ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Φοβάμαι τη λάθος κίνηση, την τεντώνω για να σπάσει.
Η Χώρα αναμονής υπήρξε η συγκυρία. Ένας ιδιότυπος τρόπος επικοινωνίας, ανάμεσα σε μένα και εκείνους. Το κίνητρο να μοιράζομαι, μεταμφιέζοντας. Να εναποθέτω, να μεταθέτω, να ξεμπερδεύω ή να κόβω – κόμπους και κουβάρια.
Στο τοπίο αυτό
–που αναπνέοντας κυματιστά μας ανεχόταν–
ο ήλιος
έτρεχε πίσω μας κι εμείς κρυβόμασταν
στο θυμάρι και στο μέλι.
Έχω μάθει, εμπράκτως, πως στα λάθη κρύβεται το έναυσμα για να δεις τα πράγματα από διαφορετική οπτική. Ένα λοξό πρισματικό παράθυρο του κόσμου ξεκλειδώνει πίσω από κάθε λάθος.
Έτσι -σαν λάθος- προέκυψαν τα αντικείμενα. Ήταν φθινόπωρο, πριν δώδεκα χρόνια, όταν η Λένα Φιλίπποβα μας ζήτησε μια άσκηση με περιγραφές αντικειμένων. Ο στόχος ήταν διαφορετικός, όμως η δική μου λανθασμένη προσέγγιση, με οδήγησε στην πορεία ενός σαπουνιού που καταλήγει να κυνηγάει λυσσασμένα τη μορφή του.
Ακολούθησαν και άλλα αντικείμενα και μικρές ιστορίες. Έξι χρόνια αργότερα ο Ευγένιος Αρανίτσης ετοίμαζε τα μαθήματα συγγραφής. Παρακολούθησα το πρώτο (και μοναδικό εκείνης της περιόδου) και έμαθα να αφαιρώ. Ένας ολόκληρος κύκλος συναντήσεων ακολούθησε την επόμενη χρονιά και με βοήθησε να αφαιρώ και να αφαιρώ (λέξεις και ανατροπές).
είσαι το ανεξάρτητο φρένο που καθορίζει
την ταχύτητα διαφυγής
καυτή εκδρομή παιδικού ορίου:
τα κουκουνάρια σκάνε και ο αέρας θολώνει από τη ζέστη
της ελευθερίας.
Η καθημερινή αγωνία της ζωής τρέχει ανάμεσα σε παιδιά, απορίες, απώλειες, επιθυμίες και υποχρεώσεις, αποτυπώνοντας ανώδυνα τα ίχνη της σε ένα ψηφιακό φύλλο χαρτί.
Όταν κλείνω τα μάτια, η πρώτη εικόνα είναι εκείνη της κίνησης. Μια φυγή ανάμεσα σε ένα ρευστό εναλλασσόμενο περιβάλλον. Συνήθως έπεται η πτήση, διότι η εξ αποστάσεως παρατήρηση φαίνεται να με διευκολύνει.
Καθόμουν λοιπόν δίπλα από το κρεβάτι σου και
όταν κοιμόσουν
έβλεπα τα πουλιά να πετάνε από το μπαλκόνι· δεν
ήξερα πως
είναι μέσα μου φυτεμένη η ενηλικίωση, πως
η απώλεια και η δημιουργία μας καθορίζουν.
Χρωματίζουν τα φύλλα σου το καυτό νερό.
Πηγαινοέρχομαι
άδειο σακί φουσκωμένο αέρα
άμυνα στην άγνοια αλλά και σύμμαχος στο ας πούμε πάθος.
Είμαστε πολλοί που μισούμε τα παιχνίδια
μια γλυκιά γουλιά κατρακυλά στον λαιμό
σήμερα ένιωσα πως δεν ορίζω
(τι καλά που είμαι μικρή ακόμα και έχω τόσες ανασφάλειες.)
Έχουν γίνει πολλά από τότε. Και το ασταθές τώρα γίνεται όλο και πιο βίαιο, παράλογο και αβέβαιο. Επιστρέφοντας όμως στο τότε, διακρίνω σε κάθε σελίδα ένα πρόσωπο να με κοιτάζει. Ένα πρόσωπο μνήμης που γραπώνεται στο παρόν από τα αντικείμενα και τους οικείους χώρους. Παρατηρώ τα αντικείμενα, στέκονται ακίνητα, ανήμπορα στην ιδέα της φθοράς τους. Συνήθως ζωντανεύουν. Έχουν την τάση να με τυλίγουν ή να με καταπίνουν.
Πορτρέτα από γραμμές λέξεων και εσοχές παραγράφων.
Παρατηρώ τις τομές του χρόνου ν’ αναβοσβήνουν.
Αλλάζουν τα πρόσωπα διαρκώς.
Θα ήθελα ο λόγος μου να είναι περισσότερο αιχμηρός.
Κυριακή
Περπατάει δίπλα στη θάλασσα
με λυμένα αθλητικά παπούτσια πατάει στα βότσαλα –
σώμα δυνατό.
Μοναχική παρέλαση σε αργή κίνηση.
την ακολουθώ κρυφά, διασχίζουμε την ακτή.
Σέρνει ένα μακρύ δίχτυ φορτωμένο
γιαπωνέζικα γράμματα.
το δίχτυ πλέκεται με το νερό
τραβάει τη θάλασσα
την ξεγυμνώνει.
τη σηκώνει σαν σεντόνι και την τινάζει.
Πετάγονται τα ψάρια
στο στρώμα του βυθού μεγαλώνουν αχινοί.
Όρθια κοιτάζει τη ραφή του ορίζοντα
τέλεια στρωμένο κρεβάτι.
δεν βλέπω ποτέ το πρόσωπο, μόνο την πλάτη
σκιά που βυθίζεται στις πέτρες.
Πλησιάζω
μυρίζει άρτο.
την έχουν σκεπάσει
πέτρες μικρές, πολύ μικρές, χνουδωτές με ουρά,
που νιαουρίζουν εμβατήρια στο κύμα.
Στην εικόνα του εξωφύλλου, η Μαΐτα Χατζηιωαννίδου αιχμαλώτισε τη στιγμή της μετάβασης και αποτέλεσε ασπίδα, σε ένα τέλος που μαθαίνει να αιωρείται.
Αριάδνη Καλοκύρη