Ένας πατέρας πέφτει νεκρός από πυροβολισμούς. Μια μητέρα υποκύπτει σε πολλαπλά θανατηφόρα τραύματα. Μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων — μητέρα, πατέρας και δύο μικρά παιδιά — σφαγιάζεται από έναν γιο…από μια κόρη. Από έναν γιο και μια κόρη… που δρουν από κοινού.
Αν και η τηλεόραση μάς φέρνει καθημερινά κοντά στη φρίκη, τίποτα δεν σοκάρει περισσότερο από όταν ένα παιδί σκοτώνει τους γονείς του.
Τι είδους παιδί είναι ικανό για μια τέτοια θηριωδία απέναντι στον γονιό του; Τι είδους συνθήκη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα τόσο βίαιο τέλος; Πρόκειται για παραμελημένα και κακοποιημένα παιδιά με περιορισμένες επιλογές; Παιδιά που ειλικρινά πιστεύουν ότι δεν έχουν καμία άλλη διέξοδο;
Ο όρος πατροκτονία ή μητροκτονία (parricide) αφορά στο προμελετημένο έγκλημα κατά του πατέρα (patricide) ή της μητέρας (matricide) από το ίδιο το παιδί, είτε ανήλικο είτε ενήλικο.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο, το οποίο έχει μελετηθεί εκτενώς στην ψυχολογία και την εγκληματολογία λόγω της έντασης και της τρομακτικής βίας που εκδηλώνεται μέσα στον πυρήνα της οικογένειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το έγκλημα εξελίσσεται μέσα από χρόνια δυσλειτουργικών σχέσεων, ενώ σε άλλες πυροδοτείται από σοβαρές ψυχικές διαταραχές ή από αιφνίδιες ψυχικές αποσταθεροποιήσεις που οδηγούν σε απώλεια ελέγχου.

Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, οι περιπτώσεις parricide αντιπροσωπεύουν περίπου το 1–2 % όλων των ανθρωποκτονιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στον Guardian, περισσότερες από 170 μητέρες έχουν δολοφονηθεί από τους γιους τους τα τελευταία 15 χρόνια. Τα στοιχεία προέρχονται από το Femicide Census, μια βάση δεδομένων που καταγράφει δολοφονίες γυναικών, και αναδεικνύει ότι η μητροκτονία (matricide) στη Βρετανία αποτελεί σοβαρό, συστηματικό και υποεκτιμημένο ζήτημα. Η εγκληματολόγος Ρέιτσελ Κόντρι (Rachel Condry) επισημαίνει ότι πολλοί από αυτούς τους φόνους συνδέονται με ψυχική ασθένεια, ελλιπή πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης και κοινωνική απομόνωση. Λόγω της ανεπαρκούς καταγραφής, τα πραγματικά περιστατικά πιθανότατα είναι ακόμη περισσότερα.

Αν και η κοινή αντίληψη συχνά συνδέει το φαινόμενο με την εφηβική παραβατικότητα, η πλειονότητα των δραστών διεθνώς είναι ενήλικες άνω των 18 ετών. Οι ανήλικοι αντιστοιχούν περίπου στο 20 % όλων των περιπτώσεων, με τα εγκλήματα αυτά να εμφανίζουν σημαντική απόκλιση ως προς τα κίνητρα, το πόσο μακροχρόνιες, επαναλαμβανόμενες ή διαρκείς είναι οι συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια και το ψυχικό υπόβαθρο του δράστη.
Έρευνες δείχνουν ότι οι άνδρες εμφανίζονται συχνότερα ως δράστες, αποτελώντας περίπου το 86% των περιστατικών. Τα κίνητρα πίσω από την πατροκτονία ή μητροκτονία (parricide) μπορεί να διαφέρουν σημαντικά: ορισμένοι δράστες έχουν υποστεί σοβαρή κακοποίηση ή αντιμετωπίζουν ψυχική ασθένεια, ενώ άλλοι μπορεί να βλέπουν τους γονείς τους ως εμπόδιο στις επιθυμίες τους.
Στην ιστορία του εγκλήματος των ΗΠΑ, ορισμένες υποθέσεις έχουν απασχολήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα την κοινή γνώμη. Η περίπτωση της Λίζι Μπόρντεν (Lizzie Borden) στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1892, η οποία κατηγορήθηκε για τις δολοφονίες του πατέρα και της μητριάς της, έγινε αντικείμενο λαϊκής κουλτούρας, τραγουδιών και θεατρικών έργων — παρότι η ίδια τελικά αθωώθηκε.

Αντίστοιχα, οι αδελφοί Μενέντεζ (Menendez brothers) το 1989 δολοφόνησαν τους γονείς τους στο Μπέβερλι Χιλς, υποστηρίζοντας ότι είχαν υποστεί χρόνια κακοποίηση.Η υπόθεση απασχόλησε εκτενώς τα μέσα ενημέρωσης και παραμένει ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα parricide του 20ού αιώνα.
Ποιος σκοτώνει τους γονείς του
Υπάρχουν τρεις τύποι ανθρώπων που διαπράττουν πατροκτονία ή μητροκτονία (parricide):
- το παιδί που έχει κακοποιηθεί σοβαρά και ωθείται πέρα από τα όριά του,
- το παιδί με σοβαρή ψυχική ασθένεια.
- το επικίνδυνα αντικοινωνικό παιδί.
Με μεγάλη διαφορά, ο πιο συχνός τύπος δράστη είναι το παιδί που έχει υποστεί σοβαρή κακοποίηση.
Σύμφωνα με τον Πολ Μόουνς (Paul Mones), δικηγόρο στο Λος Άντζελες που ειδικεύεται στην υπεράσπιση εφήβων δραστών parricide, περισσότεροι από το 90% έχουν κακοποιηθεί από τους γονείς τους.
Οι περιγραφές αυτών των νέων δείχνουν συχνά ότι έφτασαν στη δολοφονία επειδή δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν τις συνθήκες στο σπίτι τους. Πολλά από αυτά τα παιδιά είχαν υποστεί έντονη ψυχολογική κακοποίηση από έναν ή και τους δύο γονείς και συχνά είχαν βιώσει σωματική, σεξουαλική ή λεκτική βία, την οποία έβλεπαν να ασκείται και σε άλλα μέλη της οικογένειας. Με τα χρόνια είχαν προσπαθήσει επανειλημμένα να ζητήσουν βοήθεια — από δασκάλους, συγγενείς ή από τον μη κακοποιητικό ενήλικα του σπιτιού — χωρίς αποτέλεσμα.

Σε αντίθεση με άλλους νεαρούς παραβάτες που καυχιούνται για τις πράξεις τους, αυτά τα παιδιά βιώνουν μια βαθιά εσωτερική σύγκρουση: γνωρίζουν ότι η πράξη τους ήταν λάθος και αισθάνονται αποστροφή για τον φόνο, αλλά ταυτόχρονα νιώθουν και ανακούφιση, επειδή ο κακοποιητικός γονέας δεν μπορεί πλέον να τα βλάψει.
Δεν είχαν συνήθως ιστορικό σοβαρής ψυχικής ασθένειας παραβατικό υπόβαθρο. Για τα περισσότερα παιδιά η πράξη ήταν προϊόν απόγνωσης και μια προσπάθεια να ξεφύγουν από μια οικογενειακή κατάσταση που δεν μπορούσαν πια να αντέξουν.
Μόνο περιστασιακά ένα παιδί με σοβαρή ψυχική ασθένεια σκοτώνει. Πρόκειται για παιδιά που έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Πολλές από αυτές τις υποθέσεις δεν οδηγούνται ποτέ σε δίκη· ο δράστης κρίνεται ανίκανος να δικαστεί.

Υπάρχουν και ορισμένα παιδιά που φαίνεται να προχωρούν σε τέτοιες πράξεις και χωρίς μεταμέλεια παρότι οι γονείς τους ήταν ευγενικοί και φροντιστικοί. Η κατηγορία αυτή — το επικίνδυνα αντικοινωνικό παιδί — συχνά προβάλλεται έντονα στα μέσα ενημέρωσης. Οι ανήλικοι αυτοί δράστες συνήθως εμφανίζουν Διαταραχή Διαγωγής (conduct disorder), μια σοβαρά επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, το κίνητρο μπορεί να έχει έναν περισσότερο πρακτικό και αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, η αποφυγή περιορισμών ή κανόνων, όπως η ανάγκη να ζητούν άδεια για να χρησιμοποιήσουν το αυτοκίνητο.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος