Η μαγεία της Κρήτης στα «Καρτ Ποστάλ» του σκηνοθέτη Γ. Παπαβασιλείου – Αποκλειστική συνέντευξη στο ertnews.gr

Το μυθιστόρημα «Οι Καρτ Ποστάλ» («Cartes Postales from Greece») αλλά και τα διηγήματα του βιβλίου «Ο Τελευταίος Χορός» («The Last Dance») της καταξιωμένης συγγραφέα, Βικτόρια Χίσλοπ, ενώθηκαν και παρουσιάστηκαν σε 12 αυτοτελείς ιστορίες, με τίτλο «Καρτ Ποστάλ» στην τηλεόραση της ΕΡΤ. Σκηνοθέτης του τηλεοπτικού πρότζεκτ είναι ο Γιώργος Παπαβασιλείου, ο οποίος έχει βραβευτεί σε διάφορα Διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Πιο πρόσφατη είναι η επιτυχία του στο 10ο Διεθνές Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου στην Αθήνα, με την ταινία μικρού μήκους «The corona diaries». Επέστρεψε λοιπόν στη γενέτειρά του, την Ελλάδα, με σκοπό να συμμετάσχει σε αυτή την μεγάλη παραγωγή.

Λίγο μετά την ολοκλήρωση του «Καρτ Ποστάλ», ο Γιώργος Παπαβασιλείου μιλά αποκλειστικά στο ertnews.gr και στην Λυδία Κωτσιαρίδη για τη σκηνοθεσία της τηλεοπτικής σειράς, τον ρόλο της Βικτόρια Χίσλοπ στο εγχείρημα και μας αποκαλύπτει τις προσδοκίες του για το ερχόμενο έτος.

1) Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε στη σκηνοθεσία και σας ώθησε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με αυτή; Ήταν κάτι που θέλατε από παιδί ή το διαπιστώσατε στην πορεία;

Μπορώ να πω με μεγάλη βεβαιότητα ότι όταν ήμουν μικρός, ήθελα «μια μέρα» να γίνω σκηνοθέτης. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στη Γερμανία, όπου ζούσα με τους γονείς μου (μετανάστες εργάτες), υπήρχαν μόνο τρία τηλεοπτικά κανάλια στα οποία προβάλλονταν φυσικά και ταινίες, μεταξύ των οποίων και ένα «Γουέστερν» μια φορά το μήνα. Στη μικρή πόλη που ζούσα, πέρα από ποδόσφαιρο και ένα μικρό κινηματογράφο, δεν υπήρχαν πολλές άλλες δυνατότητες ψυχαγωγίας. Στον κινηματογράφο ξόδευα σχεδόν όλο μου το χαρτζιλίκι. Η παρακολούθηση ταινιών ήταν για μένα φαντασία και μαγεία ταυτόχρονα. Με τις ταινίες των Steven Spielberg, George Lucas και, μεταγενέστερα, των Wolfgang Petersen, David Lynch, Θόδωρου Αγγελόπουλου, Francois Truffaut und Ridley Scott, ένιωθα ότι δίχως αυτή τη φαντασία και τη μαγεία, η ζωή δεν έχει ιδιαίτερο νόημα.

2) Το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό σάς γνώρισε από τη σειρά «42 Βαθμοί Κελσίου», κυρίως όμως από την επιτυχημένη σειρά «Καρτ Ποστάλ» της ΕΡΤ, η οποία πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκε. Μιλάμε για μία σειρά γεμάτη αντιθέσεις, κυρίως σε επίπεδο χαρακτήρων. Τι ρόλο πιστεύετε ότι έπαιξε το τοπίο της Κρήτης ως σκηνικό και πως αναδείχθηκαν οι χαρακτήρες;

Η Κρήτη είναι ένας τόπος, τόσο δραματουργικά όσο και οπτικά, μαγικός και ιδανικός για τις 12 ιστορίες της σειράς «Cartes Postales». Δεδομένου ότι η σειρά δείχνει αρχετυπικά την προσωπική «Οδύσσεια» ενός ανθρώπου που στέκεται μπροστά στα «συντρίμμια» της ζωής του και, στη συνέχεια, προσπαθεί να βρει τις «ρίζες» του, να ανακαλύψει τον εαυτό του και να «σωθεί» ο ίδιος με το να κατανοεί και να «σώζει» άλλους ανθρώπους, δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο μυστικιστικός τόπος από την Κρήτη για αυτό το «ταξίδι-Οδύσσεια» του ήρωά μας. Και συμβαίνει συχνά, ο τόπος και οι περιστάσεις να έχουν πολύ μεγάλη επίδραση στους ηθοποιούς, καθώς αυτοί εμπνέονται όχι μόνο από τον ρόλο τους και από τον σκηνοθέτη, αλλά και από τις συνθήκες (φως, κλίμα, τοπίο, μυρωδιές, ήχοι, χρώματα, πολιτισμός, παράδοση) και τους ανθρώπους που τους περιβάλλουν – όλα αυτά έχουν μεγάλη επίδραση στην υποκριτική ικανότητά τους. Επιπλέον, η κρητική φιλοξενία και η προθυμία των ανθρώπων να μας εξυπηρετήσουν, βοήθησαν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό στην υλοποίηση του έργου. Αυτή, την πατροπαράδοτη κρητική φιλοξενία, τη διάθεση των Κρητικών για βοήθεια και τον επαγγελματισμό τους επιβεβαιώνουν και Γερμανοί συνάδελφοί μου, οι οποίοι επίσης γύρισαν ταινίες στην Κρήτη.

3) Το γεγονός ότι από τη μία το σενάριο είναι βασισμένο στα βιβλία «The Last Dance» και «Cartes Postales from Greece» της καταξιωμένης και αναγνωρισμένης στην Ελλάδα Βικτόρια Χίσλοπ και από την άλλη η παραγωγή της ΕΡΤ, οι σειρές της οποίας κινούνται πλέον πολύ ενεργά και με απήχηση στον χώρο της τηλεόρασης, σας επηρέασαν στην απόφασή σας να σκηνοθετήσετε το «Καρτ Ποστάλ»;

Φυσικά. Όπως έχω παρατηρήσει ήδη από το 2020, πρόθεση της ΕΡΤ είναι μελλοντικά να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη μυθοπλασία. Δεν χρειάστηκε, επομένως, να το ξανασκεφτώ για το αν θα αναλάβω τη σκηνοθεσία της σειράς, τη στιγμή μάλιστα που α) η Victoria Hislop είναι εγγύηση ποιότητας και β) η εταιρεία της κινηματογραφικής παραγωγής «Need a Fixer» διαθέτει την κατάλληλη εξειδίκευση και τον δέοντα επαγγελματισμό. Προσωπικά παρακολουθώ με ενδιαφέρον και άλλες σειρές που προβάλλονται στην ΕΡΤ, όπως, για παράδειγμα, «Τα καλύτερά μας χρόνια». Ελπίζω, η ΕΡΤ, με τη μεγάλη «εμπειρία» και τη δυναμική που διαθέτει, μελλοντικά να συνεχίσει την παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων με μυθοπλασία.

4) Μέσα από τη σκηνοθετική σας τοποθέτηση, καθώς και μέσα τον  τρόπο που
«καδράρετε» τους χαρακτήρες της σειράς, αναδεικνύεται η κινηματογραφική σας ματιά. Ήταν επιδίωξή σας να προσθέσετε αυτό το στοιχείο στην ελληνική τηλεόραση ή απλώς συνέβη; Είναι κάτι «δικό» σας;

Θα έλεγα, και τα δύο. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ κινηματογράφου και τηλεόρασης. Υπάρχουν κακές κινηματογραφικές ταινίες και πολύ καλές τηλεοπτικές ταινίες ή σειρές, όπως, φυσικά, και αντίστροφα. Πάντα προσπαθώ, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας, να πετύχουμε την τελειότερη – δυνατόν – καλλιτεχνική προσέγγιση του εκάστοτε σεναρίου. Κάθε επιμέρους ιστορία στο «Cartes Postales» έχει διαφορετικό ρυθμό, εκφράζει διαφορετικό συναίσθημα και απαιτεί διαφορετική δραματουργική προσέγγιση. Τρία στοιχεία του «Cartes Postales» είχαν για μένα ιδιαίτερη βαρύτητα: Πρώτον, η καλλιτεχνική και οπτική ανάδειξη της προσωπικής «Οδύσσειας», δηλ. του «εσωτερικού και εξωτερικού ταξιδιού» του κεντρικού ήρωα. Για παράδειγμα, όποιος παρακολουθεί τη σειρά διαπιστώνει ότι τα πλάνα από τα τοπία της Κρήτης ποτέ δεν είναι «στατικά» αλλά διαρκώς δυναμικά, εξελισσόμενα και με ομαλή «ροή». Θέλαμε, λοιπόν, με το διευθυντή φωτογραφίας Γιάννη Δρακουλαράκο, να υποστηρίξουμε οπτικά το «ταξίδι» του πρωταγωνιστή μας. Για να το πετύχουμε αυτό, ο θεατής έπρεπε να «συνταξιδεύει» με τον «ήρωά» μας και να βιώνει μαζί του κάθε στιγμή της «Οδύσσειάς» του, αντί απλώς να τον παρακολουθεί από «απόσταση». Το δεύτερο, επίσης σημαντικό στοιχείο, ήταν η ταύτιση του θεατή με τον «ήρωά» μας. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν αρκεί μόνο η ερμηνευτική καθοδήγηση του πρωταγωνιστή από τον σκηνοθέτη, αλλά, επιπλέον, θα πρέπει να αναδεικνύεται – με λήψη της εικόνας από κατάλληλη οπτική γωνία – το δικό του οπτικό πεδίο. Τέλος, προσπαθήσαμε να υποστηρίξουμε οπτικά τους ισχυρούς συμβολισμούς και τις πολυάριθμες «μεταφορές» από την ελληνική μυθολογία μας, στις οποίες βασίζονται οι ιστορίες της Victoria Hislop. Ως παράδειγμα αναφέρεται το 3ο επεισόδιο «Ποτέ την Τρίτη»: Ο ηλικιωμένος άνδρας και πατέρας κάθεται μόνος σε μια ερημική παραλία, με το βλέμμα του «καρφωμένο» στην ανοιχτή θάλασσα. Περιμένει με προσμονή την επιστροφή του χαμένου γιου του, ελπίζοντας να τον συγχωρέσει για το τραγικό λάθος του. Ποιος δεν σκέφτεται, βλέποντας αυτή την εικόνα, τον «Αιγέα» που περιμένει το «Θησέα»? Πιστεύω ότι πετύχαμε το στόχο μας.

5) Βραβευτήκατε για το «The corona diaries», στο 10ο Διεθνές Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου Αθήνας. Πείτε μας λίγα λόγια για τη μικρού μήκους ταινία σας.

Η απόφαση το Μάρτιο 2020 για «Lockdown» αορίστου χρονικού διαστήματος, λόγω του κορονοϊού, αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη εμπειρία για ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως, φυσικά, και για μένα. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτό το διάστημα του «Lockdown» ήθελα να αποτρέψω την αδράνεια της εγκεφαλικής λειτουργίας μου. Είχα, λοιπόν, την ιδέα, να γράψω μικρές ιστορίες για την πανδημία και το «Lockdown» και να τις μεταφέρω σε Έλληνες ηθοποιούς από τη Γερμανία, την Ελλάδα και τη Γαλλία, οι οποίοι, «ακολουθώντας» το εκάστοτε σενάριο, γύρισαν μόνοι τους μικρές ταινίες. Στη συνέχεια αυτές τις κλειστοφοβικές, εν μέρει, όμως, και από κωμικά στοιχεία αποτελούμενες ταινίες μικρού μήκους, τις επεξεργαστήκαμε κατάλληλα, τις συνθέσαμε και δημιουργήσαμε μία μικρή κινηματογραφική ταινία διάρκειας 30 λεπτών. Η ταινία αντικατοπτρίζει συναισθηματικά, δραματουργικά και οπτικά την σχεδόν παρανοϊκή κατάσταση, θα έλεγα, που επικράτησε κατά τη διάρκεια του πρώτου «Lockdown». Επιπλέον, η ταινία αποτελεί αυθεντικό ντοκουμέντο. Οι μελλοντικές γενιές, παρακολουθώντας την, δεν θα μπορούν να πιστέψουν την εικόνα μιας Αθήνας που, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, είναι έρημη.

6) Το 2021 σιγά σιγά μας «αφήνει». Ποια είναι η επίγευσή του σε εσάς και ποιες είναι οι προσδοκίες σας για το ερχόμενο έτος;

Εύχομαι σ’ όλους μας, το 2022 ν’ αποτελέσει το έτος «απελευθέρωσης» από την πανδημία
και να μη χρειαστεί, ποτέ πια, να ξαναζήσουμε τέτοιου είδους καταστάσεις! Και εύχομαι να
γυρίσω ακόμα πολλές σπουδαίες σειρές για την ΕΡΤ.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος