Ο Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, θα συμμετάσχει σήμερα, Δευτέρα 11 Αυγούστου και ώρα 5:00 μ.μ., μέσω τηλεδιάσκεψης, στο έκτακτο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ανταπόκριση – Βρυξέλλες: Γιώργος Συριόπουλος
Η ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική, Κάγια Κάλλας, επιχειρεί -για ακόμη μια φορά- να δεσμεύσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στη γραμμή της συνεχούς προσπάθειας αποδυνάμωσης της Ρωσίας με κυρώσεις, ώστε η λήξη του πολέμου στο ουκρανικό έδαφος να σηματοδοτεί και στρατηγική ήττα για το Κρεμλίνο.
Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η κατάσταση μένει να το δούμε. Στο μεταξύ, οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να εννοήσουν ότι τα διαφορετικά συμφέροντα των κρατών-μελών της ΕΕ είναι αδύνατο να στοιχίσουν τους 27 σε μια λογική αποδοχής σχεδιασμών που μέχρι τώρα έχουν αποδειχτεί ατελέσφοροι – αν όχι και πειραματικοί.
Το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ δεν θεμελιώνεται στην κοινή εξωτερική πολιτική, παρά μόνο στην κοινή εμπορική πολιτική έναντι τρίτων χωρών. Πεδίο στο οποίο, τελευταία, δεν επιβεβαιώνεται η επάρκεια της ευρωγραφειοκρατίας να διαπραγματευτεί τα κοινά συμφέροντα με αδιαμφισβήτητη ικανότητα.
Στις 15 Αυγούστου 2025, η Αλάσκα, το απομακρυσμένο έδαφος που πωλήθηκε από τη Ρωσία στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1867 έναντι 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων, θα φιλοξενήσει μια συνάντηση που μπορεί να καθορίσει το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο Ρώσος ομόλογός του Βλαντιμίρ Πούτιν θα συζητήσουν την πιθανότητα κατάπαυσης του πυρός στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, έναν πόλεμο που έχει προκαλέσει δεκάδες χιλιάδες θύματα και τεράστιες καταστροφές από τον Φεβρουάριο του 2022. Ωστόσο, η συνάντηση αυτή, όπως φαίνεται, θα πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή του Ουκρανού Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι και των Ευρωπαίων ηγετών, εγείροντας σοβαρές ανησυχίες για τις προθέσεις και τις συνέπειες αυτής της διπλωματικής κίνησης.
Συνάντηση με ιστορικό συμβολισμό
Η επιλογή της Αλάσκας ως τόπου συνάντησης δεν είναι τυχαία. Η γεωγραφική εγγύτητα των ΗΠΑ με τη Ρωσία, με το στενό του Μπέρινγκ να χωρίζει τις δύο χώρες, και η ιστορική της σύνδεση της Αλάσκας με τη Ρωσία καθιστούν την τοποθεσία συμβολική. Ο σύμβουλος του Κρεμλίνου Γιούρι Ουσάκοφ χαρακτήρισε την επιλογή «αρκετά λογική», υπογραμμίζοντας τη γειτνίαση και τις δυνατότητες για οικονομική συνεργασία στην περιοχή. Ωστόσο, πίσω από τον συμβολισμό, η ατζέντα της συνάντησης επικεντρώνεται στην επίλυση του ουκρανικού ζητήματος, με την «ανταλλαγή εδαφών» ως μέρος μιας πιθανής συμφωνίας.
Οι προτάσεις του Πούτιν και οι φόβοι για «Μόναχο του 21ου αιώνα»
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Πούτιν απαιτεί την απόσυρση των ουκρανικών δυνάμεων από τα εδάφη του Ντονμπάς που ακόμα ελέγχει η Ουκρανία, την αναγνώριση των ρωσικών προσαρτήσεων στις περιοχές Ντονέτσκ, Λουχάνσκ και Κριμαία, καθώς και την άρση των διεθνών κυρώσεων. Επιπλέον, η Ρωσία δεν προτίθεται να αποσυρθεί από τα κατεχόμενα εδάφη στις περιοχές Χερσώνα και Ζαπορίζια, ενώ η γραμμή του μετώπου θα «παγώσει» στην τρέχουσα κατάσταση. Αυτές οι απαιτήσεις, αν γίνουν αποδεκτές, θα μπορούσαν να επιτρέψουν στη Ρωσία να εδραιώσει τον έλεγχο σε στρατηγικά σημαντικές περιοχές χωρίς περαιτέρω στρατιωτική προσπάθεια, αποδυναμώνοντας την αμυντική γραμμή της Ουκρανίας.
Ο δημοσιογράφος της Wall Street Journal Γιαροσλάβ Τροφίμοφ παρομοίασε μια τέτοια συμφωνία με την παράδοση των Σουδητών το 1938, υποστηρίζοντας ότι η παραχώρηση των οχυρωμένων πόλεων του βόρειου Ντονέτσκ θα καταστήσει την ανατολική Ουκρανία ευάλωτη σε μελλοντική ρωσική προέλαση. Ενώ, η ιστορική αναλογία με τη Συμφωνία του Μονάχου, που θεωρείται σύμβολο της αποτυχίας της πολιτικής κατευνασμού, εντείνει τις ανησυχίες ότι ο Τραμπ μπορεί να επιδιώξει μια βραχυπρόθεσμη «ειρήνη» εις βάρος της μακροπρόθεσμης σταθερότητας.
Σημειώνεται ότι, η «παράδοση των Σουδητών» αναφέρεται στη Συμφωνία του Μονάχου του 1938, όταν η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επέτρεψαν στη ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ να προσαρτήσει τη Σουδητία, μια περιοχή της τότε Τσεχοσλοβακίας με σημαντικό γερμανόφωνο πληθυσμό, με την ελπίδα να αποφευχθεί ο πόλεμος. Η συμφωνία αυτή, που έγινε χωρίς τη συμμετοχή της Τσεχοσλοβακίας, θεωρείται ιστορικό παράδειγμα αποτυχημένης πολιτικής κατευνασμού, καθώς δεν απέτρεψε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τη Γερμανία, αποδυναμώνοντας την Τσεχοσλοβακία.
Η απουσία της Ουκρανίας και της Ευρώπης
Πιθανή απουσία του Ζελένσκι από τη συνάντηση έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Ο Ουκρανός Πρόεδρος δήλωσε κατηγορηματικά ότι «οι Ουκρανοί δεν θα παραδώσουν τη γη τους στον κατακτητή» και ότι «οποιαδήποτε απόφαση χωρίς την Ουκρανία είναι απόφαση κατά της ειρήνης». Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει παραμείνει στο περιθώριο των διαπραγματεύσεων, παρά τις αρχικές δηλώσεις ότι καμία συμφωνία δεν θα ήταν αποδεκτή χωρίς τη συμμετοχή της. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Κιρ Στάρμερ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξέδωσαν κοινή δήλωση απορρίπτοντας το σχέδιο που προωθεί ο Πούτιν, τονίζοντας ότι η γραμμή επαφής πρέπει να αποτελέσει τη βάση των διαπραγματεύσεων και ότι η ειρήνη πρέπει να προστατεύει τα ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας της Ευρώπης. Ωστόσο, η στάση τους φαίνεται να βασίζεται στην ελπίδα ότι ο Τραμπ θα σεβαστεί αυτά τα συμφέροντα, κάτι που θεωρείται αφελές από πολλούς αναλυτές.
Η ευρωπαϊκή αδράνεια και οι συνέπειες
Η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει να προετοιμαστεί επαρκώς για το ενδεχόμενο μιας αμερικανικής αποχώρησης από την υποστήριξη της Ουκρανίας. Παρά τις δεσμεύσεις για «ό,τι χρειάζεται, για όσο χρειάζεται», η ΕΕ αντιμετωπίζει περιορισμούς λόγω των βέτο της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας, της περιορισμένης παραγωγικής ικανότητας της αμυντικής της βιομηχανίας και της έλλειψης στρατηγικών πόρων, όπως πληροφορίες και υλικοτεχνική υποδομή, που παρείχαν οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με το Bruegel και το Kiel Institute, η ΕΕ θα μπορούσε να καλύψει το κενό της αμερικανικής βοήθειας με μια αύξηση των αμυντικών δαπανών μόλις κατά 0,12% του ΑΕΠ της, ένα ποσό εφικτό, αλλά η έλλειψη πολιτικής βούλησης και συντονισμού παραμένει εμπόδιο.
Η πρωτοβουλία του Μακρόν και του Στάρμερ για αποστολή ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία έχει περιοριστεί σε λίγες χιλιάδες στρατιώτες, ανεπαρκείς για να αποτρέψουν μια ρωσική προέλαση. Μόνο λίγα κράτη-μέλη, όπως οι σκανδιναβικές χώρες, οι Βαλτικές και εν μέρει η Γερμανία, συνεχίζουν να υποστηρίζουν ουσιαστικά την Ουκρανία. Η απουσία ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής ενισχύει την ευάλωτη θέση της ΕΕ απέναντι στις αποφάσεις του Τραμπ και του Πούτιν.
Από την άλλη η ηγεσία Ζελένσκι αφυδατώνεται όσο παραμένει Πρόεδρος με παράταση θητείας χωρίς εκλογές και σίγουρα η συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις χωρίς διάθεση ρεαλιστικού συμβιβασμού μάλλον υποδαυλίζει την προοπτική ειρήνης ή …βιώσιμης ειρήνης.
Το μέλλον αρκετών ευρωπαίων πολιτικών εξαρτάται άμεσα πλέον με τις εξελίξεις στην Ουκρανία, ενώ και η ευρωπαϊκή οικονομία υφίσταται αισθητή πίεση – ειδικά στα θέματα των σιτηρών και της ενέργειας.
Μια κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη
Η συνάντηση στην Αλάσκα αποτελεί μια κρίσιμη καμπή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Ο καθηγητής Σαμ Γκριν από το King’s Russia Institute υποστηρίζει ότι η Ευρώπη έχει αποτύχει να προετοιμαστεί για να αποτρέψει μια συμφωνία που θα μπορούσε να μοιάζει με «φαουστιανή συναλλαγή». Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ και η ελπίδα ότι ο Τραμπ θα προστατεύσει τα ευρωπαϊκά αναδύουν ψευδαισθήσεις. Η ασφάλεια της Ουκρανίας και της Ευρώπης εξαρτάται από τη συνεργασία μεταξύ τους για την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης αποτροπής έναντι της Ρωσίας, ανεξάρτητα από τις αποφάσεις της Ουάσινγκτον.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες καλούνται να επιλέξουν: είτε θα συνεχίσουν να υποχωρούν, ελπίζοντας σε μια βραχυπρόθεσμη σταθερότητα, είτε θα επενδύσουν σε μια στρατηγική αυτονομία, αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ, όπως προτείνουν οι αναλυτές, και υποστηρίζοντας την Ουκρανία με κάθε μέσο. Η απόφαση αυτή δεν αφορά μόνο την Ουκρανία, αλλά το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης. Υπ’αυτό το πρίσμα, η συνάντηση της 15ης Αυγούστου στην Αλάσκα δεν είναι απλώς μια διμερής διαπραγμάτευση· είναι μια δοκιμασία της ευρωπαϊκής ενότητας και αποφασιστικότητας.
Στον αντίλογο, όμως, υπάρχουν φωνές που επισημαίνουν ότι κανένας από τους Ευρωπαίους ηγέτες δεν έχει λαϊκή εντολή ή εξουσιοδότηση να υποστηρίξει πάσει θυσία και με κάθε κόστος την χρονικά και οικονομικά απροσδιόριστη συνέχεια αυτού του πολέμου.
Σε κάθε περίπτωση, η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα αποτελεί μια στιγμή αλήθειας για την Ευρώπη.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος