Όλοι έχουμε νιώσει την ακατανίκητη επιθυμία για κάτι γλυκό ή αλμυρό, λέγοντας χαριτολογώντας πως «είμαστε εθισμένοι». Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η επιστημονική κοινότητα εξετάζει σοβαρά το ερώτημα: μπορεί πράγματι το φαγητό να λειτουργεί εθιστικά, όπως η νικοτίνη ή το αλκοόλ;
Η ψυχίατρος Κλερ Γουίλκοξ, ειδική στον εθισμό και ερευνήτρια με πολυετή εμπειρία στη θεραπεία διατροφικών διαταραχών και παχυσαρκίας, μελετά τις εξελίξεις στον τομέα αυτό εδώ και δεκαετίες. Έχει γράψει ένα εγχειρίδιο για τον εθισμό στο φαγητό, την παχυσαρκία και την υπερφαγία και, πιο πρόσφατα, ένα βιβλίο αυτοβοήθειας για άτομα που έχουν έντονες επιθυμίες και εμμονές με ορισμένα τρόφιμα.
Σύμφωνα με την ψυχίατρο, παρόλο που εξακολουθεί να υπάρχει κάποια διαφωνία μεταξύ ψυχολόγων και επιστημόνων, διαμορφώνεται μια συναίνεση ότι ο εθισμός στο φαγητό είναι πραγματικό φαινόμενο. Εκατοντάδες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι ορισμένα τρόφιμα – συχνά αυτά που περιέχουν πολλή ζάχαρη, καθώς και τα υπερεπεξεργασμένα – επηρεάζουν τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά ορισμένων ανθρώπων με τρόπο παρόμοιο με άλλες εθιστικές ουσίες όπως η νικοτίνη.
Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα: ποια είδη τροφίμων μπορούν να θεωρηθούν εθιστικά, ποιοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς σε αυτόν τον εθισμό και για ποιους λόγους. Επίσης, παραμένει ανοιχτό το ζήτημα του πώς συγκρίνεται το φαινόμενο αυτό με άλλους εθισμούς και κατά πόσο οι ίδιες θεραπευτικές προσεγγίσεις θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικές.
Πώς λειτουργεί ο εθισμός;
Οι νευροβιολογικοί μηχανισμοί του εθισμού έχουν χαρτογραφηθεί μέσα από δεκαετίες εργαστηριακής έρευνας που χρησιμοποιεί μεθόδους νευροαπεικόνισης και γνωστικής νευροεπιστήμης. Οι μελέτες δείχνουν ότι προϋπάρχοντες γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες θέτουν το υπόβαθρο για την ανάπτυξη ενός εθισμού. Η τακτική κατανάλωση μιας εθιστικής ουσίας προκαλεί αναδιοργάνωση αρκετών σημαντικών συστημάτων του εγκεφάλου, κάνοντας το άτομο να επιθυμεί όλο και περισσότερο αυτή την ουσία.
Αυτή η αναδιοργάνωση συμβαίνει σε τρία βασικά εγκεφαλικά δίκτυα που αντιστοιχούν σε τρεις λειτουργικούς τομείς: το σύστημα ανταμοιβής, το σύστημα απόκρισης στο στρες και το σύστημα που σχετίζεται με τις εκτελεστικές λειτουργίες.
Σύστημα ανταμοιβής
Η χρήση μιας εθιστικής ουσίας προκαλεί την απελευθέρωση ντοπαμίνης, ενός χημικού αγγελιοφόρου που κάνει τον χρήστη να νιώθει ευχάριστα. Η απελευθέρωση ντοπαμίνης διευκολύνει επίσης μια νευροβιολογική διαδικασία που ονομάζεται εξάρτηση, η οποία είναι βασικά μια νευρωνική διαδικασία μάθησης που οδηγεί στη δημιουργία συνηθειών. Ως αποτέλεσμα, τα αισθητηριακά ερεθίσματα που συνδέονται με την ουσία αρχίζουν να επηρεάζουν τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά του ατόμου, προκαλώντας επιθυμία.
Σύστημα στρες και ανοχής
Η συνεχιζόμενη χρήση μιας ουσίας αλλάζει το σύστημα συναισθηματικής και στρεσογόνου απόκρισης του εγκεφάλου. Με την πάροδο του χρόνου, ο οργανισμός αναπτύσσει ανοχή στην ουσία, με αποτέλεσμα να απαιτούνται ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες για να επιτευχθεί το ίδιο αίσθημα ικανοποίησης. Αν ο χρήστης σταματήσει τη χρήση, βιώνει συμπτώματα στέρησης όπως ευερεθιστότητα, ναυτία, παράνοια ή ακόμη και σπασμούς. Σε αυτό το σημείο λειτουργεί η αρνητική ενίσχυση: το άτομο επιστρέφει στη χρήση όχι μόνο γιατί νιώθει ευεξία, αλλά και για να απαλλαγεί από τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκαλεί η στέρηση.
Εκτελεστικές λειτουργίες
Η παρατεταμένη χρήση εθιστικών ουσιών οδηγεί σε προοδευτική δυσλειτουργία του δικτύου εκτελεστικού ελέγχου του εγκεφάλου, το οποίο περιλαμβάνει τον προμετωπιαίο φλοιό και άλλες περιοχές που σχετίζονται με τον έλεγχο των παρορμήσεων και την αυτορρύθμιση. Η εκφύλιση αυτών των περιοχών μειώνει την ικανότητα του ατόμου να ελέγχει τη συμπεριφορά του, γεγονός που εξηγεί τη δυσκολία μακροχρόνιων χρηστών – όπως οι καπνιστές – να διακόψουν τη χρήση.
Τι αποδείξεις υπάρχουν ότι το φαγητό είναι εθιστικό;
Πολλές μελέτες των τελευταίων 25 ετών έχουν δείξει ότι τρόφιμα που περιέχουν πολλή ζάχαρη ή είναι υπερεπεξεργασμένα – δρουν στα ίδια εγκεφαλικά δίκτυα όπως και οι άλλες εθιστικές ουσίες. Οι αλλαγές που προκαλούνται στον εγκέφαλο ενισχύουν περαιτέρω την επιθυμία και την υπερκατανάλωση. Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα με εθιστική σχέση με το φαγητό παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά σημάδια διαταραχής χρήσης ουσιών.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι για ορισμένους ανθρώπους οι λιγούρες για συγκεκριμένα τρόφιμα ξεπερνούν την απλή επιθυμία και υποδηλώνουν εθιστική συμπεριφορά. Μια μελέτη βρήκε ότι τα ερεθίσματα που σχετίζονται με τέτοια τρόφιμα ενεργοποιούν το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου και ότι ο βαθμός ενεργοποίησης προβλέπει την αύξηση βάρους. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η αιφνίδια διακοπή μιας διατροφής υψηλής σε ζάχαρη μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα στέρησης παρόμοια με εκείνα που εμφανίζονται όταν οι άνθρωποι σταματούν τα οπιοειδή ή τη νικοτίνη.
Η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης έχει επίσης συνδεθεί με μείωση της γνωστικής λειτουργίας και βλάβες στον προμετωπιαίο φλοιό και τον ιππόκαμπο, περιοχές που σχετίζονται με τη μνήμη και τον αυτοέλεγχο. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι, όταν παχύσαρκα άτομα εκτίθενται σε οπτικά ερεθίσματα τροφίμων και καλούνται να καταστείλουν την επιθυμία τους, παρουσιάζουν αυξημένη ενεργοποίηση του προμετωπιαίου φλοιού σε σχέση με μη παχύσαρκα άτομα, υποδηλώνοντας μειωμένη ικανότητα αυτοελέγχου απέναντι στο φαγητό.
Αναζήτηση ασφαλών θεραπειών
Η ανάρρωση από εθισμό βασίζεται συχνά στην αποχή από την προβληματική ουσία. Όμως, σε αντίθεση με τη νικοτίνη ή τα ναρκωτικά, το φαγητό είναι απαραίτητο για την επιβίωση, οπότε η πλήρης αποχή δεν αποτελεί επιλογή. Επιπλέον, οι διατροφικές διαταραχές όπως η βουλιμία και η διαταραχή υπερφαγίας, συχνά συνυπάρχουν με την εθιστική κατανάλωση φαγητού. Οι περισσότεροι ψυχολόγοι θεωρούν ότι η ρίζα αυτών των ασθενειών βρίσκεται στην υπερβολική διατροφική στέρηση.
Γι’ αυτό πολλοί ειδικοί στη θεραπεία διατροφικών διαταραχών αποφεύγουν να χαρακτηρίσουν συγκεκριμένα τρόφιμα ως εθιστικά, καθώς φοβούνται ότι η αποχή από αυτά θα μπορούσε να προκαλέσει επεισόδια υπερφαγίας ή να οδηγήσει σε ακραίες διατροφικές πρακτικές. Άλλοι ειδικοί, ωστόσο, θεωρούν ότι η προσεκτική ενσωμάτωση των αρχών της θεραπείας του εθισμού στο φαγητό στα προγράμματα αντιμετώπισης διατροφικών διαταραχών είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και δυνητικά σωτήρια για ορισμένους ασθενείς.
Η αυξανόμενη επιστημονική συναίνεση γύρω από αυτή τη σχέση οδηγεί ερευνητές και θεραπευτές στο να εντάξουν τον εθισμό στο φαγητό στα θεραπευτικά τους προγράμματα. Ένα παράδειγμα προσέγγισης είναι αυτό που περιγράφει η ψυχίατρος εθισμών και ειδικός σε διατροφικές διαταραχές Δρ. Κιμ Ντένις. Στην κλινική της, οι διατροφολόγοι αποθαρρύνουν τις περιοριστικές δίαιτες, αλλά, ταυτόχρονα, βοηθούν τους ασθενείς να μειώσουν την κατανάλωση ορισμένων τροφίμων με τα οποία έχουν αναπτύξει εθιστική σχέση.
Ομάδες ψυχολόγων, ψυχιάτρων, νευροεπιστημόνων και επαγγελματιών ψυχικής υγείας καταβάλλουν προσπάθειες για να συμπεριληφθεί η «διαταραχή χρήσης υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων», γνωστή και ως εθισμός στα τρόφιμα, σε μελλοντικές εκδόσεις διαγνωστικών εγχειριδίων, όπως το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών και η Διεθνής Ταξινόμηση Νοσημάτων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Πέρα από την αναγνώριση αυτού που ήδη βλέπουν οι θεραπευτές στην πράξη, αυτό θα βοηθούσε τους ερευνητές να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση για περαιτέρω μελέτες και καλύτερες θεραπείες.
ΠΗΓΗ: The Conversation
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος