ΜΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Για τη συλλογή διηγημάτων μου
«Κόμπο τον κόμπο»
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω δυο λόγια για τη συλλογή διηγημάτων μου Κόμπο τον κόμπο, σκέφτηκα αυτό που αυθόρμητα ξεστόμισε η Αμάντα Μιχαλοπούλου, ερωτώμενη πώς θα ανέλυε το διήγημά της «Ελάφια στα δάση»: «Εγώ; Μα εγώ το έγραψα!». Είναι βέβαιο λοιπόν ότι και εγώ δεν κρατώ στα χέρια μου τα ερμηνευτικά κλειδιά των διηγημάτων μου. Το μόνο για το οποίο μπορώ να μιλήσω είναι η σύλληψή τους και ο τρόπος με τον οποίο εργάστηκα.
Όλα τα διηγήματα της συλλογής Κόμπο τον κόμπο γράφτηκαν μέσα σε χρονικό διάστημα τριών ετών και έμειναν έναν χρόνο περίπου στο συρτάρι. Έως ότου να έρθει η ώρα του αποχωρισμού από κάτι που θεωρούσα ολωσδιόλου δικό μου, επεξεργάστηκα ξανά και ξανά ζητήματα υφολογικών επιλογών, συνοχής, πυκνότητας, κορύφωσης της πλοκής. Η πρώτη ιστορία που έγραψα ήταν το «Δεν είχε τυχερό». Στον καθρέφτη της γραφής μου εισέβαλε ερήμην μου ένας κόσμος τραχύς, τον οποίο γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια μέσα από τις αφηγήσεις των παππούδων μου. Ενδοσκοπώντας το μέσο της έκφρασής μου, σκέφτηκα ότι έπρεπε να διερευνήσω τη σχέση του κόσμου εκείνου με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Να κατασκευάσω μια μυθοπλασία που δεν θα εξωραΐζει ούτε θα νοσταλγεί την αναλγησία, τη στασιμότητα και τον πρωτογονισμό, που θα αφήνει σε δεύτερο πλάνο τα ήθη, τα έθιμα και τη ζωή στο χωριό για να δώσει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο φάσμα ανθρώπινων αδυναμιών, απωλειών, συγκρούσεων με τον εαυτό και τον άλλο,ανατροπών, αποδοχής ή μη της πραγματικότητας, όλων γενικά των μεγάλων θεμάτων που διαχρονικά απασχολούν τη λογοτεχνία.
Από τη στιγμή μάλιστα που αποφάσισα να τοποθετήσω τους ήρωές μου στην περιοχή της Ηπείρου από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα έως και τα μετεμφυλιακά περίπου χρόνια, θα ήταν προδοσία απέναντί τους να μην τους δώσω τη γλώσσα που μιλούσαν οι προγονοί μου, μια γλώσσα χαμηλότονη, δωρική, σφιχτοδεμένη που όπως έχει πει χαρακτηριστικά ο Σωτήρης Δημητρίου «θα τα ζήλευε και ο καλύτερος ποιητής». Η εκφραστική ευστοχία και η λιτότητα αυτής της γλώσσας που ξέρει να εντοπίζει και να αναδεικνύει τον «πυρήνα της ζωής» με δυο κουβέντες, είναι τα χαρακτηριστικά που με έπεισαν ότι ο αδρός προφορικός λόγος του τόπου μου αξίζει να ζωντανέψει και να γίνει λόγος αφηγηματικός.
Δήμητρα Λουκά