Με καθοριστικό παράγοντα την ελληνική συμμετοχή, χτίστηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950 το στάδιο στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν (τότε ΕΣΣΔ) και μάλιστα οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που βρέθηκαν εκεί, δεν έχτισαν μόνο το γήπεδο, αλλά αγωνιστικά «έχτισαν» δημιούργησαν και την ομάδα, την Παχτακόρ, η οποία έχει έτος ίδρυσης το 1956 που ξεκίνησε την επίσημη δραστηριότητά της.

Μεταξύ των παικτών που ανέδειξε το ελληνικό στοιχείο στο σύλλογο αυτό, ήταν ο Βασίλης Χατζηπαναγής που θαυμάσαμε με τη φανέλα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης και ο Ηλίας Μάιπας, που στην Ελλάδα αγωνίστηκε στον ΠΑΣ Γιάννενα.
Η Παχτακόρ κέρδισε τίτλους και επί εποχής ΕΣΣΔ (πρωτάθλημα το 1972 και κύπελλο το 1968) και μετά στο Ουζμπεκιστάν, πολλές φορές αναδείχτηκε πρωταθλήτρια και κυπελλούχος, με σημαντική παρουσία στις διεθνείς διοργανώσεις που συμμετείχε, σε επίπεδο ασιατικών κρατών.
Πολύτιμες πληροφορίες για το συγκεκριμένο γεγονός της ελληνικής δημιουργικής και αποτελεσματικής προσπάθειας, μας δίνει ο Κωνσταντίνος Δ. Μπουντόλος, Ομότιμος Καθηγητής Αθλητικής Βιο-Μηχανικής, στον Τομέα Αθλητιατρικής & Βιολογίας της Άσκησης, στη Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο πατέρας του συμμετείχε στο χτίσιμο του σταδίου, αλλά και στο δυναμικό της ομάδας.
-Ποια ήταν τα πλήρη στοιχεία του πατέρα σας, πότε γεννήθηκε, ποιος ο τόπος καταγωγής, επάγγελμα, και η συμμετοχή του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον εμφύλιο, καθώς και πότε έφυγε για την πολιτική προσφυγιά.

-«Μπουντόλος Δημήτριος (Μήτσος) του Κωνσταντίνου και της Μάρθας, γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1928, είχε ακόμη δύο αδέρφια και πέντε αδερφές, μία εκ των οποίων σκοτώθηκε σε μάχη στον εμφύλιο πόλεμο 1946-1949. Δέκα οκτώ (18) ετών πήγε εθελοντικά στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και πολέμησε με τους συναγωνιστές του της ΣΤ’ σειράς ΣΑΓΑ του ΔΣΕ . Με την ολοκλήρωση του εμφύλιου πολέμου από την Αλβανία βρέθηκε μέσω Οδησσού στην Τασκένδη.
Στο βουνό γνωρίστηκε με τη μάνα και στην Τασκένδη δημιούργησαν την οικογένειά μας. Ο μεγάλος αδερφός μου Χρήστος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1951 κι εγώ τον Ιανουάριο του 1957. Επιστρέψαμε οικογενειακώς το 11/1959και εγκατασταθήκαμε στην Καρδίτσα.
Στην Τασκένδη ο πατέρας μου δούλευε τον περισσότερο καιρό σε εργοστάσιο, όπου χειριζόταν τόρνο για την κατασκευή μηχανών καλλιέργειας βαμβακιού, δηλαδή αγροτικών μηχανημάτων. Στην ποδοσφαιρική ομάδα της 12ης πολιτείας συμμετείχε ενεργά ενώ συμμετείχε σε μπριγάδες (εθελοντικές ομάδες εργασίας των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων) και στην υποβοήθηση των κατασκευαστικών έργων του σταδίου, αλλά κι άλλων μεγάλων έργων της Τασκένδης. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της παραμονής η οικογένεια μεταφέρθηκε στην 7η πολιτεία».

-Πως προέκυψε η ελληνική συμμετοχή στην κατασκευή του σταδίου, ήταν πρωτοβουλία των πολιτικών προσφύγων που αγκαλιάστηκε κεντρικά, ή οι Έλληνες εντάχθηκαν σε έναν κεντρικό σχεδιασμό και αποτέλεσαν ενεργό κομμάτι του;
-«Το έτος 1988 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του Δημήτρη Κατσή με τίτλο «Τεράστια συμβολή των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην οικοδόμηση του Σοσιαλισμού», όπου στις 250 σελίδες αναφέρονται αναλυτικά στοιχεία και πληροφορίες για το πολιτικό άσυλο που βρήκαν στη Σοβιετική Ένωση και στη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν χιλιάδες αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού.
Η συμμετοχή όλων αυτών στην Τασκένδη προέκυψε από την ανάγκη να ζήσουν οι οικογένειες που δημιουργήθηκαν σε αυτό τον τόπο, αλλά και από την εθελοντική προσφορά εργασίας των ίδιων ως ανταπόδοση σ’ αυτή τη φιλοξενία. Λεπτομέρειες μας εξιστορεί ο Δ. Κατσής στο βιβλίο, αφού κι ο ίδιος ήταν ένας από τους επικεφαλής εργοδηγούς στην κατασκευή του σταδίο Παχτακόρ ( σελ. κείμενα και εικόνες 73 έως 84)».

-Πόσο καιρό κράτησε αυτή και ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα;
-«Ξεκίνησε στα μέσα του 1954 και για την αποπεράτωση τουλάχιστον του κεντρικού σταδίου αναφέρεται προς το τέλος του 1956».

-Ο πατέρας σας είχε προηγούμενη ενασχόληση με τον αθλητισμό;
-«Ο πατέρας ανέβηκε νέος στο βουνό, παιδί μιας πολυμελούς φτωχής οικογένειας που ζούσε σε μια επαρχιακή πόλη σε αγροτική απασχόληση, όπου οι συνθήκες (1940-1946) δεν το επέτρεπαν, αλλά και οι δυνατότητες ήταν αρκετά περιορισμένες. Δραστηριοποιήθηκε με τους συναγωνιστές πολιτικούς πρόσφυγες και κατά τα λεγόμενα (μαρτυρία συναγωνιστή Τάκη Καθαργιά, όπως μας μετέφερε ο γιος του Βαγγέλης) υπήρξε αρκετά ταλαντούχος, που έκανε εντύπωση στον αγωνιστικό χώρο και τον χειροκροτούσαν και οπαδοί της αντίπαλης ομάδας, για όσα χρόνια ασχολήθηκε με την ομάδα ποδοσφαίρου και μέχρι πριν τον επαναπατρισμό».
-Πως ωρίμασε η ιδέα μέσα στους κόλπους των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων για συγκρότηση ομάδας, υπήρχαν κάποιοι που είχαν αθλητικές εμπειρίες προ του πολέμου και της προσφυγιάς.
-«Οι πολιτικοί πρόσφυγες συμμετείχαν ενεργά σε κάθε πολιτιστική, αθλητική μαζική και αγωνιστική εκδήλωση και ακόμη από τα πρώτα χρόνια εκδηλώθηκαν και ταλαντούχοι αθλητές που διακρίθηκαν ιδιαιτέρως, όπως στα μετέπειτα χρόνια (π.χ. Βασίλης Χατζηπαναγής, και Ηλίας Μάιπας στο ποδόσφαιρο, παίκτες της Παχτακόρ). Κατά βάση η προσφυγιά και το περιβάλλον τους έδεσε περισσότερο να ασχοληθούν με τον αθλητισμό και ειδικότερα με το ποδόσφαιρο. Αρκετοί ακόμη, μεταξύ αυτών και γυναίκες ασχολήθηκαν με άλλες αθλοπαιδιές, όπως Βόλεϊ, Γυμναστική και συμμετείχαν ενεργά στις Σπαρτακιάδες που οργάνωνε η τοπική κοινωνία».

-Σας είχε μιλήσει ο πατέρας σας για τα πρώτα βήματα, τα κριτήρια για επιλογή ονόματος, χρωμάτων, εμβλήματος αν είχε ο σύλλογος;
-«Η ομάδα χτίστηκε στα πρώτα χρόνια της παραμονής των πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη και κυρίως από τους αγωνιστές της 12ης Πολιτείας, όπου ζούσαν και εργάζονταν με τις οικογένειές τους. Ο πατέρας ήταν απ’ τους πιο ένθερμους στη δημιουργία της ομάδας, τακτικός σε αγώνες και είχε τη συμπάθεια όλων των συμπαικτών του, αλλά και των συναγωνιστών που τους παρακολουθούσαν τακτικά στους αγώνες. Εάν προσεχθεί η φωτογραφία με τη σύνθεση της ομάδας, φαίνεται στο στήθος το κεφαλαίο Δ, που συμβολίζει το αρχικό γράμμα του ΔΣΕ ή και της ομάδας της Τασκένδης (απ’ τις πρώτες) Ντιναμό».
-Υπήρξαν δυσκολίες ή υπήρξε στήριξη στα πρώτα βήματα από άποψη εξεύρεσης ιματισμού, συνδυασμού ωρών προπόνησης και εργασίας, κλπ.
-«Είχαν την υποστήριξη της κοινότητας της 12ης Πολιτείας των προσφύγων και στα πλαίσια της συλλογικής προσπάθειας τέτοιες δυσκολίες ξεπερνιόταν, ενώ είχαν και τη συμβολή της τοπικής Ουζμπέκικης πολιτείας με τη διάθεση χώρων για προπόνηση και διεξαγωγή αγώνων, ενώ και οι χώροι εργασίας (π.χ. εργοστάσια, εργοτάξια, κ.ά) ενθάρρυναν τέτοιες προσπάθειες και ήταν θετικοί στην οργάνωση της μαζικής άθλησης και εξασφάλισαν το διαθέσιμο χρόνο μέσω των αδειών».
-Πότε ξεκίνησε η ομάδα να συμμετέχει σε επίσημες διοργανώσεις και πόσα χρόνια έπαιξε ο πατέρας σας και σε τι θέση;
-«Συμμετείχε ενεργά από τη πρώτη μέρα που συγκροτήθηκε η ομάδα ποδοσφαίρου της 12ης πολιτείας, δηλ. το 1950 έως και την προετοιμασία της οικογένειας για τον επαναπατρισμό, δηλ. και το έτος 1958. Βασικά ήταν επιθετικός και σκόραρε σχεδόν σε κάθε αγώνα και μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν σχεδόν πάντα στους διακριθέντες».

-Ήταν «μικτή» ομάδα, ή έπαιζαν μόνο Έλληνες πρόσφυγες, τουλάχιστον στα πρώτα της βήματα;
-«Η ομάδα απαρτιζόταν αποκλειστικά από τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Σύμφωνα με τα στοιχεία η ομάδα Παχτακόρ ιδρύθηκε το 1956, όταν ολοκληρώθηκε και το στάδιο στην οικοδόμηση του οποίου συμμετείχαν με αρκετές μπριγαδίρικες ομάδες οι πολιτικοί πρόσφυγες. Επομένως, το ποδόσφαιρο εμφανίζεται νωρίτερα στην Τασκένδη και με την παρουσία της ομάδας, όπου συμμετείχε και ο πατέρας».

Ανάλογες προσπάθειες με κοινό στοιχείο τη λαϊκή συμμετοχή στην κατασκευή, αλλά και στο αγωνιστικό κομμάτι, τη στελέχωση ομάδων, χωρίς όμως κρατική στήριξη και βεβαίως με λιγότερο σημαντικά κατασκευαστικά αποτελέσματα, συναντάμε σε άλλες εποχές και άλλες πολιτικές περιόδους στη χώρα μας, είτε με Μικρασιάτες πρόσφυγες που δημιουργούν αθλητικούς χώρους, είτε με τοπικές κοινωνίες όπου το εργατικό-λαϊκό στοιχείο «επιστρατεύεται» αυτοβούλως και διαμορφώνει αθλητικούς χώρους.
Άλλες εποχές, άλλα δεδομένα κρατικών και πολιτικών συγκροτήσεων, άλλης κλίμακας αποτελέσματα, αλλά με κοινό στοιχείο τη θέληση των απλών ανθρώπων του μόχθου να εξασφαλίσουν το δικαίωμα στον αθλητισμό, ή όπως έλεγε μία παλιά φράση για να συνδυάσει την εξασφάλιση των προς το ζην μαζί με την ποιότητα ζωής, «ψωμί και τριαντάφυλλα».
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος