Οι παρεμβάσεις που στοχεύουν στη μείωση της εχθρότητας ανάμεσα σε αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα μπορεί να επιφέρουν κάποιες μικρές βελτιώσεις, ωστόσο τα αποτελέσματά τους εξανεμίζονται μέσα σε δύο εβδομάδες, διαπιστώνει νέα μελέτη.
Η ερευνητική ομάδα που πραγματοποίησε τη μελέτη- εξετάζοντας παρεμβάσεις που κυμαίνονταν από τη διόρθωση διαδεδομένων παρερμηνειών για την «άλλη πλευρά» έως την ενθάρρυνση επαφής μεταξύ πολιτικών αντιπάλων- τονίζει ότι τα ευρήματα δείχνουν την ανάγκη για νέες στρατηγικές αντιμετώπισης αυτού που ορισμένοι αποκαλούν «εποχή της οργής».
«Δεν υπάρχει μαγική λύση για τις πολιτικές διαιρέσεις», δήλωσε ο καθηγητής Σον Γουέστγουντ, συν-συγγραφέας της μελέτης από το Dartmouth College στις ΗΠΑ.
«Για να ξαναχτίσουμε τη δημοκρατία μας, πρέπει να δεσμευτούμε σε μια μακροπρόθεσμη διαδικασία υποστήριξης υποψηφίων που εστιάζουν στην πολιτική, να αντισταθούμε στο μίσος που ανθίζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να αποκαταστήσουμε την ακεραιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης», πρόσθεσε. «Αυτό ακούγεται δύσκολο, και είναι, αλλά το έχουμε κάνει και στο παρελθόν», πρόσθεσε.
Σε άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences, οι Αμερικανοί ερευνητές ανέλυσαν 25 μελέτες που εστίαζαν κυρίως στις ΗΠΑ, και διερεύνησαν 77 διαφορετικές προσεγγίσεις για τη μείωση της κομματικής εχθρότητας. Η ανάλυσή τους έδειξε πως αυτές οι επιφανειακές παρεμβάσεις είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές. Διαπιστώθηκε πως κατά μέσο όρο, σε όλες τις παρεμβάσεις και τους συμμετέχοντες, οι προσεγγίσεις αυτές βελτίωσαν τη θετική στάση απέναντι στο αντίπαλο πολιτικό κόμμα κατά 5,4 μονάδες σε κλίμακα 101 σημείων. Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν πως αυτό το μικρό κέρδος επισκιάζεται από την αύξηση κατά 7% της κομματικής εχθρότητας που παρατηρήθηκε μεταξύ των αμερικανικών εκλογών του 2016 και του 2020.
Τα ευρήματα δείχνουν πως η επίδραση των παρεμβάσεων δεν είναι μόνο περιορισμένη, αλλά και βραχύβια. Οι ερευνητές κατέγραψαν ότι το 75% της αρχικής μείωσης της εχθρότητας υποχωρεί μέσα σε μόλις μία εβδομάδα, ενώ σε διάστημα δύο εβδομάδων η επίδραση σχεδόν εκμηδενίζεται. Επιπλέον, η ομάδα διεξήγαγε ένα πείραμα για να εξετάσει αν η έκθεση των ανθρώπων σε πολλαπλές παρεμβάσεις ταυτόχρονα θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω την κομματική πόλωση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα από μελέτη με 2.284 συμμετέχοντες στις ΗΠΑ, έδειξαν ότι αυτό δεν ισχύει.
«Για να αντιμετωπιστεί η πόλωση στις ΗΠΑ, απαιτείται μια θεμελιώδης αλλαγή στην κοινωνία», λέει ο Γουέστγουντ. «Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη συμπεριφορά των πολιτικών ελίτ και τα δομικά κίνητρα που τροφοδοτούν τις συγκρούσεις από την κορυφή προς τα κάτω, και από τη βάση προς τα πάνω, χρειαζόμαστε πολίτες με τις απαραίτητες δεξιότητες για να συμμετέχουν εποικοδομητικά παρά τις διαφορές τους» εξηγεί ο ερευνητής.
«Οι ατομικές προσεγγίσεις παραμένουν χρήσιμες και μπορούν να μειώσουν τις εντάσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, αλλά δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα», προσθέτει.
Ο καθηγητής Κερτ Γκρέι από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη αλλά ερευνά μεθόδους μείωσης της πόλωσης, σχολίασε ότι τα αποτελέσματα είναι απολύτως λογικά. Τόνισε επίσης ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετριαστούν οι συναισθηματικές αντιθέσεις απέναντι στα πολιτικά κόμματα, όταν το κοινωνικό περιβάλλον – με την επιρροή των ελίτ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης – είναι βαθιά πολωμένο.
Ωστόσο, τόνισε, οι πρωτοβουλίες από τη βάση εξακολουθούν να μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες.
«Η έρευνά μας και άλλες μελέτες δείχνουν ότι η διαρκής επαφή με ανθρώπους από το αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο είναι σημαντικές για την πραγματοποίηση αλλαγών. Και αυτές μπορούν να συμβούν μόνο μέσω προσωπικών συνομιλιών» κατέληξε.
ΠΗΓΗ: Guardian
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος