Η σχέση των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον έχει περιοριστεί κατά περισσότερο από 60% από το 1800, σύμφωνα με μελέτη του βρετανικού πανεπιστημίου του Ντέρμπι, που προβλέπει ότι τα επίπεδα σύνδεσης με τη φύση θα συνεχίσουν να μειώνονται, αν δεν υπάρξουν εκτεταμένες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, όπως η εξοικείωση των νέων με τη φύση από την παιδική ηλικία και η εκτεταμένη δημιουργία χώρων πράσινου στα αστικά περιβάλλοντα.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Earth, παρακολούθησε με ακρίβεια την απομάκρυνση του ανθρώπου από τη φύση σε διάστημα 220 ετών, χρησιμοποιώντας δεδομένα για την αστικοποίηση, την απώλεια της άγριας ζωής στις γειτονιές και, κυρίως, το γεγονός ότι οι γονείς δεν μεταφέρουν πλέον τη σχέση τους με τη φύση στα παιδιά τους.
Άλλες μελέτες έχουν ήδη διαπιστώσει ότι η γονική σύνδεση με το φυσικό περιβάλλον είναι ο ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας για το αν ένα παιδί θα έρθει πιο κοντά στη φύση.
Έτσι, τα μοντέλα που διαμόρφωσε η έρευνα προβλέπουν μια συνεχιζόμενη «εξαφάνιση της εμπειρίας», με τις μελλοντικές γενιές να συνεχίζουν να χάνουν την επίγνωση της φύσης, καθώς θα μεγαλώνουν σε όλο και πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές, ενώ οι γονείς δεν τους μεταδίδουν εφόδια για να ανακαλύψουν τον φυσικό κόσμο.
Ο επικεφαλής της έρευνας Μάιλς Ρίτσαρντσον, καθηγητής συνδεσιμότητας με τη φύση στο πανεπιστήμιο του Ντέρμπι, σημειώνει ότι «η σύνδεση με τη φύση γίνεται πλέον αποδεκτή ως βασική αιτία της περιβαλλοντικής κρίσης. Η επαφή με το περιβάλλον είναι ζωτικής σημασίας και για τη δική μας ψυχική υγεία. Ενώνει τους ανθρώπους με την ευημερία της φύσης. Υπάρχει ανάγκη για μεγάλους μετασχηματισμούς αν θέλουμε να αλλάξουμε τη σχέση της κοινωνίας με τη φύση».
Ο Ρίτσαρντσον ανέφερε ότι όταν δοκίμασε διαφορετικές πολιτικές και αλλαγές του αστικού περιβάλλοντος στα διάφορα μοντέλα, εξεπλάγη από την κλίμακα των αλλαγών που απαιτούνται για να αντιστραφεί η απώλεια επαφής με τη φύση.
Η αύξηση της διαθεσιμότητας χώρων πρασίνου σε μια πόλη κατά 30% μπορεί να μοιάζει με ριζική θετική πρόοδο για την επαφή του φυσικού κόσμου και τους ανθρώπους, όμως ο Ρίτσαρντσον διαβεβαιώνει ότι, σύμφωνα με τη μελέτη, μια πόλη μπορεί να χρειαστεί να είναι 10 φορές πιο πράσινη για να αντιστρέψει τη μείωση της σύνδεσης με τη φύση.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι ενέργειες για την ενίσχυση της επαφής των ανθρώπων με τον φυσικό κόσμο δεν ήταν αποτελεσματικές για τη διαδικασία αντιστροφής της μακροπρόθεσμης τάσης για σύνδεση με τη φύση. Τέτοια προγράμματα από φιλανθρωπικές ή περιβαλλοντικές οργανώσεις μπορεί να είναι σημαντικά για την ενίσχυση της ψυχικής υγείας των συμμετεχόντων, αλλά η μοντελοποίηση υποδηλώνει ότι δεν σταματούν την απώλεια σύνδεσης με τη φύση μεταξύ των γενεών.
Πιο αποτελεσματικά, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι τα μέτρα που ενσταλάζουν την ευαισθητοποίηση και την εμπλοκή με τη φύση στα μικρά παιδιά μέσω της οικογένειας και των σχολείων. Με αυτό το δεδομένο, για να αντιστραφεί η παρακμή, θα ήταν φρόνιμο να εφαρμοστούν πολιτικές για τον «πράσινο» μετασχηματισμό της προσχολικής εκπαίδευσης και των αστικών περιοχών τα επόμενα 25 χρόνια.
«Η συνεργασία με γονείς για την εμπλοκή των παιδιών με τη φύση, με πραγματική έμφαση στη μετάδοση από τη μια γενιά στην άλλη, είναι το κλειδί. Ένα νεογέννητο παιδί είναι σχεδόν το ίδιο με ένα παιδί που γεννήθηκε το 1800. Τα παιδιά γοητεύονται από τον φυσικό κόσμο. Η διατήρηση αυτού του γεγονότος στην παιδική ηλικία και τη σχολική φοίτηση είναι απαραίτητη, παράλληλα με το αστικό πράσινο. Υπάρχουν πολιτικές που αρχίζουν να το κάνουν αυτό, αλλά χρειάζεται πολύ περισσότερο», καταλήγει ο Ρίτσαρνσον.
Πηγή: The Guardian
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος