ΗΠΑ: Τι συμβαίνει με τις ρήτρες εχεμύθειας στις συμβάσεις των εργαζομένων

Στις ΗΠΑ, ένας νέος νόμος εμποδίζει τις εταιρείες από το να υποχρεώνουν τους πρώην εργαζόμενους να υπογράφουν διευρυμένες ρήτρες εμπιστευτικότητας

Άρθρο της Τζόσι Κοξ/ Απόδοση Έφη Ζέρβα

Στα τέλη του 2022, η 28χρονη Κιμ, η οποία απασχολείται στον τεχνολογικό κλάδο, απολύθηκε από την επιχείρηση στην οποία εργαζόταν. «Η αποζημίωσή μου ήταν πολύ γενναιόδωρη. Αλλά για να την πάρω, υπέγραψα ένα συμφωνητικό βάσει του οποίου δεν μπορούσα να μιλήσω για οτιδήποτε συνέβη όσο βρισκόμουν στην εταιρεία. Μου το παρουσίασαν ως ένα πρωτόκολλο, ένα έγγραφο το οποίο υπέγραφε οποιοσδήποτε έφευγε, και δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα», εξηγεί η Κιμ.

Από τότε, οι συνθήκες σχετικά με αυτές τις συνήθεις ρήτρες περί μη δυσφήμισης έχουν αλλάξει. Τον Φεβρουάριο, το Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων των ΗΠΑ (National Labor Relations Board, NLRB) ανακοίνωσε πως οι περισσότερες εταιρείες δεν θα μπορούν πλέον να εμποδίζουν τους εργαζόμενους να σχολιάζουν αρνητικά τους πρώην εργοδότες τους δημοσίως. Επίσης, το ομοσπονδιακό όργανο αποφάσισε πως οι εργοδότες δεν μπορούν να εμποδίσουν πρώην εργαζόμενο από το να μιλήσει για το μέγεθος και τη φύση της συμφωνίας αποζημίωσης.

Αυτός ο νόμος, σχεδιασμένος για τη διασφάλιση της δυνατότητας ενός εργαζόμενου να αναφέρεται δημοσίως στους όρους και στις συνθήκες του πακέτου αποζημίωσης, χαιρετίστηκε ως νίκη για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πράγματι, η απόφαση είναι προς την κατεύθυνση της εδραίωσης της διαφάνειας στην εταιρική κουλτούρα.

Ωστόσο, ειδικοί επί των εργασιακών ζητημάτων και πρώην εργαζόμενοι εμφανίζονται σκεπτικοί σχετικά με το κατά πόσο θα καταπολεμήσει την υπάρχουσα κουλτούρα μυστικότητας, που επιτρέπει τη διατήρηση των διακρίσεων και άλλων παραπτωμάτων. Αφ’ ενός, υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις στον κανόνα και αφ’ ετέρου, ο φόβος να μιλήσει κάποιος αρνητικά για έναν εργοδότη και να χαρακτηριστεί ακατάλληλος για πρόσληψη είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη σύγχρονη κουλτούρα της αγοράς εργασίας, που ο ίδιος ο νόμος ίσως να μην αλλάξει, την κατάσταση.

Μια «τεράστια αλλαγή»;

ΗΠΑ: Τι συμβαίνει με τις ρήτρες εχεμύθειας στις συμβάσεις των εργαζομένων

Εδώ και δεκαετίες, οι εργοδότες στις ΗΠΑ ενσωματώνουν όρους στα συμφωνητικά αποζημίωσης με στόχο να εμποδίσουν τους εργαζόμενους που αποχωρούν από το να κοινοποιούν πληροφορίες όπως εμπορικά μυστικά ή ευαίσθητα δεδομένα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, κάποιοι εργοδότες διεύρυναν αυτές τις ρήτρες, στερώντας το δικαίωμα των εργαζομένων να μιλούν για οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί δυσφημιστικό ή εμπιστευτικό. Αυτό αφορά ακόμα και κατηγορίες για διακρίσεις, παρενόχληση ή επισφαλές εργασιακό περιβάλλον.

Το 2020, το NLRB είχε ανακοινώσει πως ήταν νόμιμος ο εξαναγκασμός των εργαζομένων να παραιτηθούν του δικαιώματός τους να μιλήσουν, προκειμένου να λάβουν αποζημίωση. Ωστόσο, τα νέα μέλη στην ηγεσία του NLRB επιδεικνύουν μια προσέγγιση πιο ευνοϊκή για τους εργαζόμενους . Έτσι οδηγηθήκαμε στην κίνηση του περασμένου Φεβρουαρίου, που ανέτρεψε τις αποφάσεις του 2020.

Ενώ κάποιοι χαιρέτισαν την απόφαση του NLRB ως νίκη για τα δικαιώματα των εργαζομένων, άλλοι είχαν μια πιο μετριοπαθή αντίδραση. Νομικοί και άτομα που απολύθηκαν και νιώθουν ότι δεν μπορούν να μιλήσουν σχετικά με τους όρους της αποζημίωσής τους, ανησυχούν πως, στην πραγματικότητα, δεν θα αλλάξει κάτι. «Σίγουρα θα κάνει τη διαφορά για κάποιους εργαζόμενους, το πιο πιθανό, όμως, είναι να μην αποτελέσει τεράστια αλλαγή», λέει ο Τομ Σπιγκλ, εργατολόγος με βάση την Βιρτζίνια των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με ειδικούς, ένας από τους βασικούς λόγους είναι πως υπάρχουν ειδικότητες και οργανισμοί που δεν περιλαμβάνονται στην απόφαση. Υπηρεσίες ομοσπονδιακές, κρατικές και τοπικής αυτοδιοίκησης -μεταξύ αυτών τα δημόσια σχολεία, βιβλιοθήκες και πάρκα– δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του NLRB. Το ίδιο ισχύει για τον σιδηρόδρομο και τις αεροπορικές εταιρείες.

Επιπλέον, κατηγορίες όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι εργαζόμενοι στον γεωργικό τομέα, οι οικιακοί βοηθοί και άτομα που έχουν προσληφθεί από γονέα ή τον/την σύζυγό τους, δύσκολα καλύπτονται από την απαγόρευση. Το ίδιο και οι προϊστάμενοι, ένας ευρύς όρος για οποιονδήποτε προσλαμβάνει εργαζόμενους ή ορίζει το ύψος του μισθού.  

Με το στίγμα του ταραξία

Ωστόσο, ακόμα και για τους εργαζόμενους για τους οποίους ισχύει ο νόμος, η κίνηση του NLRB ίσως να μην αρκεί ώστε να βρουν το θάρρος να μιλήσουν.

«Οι εργαζόμενοι συχνά δεν τολμούν να ασκήσουν κριτική σε πρώην εργοδότη, ακόμα και χωρίς να υπόκεινται σε νομικό ή συμβατικό περιορισμό», λέει η Σίνθια Έστλαντ, καθηγήτρια νομικής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Όπως προσθέτει, «η απόφαση του NLRB απομακρύνει μόνο ένα εμπόδιο». Με άλλα λόγια, ενώ πλέον οι απολυμένοι δεν υποχρεούνται να συμφωνήσουν στο να μη δυσφημίσουν την πρώην εταιρεία τους ώστε να πάρουν αποζημίωση, η νέα απόφαση ίσως να μην αρκεί για να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση: το να μιλάει κάποιος δημοσίως εναντίον πρώην εργοδότη αποτελεί ταμπού.

Η Σάρα Άβιραμ, συγγραφέας και σύμβουλος για θέματα ανθρώπινου δυναμικού, συμφωνεί: «Όταν οι εργαζόμενοι μοιράζονται την εμπειρία που είχαν στην προηγούμενη εταιρεία τους, ακολουθούν έναν σημαντικό άγραφο κανόνα: έπαινος δημοσίως και κριτική κατ’ ιδίαν».

Η Κιμ λέει πως στην εταιρεία όπου εργαζόταν συνέβαιναν πολλά που δεν της άρεσαν. Για παράδειγμα, ένιωθε πως η κουλτούρα ήταν «σεξιστική». Ωστόσο, ακόμα και αν την προστάτευε ο νόμος όταν απολύθηκε, λέει πως ποτέ δεν θα σκεφτόταν να εκφράσει δημοσίως τη γνώμη της για εκείνη την εταιρεία, ειδικά όχι αμέσως μετά την απόλυσή της.

ΗΠΑ: Τι συμβαίνει με τις ρήτρες εχεμύθειας στις συμβάσεις των εργαζομένων

Όπως λέει χαρακτηριστικά, «ακόμα και αν δεν έπρεπε να υπογράψω τη συμφωνία, δεν θα είχα κάνει κάτι διαφορετικό». Η ίδια προσθέτει πως, ειδικά σε ένα περιβάλλον μαζικών απολύσεων και εν μέσω του άγχους που το συνοδεύει, θα ήταν «ανόητο» να διακινδυνεύσει να χαρακτηριστεί ως ταραξίας. «Ήμουν άνεργη και χρειαζόμουν μια νέα δουλειά. Κανείς δεν θέλει να προσλάβει κάποιον που παραπονιέται, που ίσως καταλήξει να αποτελεί κίνδυνο για τις δημόσιες σχέσεις της εταιρείας του», εξηγεί η Κιμ.

Η Άβιραμ έχει συναντήσει κι άλλους εργαζόμενους που νιώθουν το ίδιο. Προσθέτει πως, ειδικά σε ένα περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας, οι απολυμένοι ίσως διαμαρτύρονται για τους προηγούμενους εργοδότες τους σε στενούς φίλους και συγγενείς, όμως δημοσίως, επικεντρώνονται σε αυτό που μπορούν να ελέγξουν, στο να βρουν μια νέα δουλειά, και όχι σε ό,τι δεν μπορούν να ελέγξουν, δηλαδή στην άσχημη εμπειρία που ίσως είχαν.

Επειδή η απόφαση είναι πολύ πρόσφατη, ο Σπιγκλ λέει ότι μένει να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι εταιρείες στα νέα δεδομένα του NLRB: «Επί του παρόντος, οι συμφωνίες περί μη δυσφήμησης βρίσκονται σχεδόν σε κάθε συμφωνητικό αποχώρησης. Οι εταιρείες στηρίζονται σε αυτό σε μεγάλο βαθμό. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα κάνουν οι διευθυντές», λέει ο ίδιος.

Επίσης, είναι πολύ νωρίς να πούμε κατά πόσο θα ενθαρρύνει -ή όχι- τους εργαζόμενους ώστε να μιλήσουν, ή αν θα αλλάξει η αντιμετώπιση όσων αποφασίζουν να μιλήσουν.

Παρόλο που η απόφαση δεν θα άλλαζε την αντίδραση της Κιμ, η ίδια παραμένει αισιόδοξη. «Ίσως είναι ένα σημάδι όσων θα ακολουθήσουν, ένα είδος σταδιακής μετατόπισης στην ισορροπία δυνάμεων προς όφελος του εργαζόμενου. Και μόνο η γνώση πως προστατεύονται λιγότερο, ίσως να είναι αρκετό για τα αφεντικά να φέρονται καλύτερα στους εργαζόμενους. Ακόμα και αν συμβαίνει σπάνια, κανείς δεν θα διακινδυνεύσει να χαρακτηριστεί “κακό αφεντικό” στα κοινωνικά δίκτυα», διευκρινίζει η ίδια.

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος