Κάθε εισπνοή μολυσμένου αέρα θα μπορούσε να στρέφει σταδιακά το ανοσοποιητικό σύστημα εναντίον του ίδιου του οργανισμού. Καναδοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι μικροσκοπικοί ρύποι που αιωρούνται στον αστικό αέρα ενδέχεται να μεταβάλλουν με την πάροδο του χρόνου τη συμπεριφορά του ανοσοποιητικού συστήματος, αυξάνοντας δυνητικά τον κίνδυνο εμφάνισης αυτοάνοσων νοσημάτων.
Μελέτη σε 3.548 κατοίκους του Οντάριο, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Rheumatology, έδειξε ότι τα άτομα που ανέπνεαν τον πιο μολυσμένο αέρα είχαν έως και 54% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν υψηλά επίπεδα αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ANA) — ανοσολογικών πρωτεϊνών που επιτίθενται λανθασμένα στους ίδιους τους ιστούς του σώματος. Τα αντισώματα αυτά συχνά εμφανίζονται χρόνια πριν εκδηλωθούν αυτοάνοσα νοσήματα όπως ο λύκος ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η μακροχρόνια έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να ενεργοποιεί αθόρυβα μηχανισμούς του ανοσοποιητικού πολύ πριν εμφανιστούν συμπτώματα.
Πώς επηρεάζουν τον οργανισμό τα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια
Τα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια, γνωστά ως PM2.5, είναι αερομεταφερόμενοι ρύποι με διάμετρο μικρότερη από 2,5 μικρόμετρα — περίπου 30 φορές μικρότερη από το πάχος μιας ανθρώπινης τρίχας. Προέρχονται κυρίως από τα καυσαέρια των οχημάτων, τις βιομηχανικές εκπομπές και την καύση ορυκτών καυσίμων, και καταλήγουν στον αέρα που αναπνέουμε. Σε αντίθεση με τα μεγαλύτερα σωματίδια που παγιδεύονται στη μύτη ή τον λαιμό, τα PM2.5 ταξιδεύουν βαθιά στους πνεύμονες και μπορούν να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος. Μόλις εισέλθουν στον οργανισμό, πυροδοτούν μια αλυσίδα ανοσολογικών αντιδράσεων που οι επιστήμονες μόλις αρχίζουν να κατανοούν.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο McGill και το Πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά ανέλυσαν δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν την περίοδο 2010–2013 από συμμετέχοντες στη Μελέτη Υγείας του Οντάριο, ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα που παρακολουθεί πώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την υγεία. Το δείγμα αποτελούνταν κατά 62% από γυναίκες, με μέση ηλικία τα 54,7 έτη.
Οι επιστήμονες υπολόγισαν την έκθεση κάθε ατόμου σε PM2.5 με βάση τον ταχυδρομικό κώδικα της περιοχής τους, χρησιμοποιώντας δορυφορικές εικόνες και μοντέλα ποιότητας αέρα, προκειμένου να εκτιμήσουν τα μέσα επίπεδα ατμοσφαρικής ρύπανσης κατά τα πέντε έτη πριν από τη λήψη αίματος. Η έκθεση κυμάνθηκε από 3,3 έως 13,8 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, με διάμεσο τιμή τα 9,3. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά ο ετήσιος μέσος όρος συγκέντρωσης των PM2.5 να μην υπερβαίνει τα 5 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα.
Οι επιστήμονες εξέτασαν τα δείγματα αίματος για αντιπυρηνικά αντισώματα (ANA) χρησιμοποιώντας μια εργαστηριακή τεχνική που κάνει αυτά τα αντισώματα να λάμπουν υπό ειδικό φωτισμό όταν προσκολλώνται στα κύτταρα. Τα επίπεδα των αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ANA) μετρώνται σε συγκεντρώσεις που ονομάζονται «τίτλοι», όπου οι υψηλότερες τιμές υποδηλώνουν ισχυρότερες ανοσολογικές αντιδράσεις. Τιμές 1:160 ή υψηλότερες θεωρούνται γενικά θετικές, όμως επίπεδα 1:640 ή 1:1280 προκαλούν μεγαλύτερη ανησυχία, καθώς υποδηλώνουν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει υπερενεργοποιηθεί.
Διαβάστε επίσης: Ατμοσφαιρική ρύπανση, ακραίες θερμοκρασίες και τοξικές ουσίες αυξάνουν δραματικά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο
Περισσότερη ρύπανση, υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων
Η σύγκριση των ανθρώπων που ζουν στις πιο μολυσμένες περιοχές με εκείνους που αναπνέουν τον καθαρότερο αέρα αποκάλυψε ένα εντυπωσιακό μοτίβο. Τα άτομα με την υψηλότερη έκθεση εμφάνισαν αυξημένο κίνδυνο θετικότητας σε αντιπυρηνικά αντισώματα κατά 46% στο επίπεδο 1:640 και κατά 54% στο επίπεδο 1:1280. Η συσχέτιση γινόταν ισχυρότερη όσο αυξάνονταν τα επίπεδα των αντισωμάτων, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επιδράσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο ανοσοποιητικό εντείνονται τόσο με τη μεγαλύτερη έκθεση όσο και με την αυξημένη ανοσολογική αντίδραση.
Περίπου το 34% των συμμετεχόντων βρέθηκε θετικό σε ANA στο επίπεδο 1:160, ποσοστό που συμφωνεί με πρόσφατες μελέτες οι οποίες δείχνουν αύξηση των αυτοανοσολογικών δεικτών στις ανεπτυγμένες χώρες. Οι γυναίκες είχαν διπλάσια πιθανότητα από τους άνδρες να εμφανίσουν πολύ υψηλά επίπεδα αντισωμάτων (6,5% έναντι 3,2% στο επίπεδο 1:1280), αντικατοπτρίζοντας το γνωστό μοτίβο ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα προσβάλλουν συχνότερα τις γυναίκες.
Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, όπως ηλικία, φύλο, φυλή και εθνοτική καταγωγή, ιστορικό καπνίσματος, εισόδημα και αν οι συμμετέχοντες ζούσαν σε αστικές ή αγροτικές περιοχές. Η συσχέτιση ρύπανσης–αντισωμάτων παρέμεινε ισχυρή μετά από όλες αυτές τις προσαρμογές.
Διιαβάστε επίσης: Γιατί οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από αυτοάνοσα νοσήματα
Γιατί τα PM2.5 μπορεί να πυροδοτούν αλλαγές στο ανοσοποιητικό
Όταν εισπνέονται αυτοί οι ρύποι, εγκαθίστανται βαθιά στον πνευμονικό ιστό και προκαλούν φλεγμονή. Ανοσοκύτταρα συρρέουν στην περιοχή, αντιμετωπίζοντας τα σωματίδια ως ξένους εισβολείς και απελευθερώνοντας χημικά σήματα που προκαλούν οίδημα και ερεθισμό. Εργαστηριακές μελέτες υποδεικνύουν ότι η επαναλαμβανόμενη έκθεση μπορεί να συμβάλλει σε χρόνια φλεγμονή, η οποία βλάπτει κύτταρα και ιστούς σε ολόκληρο το σώμα. Αυτή η διαρκής επιβάρυνση θεωρείται ότι τελικά διαβρώνει την «ανοσολογική ανοχή» — την έμφυτη ικανότητα του ανοσοποιητικού να αναγνωρίζει τους ίδιους τους ιστούς ως ακίνδυνους. Όταν αυτή η προστασία καταρρεύσει, τα αντισώματα που κανονικά αμύνονται έναντι βακτηρίων και ιών αρχίζουν να επιτίθενται στον οργανισμό.
Προηγούμενες επιδημιολογικές μελέτες έχουν συνδέσει την έκθεση σε PM2.5 με αυξημένα ποσοστά νοσημάτων όπου το ανοσοποιητικό προσβάλλει πολλαπλά όργανα, όπως ο λύκος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Εργαστηριακά πειράματα δείχνουν ότι τα PM2.5 ενεργοποιούν άμεσα ανοσοκύτταρα στον πνευμονικό ιστό, όμως η παρούσα μελέτη παρέχει ανθρώπινα δεδομένα που δείχνουν ότι η έκθεση σχετίζεται με ανιχνεύσιμες στο αίμα ανοσολογικές μεταβολές.
Ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Ναϊζούο Σάο και η επικεφαλής συγγραφέας Σάσα Μπερνάτσκι, αμφότεροι από το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημιακού Κέντρου Υγείας McGill, σημείωσαν ότι τα αποτελέσματα είναι πιο εμφανή σε υψηλότερα επίπεδα έκθεσης. Το ανοσοποιητικό ενδέχεται να αντέχει τα χαμηλά επίπεδα έκθεσης, αλλά να αντιδρά πιο έντονα όταν η ρύπανση υπερβεί ένα συγκεκριμένο όριο.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν πως η θετικότητα σε ANA δεν σημαίνει ότι κάποιος θα αναπτύξει οπωσδήποτε αυτοάνοσο νόσημα. Πολλοί υγιείς άνθρωποι φέρουν χαμηλά επίπεδα ANA χωρίς να εμφανίσουν συμπτώματα. Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδα ANA θεωρούνται πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι, καθώς συχνά εμφανίζονται χρόνια πριν από την κλινική εκδήλωση της νόσου.
Περιορισμοί της μελέτης
Η μελέτη αποτύπωσε μια χρονική στιγμή και δεν παρακολούθησε τους συμμετέχοντες σε βάθος χρόνου. Οι ερευνητές δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν αν τα ANA αναπτύχθηκαν κατά την πενταετή περίοδο έκθεσης ή νωρίτερα, ούτε αν τελικά θα οδηγήσουν σε νόσο. Μελλοντικές μακροχρόνιες μελέτες θα μπορούσαν να αποκαλύψουν αν τα υψηλά επίπεδα ANA λόγω ρύπανσης καταλήγουν πράγματι σε διαγνώσεις αυτοάνοσων νοσημάτων.
Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν επίσης να προσδιορίσουν ποια ακριβώς κυτταρικά συστατικά στοχεύουν τα αντισώματα. Ορισμένα ANA συνδέονται με σοβαρότερους κινδύνους για την υγεία από άλλα. Με μεγαλύτερα και πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα πληθυσμού, μελλοντικές μελέτες θα μπορούσαν να εξετάσουν κατά πόσο τα PM2.5 ενεργοποιούν συγκεκριμένους τύπους αντισωμάτων που συνδέονται με επιμέρους αυτοάνοσα νοσήματα.
Για τα άτομα που έχουν ήδη διαγνωστεί με αυτοάνοσα νοσήματα, η μελέτη εγείρει ερωτήματα σχετικά με το αν η ποιότητα του αέρα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις θεραπευτικές αποφάσεις.
ΠΗΓΗ: Studyfinds
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος