«Τις τελευταίες ημέρες προσέρχονται πολλοί από τους υγειονομικούς για εμβολιασμό, υπό την πίεση του χρόνου. Το ποσοστό των γιατρών είναι μικρότερο, γύρω στο 7%-8%, με διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα κέντρα και την περιφέρεια, τα μικρότερα και τα μεγάλα νοσοκομεία. Είναι λίγο μεγαλύτερο στο νοσηλευτικό προσωπικό, που υπερβαίνει το 10% αλλά με μειωτικές τάσεις και περίπου το ίδιο στο διοικητικό προσωπικό», ανέφερε μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και την εκπομπή «Πρωινή Παρέα» με την Κατερίνα Σερέτη και τον Διονύση Χατζημιχάλη, ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, Γιάννης Κυριόπουλος.
Η αναστολή εργασίας των ανεμβολίαστων υγειονομικών έρχεται σε μια συγκυρία, με το σύστημα δημόσιας υγείας της χώρας μας να έχει καταπονηθεί από μια κρίση που υπερβαίνει τα 10 χρόνια, κρίση χρηματοδότησης και του συστήματος υγείας. Αυτό αντανακλά την επάρκεια των πόρων και κυρίως των ανθρώπινων πόρων που είναι σε οριακό σημείο.
Θέσεις αιχμής, όπως εντατικολόγοι ή άλλες ειδικότητες της νοσηλευτικής, είναι πολύ δύσκολο να αναπληρωθούν. Σε θέσεις λιγότερο κρίσιμες, λόγω της έλλειψης προσωπικού που είναι πια διαχρονική το σύστημα δεν θα αντεπεξέλθει. «Η δυσκολία είναι ότι δεν υπάρχει το κίνητρο μετακίνησης του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο τομέα, με τις τρίμηνες συμβάσεις.
Αναφορικά με την προσπάθεια σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού στην διάρκεια της πανδημίας, ο κ. Κυριόπουλος, σχολίασε πως μερικώς λειτούργησε ωστόσο, αυτή η συνεργασία είναι αποσπασματική, ευκαιριακή και κινείται κάτω από τα επιθυμητά όρια.
«Θα περάσουμε μια μεταβατική περίοδο πολλών μηνών όπου θα υπάρχει ο συνδυασμός εμβολιασμού, μέτρων προστασίας και η επιβολή τοπικών lockdown. Τα μέτρα δημόσιας υγείας πρέπει να είναι η μάσκα παντού και η αποστασιοποίηση» είπε καταλήγοντας ο κ. Κυριόπουλος.