Εβίτα 2025 στο Λονδίνο: Μια Αργεντίνικη τραγωδία ζητιανεύει επιβράβευση σε αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα

Υπάρχουν παραστάσεις που, παρά τα ταλέντα επί σκηνής, αφήνουν την αίσθηση ότι παρακολούθησες μια τεράστιαμαθητική πρόβα αρίστων πριν το πρώτο τους επαγγελματικό βήμα. Η «Εβίτα» που συνεχίζει τις παραστάσεις της στο Λονδίνο, είναι ακριβώς αυτό, με οικονομικό αντίτιμο που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ο εισιτήριο περιλαμβάνε δωρεάν ταξίδι στο Μπουένος Άιρες. Αυτή ήταν η γενική αίσθηση που αφήνει η Εβίτα, με την ταλαντούχα Ρέιτσελ Ζέγκλερ στον ομώνυμο ρόλο, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Λόιντ.

Η Ρέιτσελ Ζέγκλερ, αντικατέστησε τη συμπρωταγωνίστρια της στο κινηματογραφικό «West Side Story» Αριάνα Ντε Μπόουζ ακριβώς την τελευταία στιγμή, προσφέροντας της μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για επανεκίνηση μετά το «cancel» της κινηματογραφικής «Χιονάτης». Η φωνή της· αψεγάδιαστη. Η εργατικότητά της είναι υποδειγματική. Κάθε νότα της αποκρυσταλλώνεται με ακρίβεια, και κάθε χορογραφία εκτελείται με τη συνέπεια στρατιώτη που παρελαύνει για να αναδείξει τη μεγαλοπρέπεια του χουντικού περάσματος του Περόν. Μόνο που η Εβίτα στην πραγματικότητα δεν ήταν φαντάρος, αλλά ένα ολόκληρο στράτευμα· και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα.

Εβίτα 2025 στο Λονδίνο: Μια Αργεντίνικη τραγωδία ζητιανεύει επιβράβευση σε αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα

Η παρουσία της Ζέγκλερ στο West End σκοντάφτει σε τρία βασικά και ανυπέρβλητα εμπόδια. Πρώτον, η εμφανής έλλειψη σκηνικής εμπειρίας, δεν κρύβεται. Δεν πρόκειται για έλλειψη ταλέντου -τουναντίον-, αλλά για την απουσία εκείνης της σκηνικής παιδείας που χτίζεται με πολύχρονη εμπειρία ζωντανών εμφανίσεων. Η «Εβίτα» δεν είναι όμως ρόλος ενστίκτου, αν και το προϋποθέτει: είναι μαραθώνιος και σκυταλοδρομία που απαιτεί συνεχή έλεγχο της ενέργειας, εναλλαγές διάθεσης και μια αδιόρατη μαγνητική έλξη (παρά τη σαθρότητα της εγωϊστικής και αυτάρεσκης προσωπικότητας της) που καθηλώνει το κοινό ακόμη κι όταν δεν δοκιμάζεται στο τραγούδι.

Δεύτερον, η κατεύθυνση που της έχει δοθεί μοιάζει προβληματική. Αντί για την πολύπλευρη, αδίστακτη και σαγηνευτική γυναίκα που έγραψε κεφάλαια στην λαμπερή και αιματοβαμμένη ιστορία της Αργεντινής (αφού οι «φιλανθρωπίες» της με χρήμα χωρίς αντίκρισμα, πολλαπλασίασε τον πληθωρισμό και κατέστρεψε οικονομικά το έθνος) βλέπουμε μια φιγούρα που θυμίζει έφηβη με κακό χαρακτήρα: βαριεστημένη, ειρωνική, και κάπου μεταξύ «σας βαριέμαι» και «δεν με νοιάζει». Αυτό δεν είναι αδίστακτο είναι απλώς ανόητο. Και η ανοησία, σε εκρηκτικό ρόλο που προ-απαιτεί τοποθέτηση, δηλαδή να αποσαφηνίσεις γιατί σε λάτρεψαν και σε μίσησαν εξίσου, είναι ένα είδος ευθύνης και αποτυχίας.

Εβίτα 2025 στο Λονδίνο: Μια Αργεντίνικη τραγωδία ζητιανεύει επιβράβευση σε αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα

Τρίτον, η εναλλαγή μεταξύ live θεατρικής παράστασης και βιντεο-καταγραφής που προβάλλεται σε real timeσε τεράστια οθόνη led στο δεύτερο μέρος, είναι μια αισθητική επιλογή που εδώ λειτουργεί ως αυτογκόλ – αν όχι τρικλοποδιά – για την πρωταγωνίστρια. Όταν κάθε γκριμάτσα μεγεθύνεται στο βάθος της σκηνής, οι μικρές σκηνοθετικές επιλογές των υποκριτικών αποχρώσεων, χάνουν τη διακριτικότητά τους και οι «έξυπνες» εκφράσεις βρίσκονται στο νήμα του να χαρακτηριστούν εξυπναδίστικες. Στον κινηματογράφο, που η τέχνη του μοντάζ κάνει αφηγηματικά θαύματα, αυτό μπορεί να δουλέψει. Στη συγκεκριμένη σκηνή, παράγει ερμηνευτικές αδυναμίες που εύκολα θα μπορούσαν να αποφευχθούν.

Εβίτα 2025 στο Λονδίνο: Μια Αργεντίνικη τραγωδία ζητιανεύει επιβράβευση σε αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα
(Photo by Millie Turner/Invision/AP)

Από το υπόλοιπο καστ, ο Τζέιμς Ολιβας είναι ίσως η πιο σταθερή ανδρική παρουσία. Ξεκινώντας από το American Idol, κουβαλά μια ξεκάθαρη σκηνική ταυτότητα, όχι αυτή του Περόν που κάποιοι γνώρισαν από τα τότε επίκαιρα, αλλά σε αυτή την αχαρτογράφητη παραγωγή, αυτό είναι λεπτομέρεια που περνά απαρατήρητη. Η φωνή του είναι στιβαρή και το στήσιμό του επί σκηνής μαρτυρά ότι ξέρει πώς να γεμίζει τον χώρο. Δεν σαρώνει, αλλά και δεν χάνεται!

Αντίθετα, ο Ντιέγο Αντρές Ροντρίγκες αποτελεί την πιο ηχηρή απογοήτευση της βραδιάς. Οι χαμηλές του νότες είναι άχρωμες, το falsetto του –επιεικώς– φαιδρό αν όχι και αναιμικό, ενώ η σκηνική του παρουσία προδίδει ότι βρέθηκε σε λάθος παράσταση. Όχι απλά δεν είναι Τσε Γκεβάρα, ούτε καρικατούρα του ερμηνευμένη από τον κύριο Μπιν δεν θα δικαιολογούσε την απόσταση του από τον στιβαρά γραμμένο ρόλο που απαιτεί προσωπικότητα και γερά πατήματα. Το ενδυματολογικό του δε, αντιμετωπίζεται σχεδόν ως κακόγουστο αστείο (ο Τσε με κάπρι παντελόνι;), και η συνολική του απόδοση μοιάζει με απόπειρα εξαργύρωσης της προηγούμενης επιτυχίας του Τζέιμς Λόιντ στο «Sunset Boulevard» με ρόλο για τον οποίο δεν ήταν απλώς απροετοίμαστος, ήταν… από άλλο έργο.

Ο Άαρον Λι Λαμπερτ, στον ρόλο του Ογκουστίν Μαγκάλντι, ισορροπεί έξυπνα ανάμεσα στον φολκ λατίνο (ανεξαρτήτως καταγωγής του ηθοποιού) τραγουδιστή της εποχής και τον μιούζικαλ περφόρμερ, καταφέρνοντας να ξεχωρίσει χωρίς να υπονομεύσει το σύνολο. Δεν σώζει την παράσταση, αλλά τουλάχιστον φέρνει μια μικρή έκλαμψη αυθεντικότητας μετά την τόσο αμήχανη εισαγωγή του Ροντρίγκες με το «Oh, What a Circus!».

Η Μπέλα Μπράουν, ως η Ερωμένη, έχει μόνο μία μεγάλη σκηνή, αλλά είναι σχεδόν η μόνη στιγμή που νιώθεις κάτι γνήσιο επί σκηνής. Η φωνή της, με την κλασική τοποθέτηση, και η ικανότητά της να δίνει βάθος στον ελάχιστο χρόνο που της δίνεται από το λιμπρέτο, αφήνουν το κοινό να αναρωτιέται τι θα μπορούσε να είχε κάνει αν η σκηνοθεσία της το επέτρεπε.

Εβίτα 2025 στο Λονδίνο: Μια Αργεντίνικη τραγωδία ζητιανεύει επιβράβευση σε αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα

Το κεντρικό πρόβλημα, ωστόσο, βρίσκεται στη σκηνοθεσία του Τζέιμς Λόιντ. Σχεδόν δύο σαιζόν πριν, πρώτα στο Λονδίνο και αργότερα στο Μπόντγουέϊ, με το «Sunset Boulevard» είχε πετύχει μια ευφυή μίξη κινηματογραφικής αισθητικής και θεατρικής έντασης, δίνοντας ζωή σε ένα προϊόν μυθοπλασίας που χωρούσε κάθε πειραματισμό. Η «Εβίτα», όμως, είναι μια αληθινή ιστορία, και αυτό σημαίνει ότι κάθε καλλιτεχνική επιλογή κρίνεται όχι μόνο από το αν «δουλεύει» σκηνικά ως ομοιόμορφο ύφος αισθητικής (προσέχω τις λέξεις μου, δεν αναφέρομαι στην αισθητική αλλά το περίγραμμά της), αλλά και από το αν αποτυπώνει την ουσία του πραγματικού χαρακτήρα, των προσώπων που την περιβάλλουν (με ιστορική ή όχι ακρίβεια), αν καταγράφει το κοινωνικοπολιτικό αποτύπωμα μιας χώρας και εποχής.

Εδώ, ο Λόιντ επιλέγει έναν ανούσιο μινιμαλισμό για μια προσωπικότητα που απαιτεί μαξιμαλισμό (και πολύ φοβάμαι που θα το πω, πιο κλασσικές επιλογές). Οι σκηνές μοιάζουν με αποστειρωμένες αναπαραστάσεις, οι χορογραφίες θυμίζουν «πειραματική σχολή χορού σε σεμινάριο για την Πίνα Μπάους», και η σκηνογραφία δεν εξηγεί ποτέ τον λόγο ύπαρξής της. Οι «μοντερνισμοί» δεν συνδέονται οργανικά με το κείμενο και η ιστορία της «αρ-γεν-τίνας» χάνεται σε μια σειρά από καλοστημένες αλλά ψυχρές εικόνες. Κάπως έτσι η «Εβίτα», έγινε… «ε, βλίτα».

Υπάρχουν στιγμές που η παράσταση κερδίζει έδαφος: η viral στο tiktok σκηνή στο μπαλκόνι, με το «Don’t Cry for Me Argentina», (που με τόσο ψευδο-αποκατάσταση και επιμέλεια αποδίδεται σε τουριστικά λατινικά ως «Αρ-χεν-τίνα» -με παχύ Χ που παίρνει… Χ-) είναι χάρμα οφθαλμών και αυτιών. Αλλά το ότι το αποκορύφωμα είναι ένα και μόνο τραγούδι (άντε, δύο μαζί με το λειτουργικό «Rainbow Tour»), το οποίο οι θαμώνες της περιοχής μπορούν να ακούσουν δωρεάν έξι μέρες την εβδομάδα από τον δρόμο, προσφέροντας στους θεατές μέσα στην αίθουσα τη φενάκη καλοσύνης και επιμέλειας μιας λαοπλάνου, λέει πολλά.

Η «Εβίτα» που παρουσιάζεται εδώ μοιάζει περισσότερο με συναυλιακή εκτέλεση του original score (soundtrack), παρά με θεατρική αφήγηση μιας ζωής που σαγήνευσε και δίχασε ένα έθνος [είναι Evita in Concert, δεν είδαμε play]. (Αν την παρακολουθούσαμε υπό αυτό το πρίσμα, ίσως μας έπειθε). Δεν καταφέρνει να εξηγήσει γιατί η Εβίτα λατρεύτηκε σαν αγία και μισήθηκε σαν δαίμονας, ούτε να δώσει στο κοινό το αίσθημα της πολιτικής και κοινωνικής έκρηξης που προκάλεσε η παρουσία της.

Δυστυχώς, δεν περίμενα ότι θα το γράψω, αλλά μια κινηματογραφική Μαντόνα με μέτρια και προσαρμοσμένη στις φωνητικές της ικανότητες ερμηνεία, με ένα σκηνοθέτη όπως τον Άλαν Πάρκερ, είναι περισσότερο ακριβής από μια Ζέγκλερ (που η κρυστάλλινη φωνή της δεν ξέρεις από ποιο ηχείο αντηχεί στο κοινό), από έναν επιπόλαιο στην κατανόηση και απόδοση ενός δύσκολου και λαϊκού έργου σκηνοθέτη, που σχεδόν πλήρως ρηχά και ανέμπνευστα μαντάρισε μια κουρελού ιδεών που τα επιδέξια ραμμένα κομμάτια προδίδουν τις ραφές του (ς), όχι τη δεξιοτεχνία του ράφτη.

Οι παραλληλισμοί με την προσέγγιση του Λόιντ στο «Sunset Boulevard» είναι αναπόφευκτοι, που εκεί η αισθητική «ως θέση και αφήγηση» λειτούργησε, γιατί είχε να κάνει με ένα έργο μυθοπλασίας που μπορούσε να «πειραχτεί» και να ενισχυθεί με κινηματογραφικά στοιχεία, σκηνογραφικές υπερβολές και εκκεντρικές επιλογές. Στην «Εβίτα», αυτές οι ίδιες επιλογές μοιάζουν σαν να ντύνεσαι καρνάβαλος με Κριστιάν Ντιόρ (όσοι γνωρίζετε το έργο, αντιλαμβάνεστε την αναφορά) σε πολιτική κηδεία.

Εβίτα 2025 στο Λονδίνο: Μια Αργεντίνικη τραγωδία ζητιανεύει επιβράβευση σε αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα

Τα πολιτικά και ιστορικά στοιχεία παραμερίζονται για χάρη του φαίνεσθαι: Μπαλόνια σκάνε κάθε τρεις και λίγο σαν αλληγορία για πολιτικές δολοφονίες αντιφρονούντων, ο χαρτοπόλεμος πέφτει άσκοπα για να υπάρχει ένα κάποιο «μπαμ» στην αυλαία της πρώτης πράξης, η χορογραφία ακολουθεί -άσκοπα συνήθως- αυστηρά γεωμετρική γεωγραφία χωρίς συναισθηματική κορύφωση, όλα αυτά δημιουργούν μια όμορφη αλλά κενή βιτρίνα, χωρίς αντικείμενο ή τεχνούργημα στα ράφια της.

Το αποτέλεσμα; Ένας θεατής που δεν γνωρίζει την ιστορία της Εβίτα φεύγει χωρίς να έχει μάθει τίποτα. Δεν καταλαβαίνει το μέγεθος της αγάπης που κέρδισε, ούτε το βάθος της καταστροφής που προκάλεσε. Αντί για μια θεατρική αφήγηση γεμάτη πάθος, πολιτική και προδοσία, παρακολουθεί ένα άρτιο τεχνικά μιούζικαλ που λειτουργεί σαν άσκηση ύφους, αντί για ροκ-όπερα που ο Άντριου Λόιντ Βέμπερ και ο Τιμ Ράις έχυσαν ιδρώτα για να συνθέσουν.

Εβίτα 2025 στο Λονδίνο: Μια Αργεντίνικη τραγωδία ζητιανεύει επιβράβευση σε αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα

Και όλα αυτά, με εισιτήρια που πλέον πουλάς νεφρό για να τα αγοράσεις! [τέσσερις εβδομάδες πριν ρίξει αυλαία στο West End, αν τα βρεις, ξεκινούν από περίπου 200 λίρες (πίσω-πίσω στον πάνω εξώστη) και φτάνουν τις 400 λίρες σε καλύτερες θέσεις στην πλατεία ή τα θεωρία (ή πολύ παραπάνω στη μαύρη αγορά και στα site μεταπώλησης)]. Αξίζει όμως για τον θεατή να προμηθευτει με κάθε κόστος ένα πανάκριβο εισιτήριο για μια σκηνογραφημένη συναυλία που συσκευάζεται ως πρωτοπορία;

Το θέατρο, ειδικά στο Λονδίνο, έχει το προνόμιο αλλά και την ευθύνη να ανεβάζει παραστάσεις που όχι μόνο ψυχαγωγούν, αλλά και αφηγούνται ιστορίες με τρόπο που τις ζωντανεύει και τις μεταδίδει στις επόμενες γενιές· έχει ευθύνη να παράγει αναμνήσεις και παιδεία. Η φετινή «Εβίτα» αποτυγχάνει σε αυτό, πυρηνικά: έχει σπουδαίες φωνές (οι συμπληρωματικοί ερμηνευτές δένουν χορωδιακά), έχει κίνηση, έχει σκηνικές εμπνεύσεις, αλλά δεν έχει ψυχή. Και χωρίς ψυχή, ακόμη και η πιο εντυπωσιακή παρά-σταση, είναι απλά… «στάση».

Καμιά «Εβίτα» δεν πρέπει να βγαίνει στην αυτοσχέδια Κάσα Ροσάδα για να «ζητιανέψει αποδοχή», και πάνω από όλα για να «απολογηθεί». Καμιά Εβίτα δεν πρέπει να επικαλείται το συναίσθημα της κάθε «Αργεντινής» για συγχώρεση. Όσο για τη Ζέγκλερ, που γίναμε μάρτυρες του πηγαίου ταλέντου της στο τραγούδι, χρειάζεται σκηνοθέτη που θα την καθοδηγήσει, όχι «μανιεριστή-φορμαλιστή» που εκείνη εξυπηρετώντας τις ευκολίες του, θα τον ξελασπώσει.

Διαβάστε ακόμα: Εβίτα: Πώς να δείτε την «Αγία των Φτωχών» στο Λονδίνο χωρίς να πουλήσετε το νεφρό σας

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber

Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος