Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλ.Τσίπρα «Ιθάκη» που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Gutenberg δόθηκε στη δημοσιότητα. Σημειώνεται πως θα είναι διαθέσιμο και με την μορφή audiobook από την πλατφόρμα της Bookvoice.
Το απόσπασμα είναι από το κεφάλαιο «Ώρα αποφάσεων» με τον Αλέξη Τσίπρα να αποκαλύπτει πως το δημοψήφισμα του 2015 ήταν δική του απόφαση.
«Ο Τουσκ, με ύφος που ισορροπούσε ανάμεσα στην αποφασιστικότητα και την αγένεια, θέλοντας ίσως να πάρει τη ρεβάνς από το δικό μου σκληρό τηλεφώνημα, πριν τις 20 Φεβρουαρίου, πήρε τον λόγο στην έναρξη της Συνόδου για να ανακοινώσει με στόμφο: «The game is over».
Ήταν μια από τις στιγμές που ένιωσα την οργή να με κυριεύει. Ποιος ακριβώς νόμιζε ότι ήταν και από πού αντλούσε το θράσος να περιγράφει ως παιχνίδι το δράμα ενός ολόκληρου λαού; Σκέφτηκα, όχι μόνο ως πολιτικός αλλά και ως απλός Έλληνας, ότι η πατρίδα μου, με όλα της τα λάθη, δεν ύψωσε ποτέ το δάχτυλο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Κι εγώ, προσωπικά, εκπροσωπούσα έναν λαό μιας χώρας, που κάποτε είχε ψηφίσει υπέρ της ένταξης της δικής του χώρας, της Πολωνίας, στην Ε.Ε., σε μια στιγμή που εκείνοι ζητούσαν στήριξη και αλληλεγγύη. Του απάντησα στο ύφος που άξιζε η δήλωσή του.
Του είπα πως δεν είχε το δικαίωμα να αποκαλεί παιχνίδι μια διαπραγμάτευση από την οποία κρεμόταν η ζωή ενός ολόκληρου λαού. «Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Μια ολόκληρη χώρα κρέμεται από μια κλωστή», του είπα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έκανε και το λάθος, ή την πρόκληση, να ενσωματώσει στο ανακοινωθέν της Συνόδου την «απόφαση», σαν να είχε επιτευχθεί Συμφωνία.
Μα δεν υπήρχε συμφωνία. Υπήρχε ένα τελεσίγραφο. Ένα τελεσίγραφο το οποίο εμείς καλούμασταν να αποδεχτούμε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι βαθύτερο: ότι το δημοψήφισμα δεν ήταν απλώς ένα εργαλείο πολιτικής αποδοχής και στήριξης, ή απόρριψης, των κυβερνητικών επιλογών.
Ούτε βέβαια των δικών μου προσωπικών αποφάσεων. Ήταν η ασπίδα για την ίδια τη σωτηρία της χώρας. Οι εταίροι έπρεπε να καταλάβουν ότι δεν είχαν απέναντί τους μια Κυβέρνηση εξαντλημένη από μήνες διαπραγματεύσεων, έτοιμη είτε να συνθηκολογήσει είτε να καταρρεύσει. Είχαν απέναντί τους έναν ολόκληρο λαό. Και αν ήθελαν να προχωρήσουν χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες, θα έπρεπε πλέον να κάνουν μια ξεκάθαρη επιλογή: να αμφισβητήσουν ανοιχτά όχι απλώς μια Κυβέρνηση, αλλά την ίδια τη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που, ας μην το ξεχνάμε, είναι η χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.
Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ήταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία, δημοκρατική ευαισθησία. Πρώτοι το έμαθαν οι πιο κοντινοί μου συνεργάτες. Τους είπα καθαρά: το πρόβλημα είναι πολιτικό. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτά που μας ζητούσαν, όχι γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί αυτό που ζητούσαν ήταν η ταπείνωση του λαού και η πολιτική μας εξαφάνιση. Η απόφαση δεν μου ήταν εύκολη.
Δεν είμαι άνθρωπος που παίρνει βιαστικές αποφάσεις ή κάνει άλματα στο κενό, το αντίθετο. Βασανίζω και βασανίζομαι για κάθε μου απόφαση. Ζυγίζω την κάθε κίνηση, υπολογίζω την κάθε λεπτομέρεια, καμιά φορά περισσότερο από όσο χρειάζεται. Συνυπολόγισα, λοιπόν, τι θα ακολουθούσε: τις επιθέσεις, τις πιέσεις, την προσπάθεια αποδόμησης. Όχι μόνο σε μένα, κυρίως στη χώρα.
Ήξερα πως έπρεπε να περάσω μέσα από ναρκοπέδιο, αν ήθελα να δώσω αίσιο τέλος στην Οδύσσεια αυτής της Ελλάδας, να την οδηγήσω στην Ιθάκη της. Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, μέσα μου έκλεισε ο κύκλος της αναμονής. Ήρθε η ώρα, είπα. Ζήτησα από τους συνεργάτες μου να συγκαλέσουν εκτάκτως νωρίς το επόμενο πρωί σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας και όλων των στελεχών της ελληνικής αποστολής, στο ξενοδοχείο The Hotel, στον τελευταίο όροφο, στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπεία μας. Ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πειραματόζωου. Αλλά, την ίδια στιγμή, ήξερα ότι το κόστος αυτής της επιλογής θα ήταν βαρύ. Και ότι εγώ, προσωπικά, έπρεπε να είμαι έτοιμος να το σηκώσω.
[….] Ξεκίνησε η σύσκεψη. […] Ζήτησα να φύγουν τα κινητά από την αίθουσα για τον κίνδυνο των υποκλοπών. «Προτείνω να πάμε για δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση», τους είπα. Και συνέχισα: «Δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στο χρέος. Επιλέγουν αυτήν τη στάση, όχι επειδή πιστεύουν πως η πρόταση τους είναι μια λύση, αλλά επειδή θέλουν να μας τελειώσουν. Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα και αφού μας έδωσαν ένα τελεσίγραφο να θέσουμε το τελεσίγραφό τους στην κρίση του ελληνικού λαού».Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Έπεσε σιωπή. Ήταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος. Ύστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. «Ποιος είναι ο στόχος μας;» με ρώτησαν. «Ο στόχος», συνέχισα, «είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα. Να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μια νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική».
Τους εξήγησα καθαρά: «Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που, αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της, ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας».
[….] Δεν είχαμε λεπτό για χάσιμο. Τα γεγονότα πλέον μας καταδίωκαν. Εκείνο το πρωινό ακολουθούσε η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, ενώ εγώ συγκάλεσα εκτάκτως για το ίδιο βράδυ το Κυβερνητικό Συμβούλιο στην Αθήνα, με σκοπό τη λήψη απόφασης για την εξαγγελία του δημοψηφίσματος. Ζούσα τότε σε έναν άλλο κόσμο, σκληρό, απαιτητικό, απομονωμένο, τον κόσμο της διαπραγμάτευσης. Ήμουν απορροφημένος πλήρως, λες και τίποτε άλλο δεν υπήρχε γύρω μου. Εκείνη τη μέρα είχε γενέθλια ο Ορφέας, ο μικρότερος γιος μου, αλλά το είχα ξεχάσει εντελώς. Δεν σκέφτηκα ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα «Χρόνια πολλά». Από το αεροπλάνο πήγα κατευθείαν στο Μαξίμου.Η Μπέττυ, βλέποντας πως δεν απαντούσα στα τηλέφωνα, πέρασε από εκεί για να μου θυμίσει κάτι που δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου, κι ενώ ήμουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η Ελένη, η γραμματέας μου: «Η Μπέττυ είναι απ’ έξω και θέλει να σου πει κάτι για μισό λεπτό». Ήμουν κατηγορηματικός: «Όχι τώρα, αργότερα. Κανείς δεν μπαίνει». Ήμουν συγκεντρωμένος, ή μάλλον εγκλωβισμένος, στον φόβο να μη διαρρεύσει τίποτα πριν από την ανακοίνωση. Από τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας την είδα να μου κάνει νόημα. «Μόνο μισό λεπτό». Κι εγώ, επίμονα, της έγνεφα «Όχι, φύγε». Τότε, έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό σακουλάκι. Μέσα είχε τρία κεράκια γενεθλίων. Τα έβγαλε και τα σήκωσε ψηλά. Δαγκώθηκα, ένιωσα άσχημα. Είχα ξεχάσει μέσα σε όλο αυτό ακόμα και τα γενέθλια του παιδιού μου».
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος