφιακό σπήλαιο του διαδικτύου. Τοιουτοτρόπως η κατηγορική προσταγή για αυθεντικότητα στην πληθωριστική ελευθερία οδηγεί στην αναυθεντικότητα καθιστώντας το εικονιστικό υποκείμενο ταυτόχρονα θύτη και θύμα της εικόνας εαυτού. Το ψηφιακό προφίλ στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, όπου αυταπατάται πως εξαπατά τους άλλους σκηνοθετώντας την ειλικρίνειά του προκειμένου να την αποφύγει, είναι τόπος εγκλήματος και λατρείας όπου τιμωρία και λύτρωση ταυτίζονται.
Έτσι αγγίζει συχνότερα οθόνες και σπανιότερα τους άλλους ή το σώμα του. Κατ´ αυτό τον τρόπο ολοένα και λιγότερα το αγγίζουν. Αλλά το εικονιστικό υποκείμενο θέλει να το αγγίξουν και ν´ αγγίξει τους άλλους. Ωστόσο, καθώς συγκινείται δυσκολότερα, επιδίδεται αγχωδώς στην διαρκή αναζήτηση πάσης φύσεως εμπειριών τις οποίες θα κοινοποιήσει στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης προκειμένου να συγκινηθεί από την υποδοχή τους. Το εικονιστικό υποκείμενο έχει ψυχική υποθερμία εξού και αποζητά διαρκώς συγκίνηση. Στις διαπροσωπικές σχέσεις δανείζεται αβίαστα οικειότητα υποθηκεύοντας μακροπρόθεσμα την εγγύτητα. Η κοινοποίηση της προσωπικής εμπειρίας συνοδεύεται από την εντεινόμενη ατροφία της ενσυναίσθησης, δηλαδή, την ικανότητα να συναισθανθεί και να συμπονέσει τον άλλον αναγνωρίζοντας την εμπειρία του. Ως εκ τούτου δυσκολεύεται να τον συγχωρήσει καθώς ενδόμυχα λαχταρά να συγχωρήσει τον ανέγγιχτο εαυτό του. Η υποχώρηση της σημασίας της αφής στην καθημερινότητα συγκαθορίζεται από την αύξηση της σημασίας της όρασης στην επικοινωνία. Αλλά η ενσυναίσθηση, το συγχωρείν, όπως επίσης η ικανότητα ν´ αγαπούμε, μαθαίνονται και βιώνονται εξ απαλών ονύχων μέσω συναισθημάτων, δηλαδή, σωματικά. Καθώς η επικοινωνία γίνεται λιγότερο ενσώματη συντελούμενη ως επί το πλείστον ψηφιακά, η κοινή πραγματικότητα στην εικονιστική κοινωνία εξασθενεί. Η θερμοκρασία των διαπροσωπικών σχέσεων σημειώνει πτώση και η υφή του ατομικού, όπως επίσης του κοινωνικού χρόνου, λειαίνει αδιάλειπτα, δηλαδή, τα γεγονότα πυκνώνουν και εξαϋλώνονται ψηφιοποιούμενες προτού προλάβουν να σχηματιστούν προσωπικές και πολιτικές αφηγήσεις ικανές να δημιουργήσουν βιογραφίες και ιστορία. Ως συνέπεια αυτών ο εαυτός και η κοινωνία αραιώνουν σχηματίζοντας την αδιαφάνεια του παρόντος.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ