Οι παράγοντες που θα καθορίσουν τον δεύτερο χειμώνα της πανδημίας (long read)

Εδώ και σχεδόν δύο χρόνια τώρα, ζούμε με τον ιό SARS-CoV-2. Ξέρουμε ότι μπορεί να προκαλέσει τόσο οξεία όσο και χρόνια ασθένεια, ότι εξαπλώνεται εύκολα σε εσωτερικούς χώρους, ότι οι μάσκες βοηθούν στην αναχαίτισή του και ότι τα εμβόλια  μας προστατεύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό, από βαριά νόσηση.

Παρόλα αυτά, αυτός ο ιός έχει την ικανότητα να μας εκπλήσσει, ειδικά αν δεν δίνουμε την απαιτούμενη προσοχή. Αλλάζει συνεχώς και αυτές οι μικροαλλαγές φέρουν νέους κινδύνους. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η παραλλαγή Δέλτα ανέτρεψε τα δεδομένα και επηρέασε την εξέλιξη της πανδημίας.

Ο ρόλος των εμβολίων άλλαξε…ξανά

Τα εμβόλια κατά της COVID-19 προορίζονταν αρχικά για την πρόληψη σοβαρών λοιμώξεων, και αυτό το κάνουν πολύ καλά. Τα απροσδόκητα θεαματικά αποτελέσματα κλινικών δοκιμών των εμβολίων της Pfizer και της Moderna, μας έδωσαν ελπίδες ότι θα μπορούσαν να προστατεύσουν από σχεδόν όλες τις συμπτωματικές λοιμώξεις και ότι θα ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο τα εμβόλια κατά της πολιομυελίτιδας και της ιλαράς, τα οποία εξάλειψαν τη μετάδοση αυτών των ασθενειών στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όμως, από την αρχή, οι ειδικοί μας είχαν προειδοποιήσει ότι η ανοσοποίηση κατά των αναπνευστικών ασθενειών είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Τα αντιγριπικά εμβόλια για παράδειγμα, τείνουν να είναι μόνο 10% έως 60% αποτελεσματικά. Εάν συμβεί κάτι παρόμοιο και με τα εμβόλια κατά της COVID-19, θα αποτραπούν μεν οι νοσηλείες και οι θάνατοι, αλλά ο κορονοϊός θα εξακολουθεί να κυκλοφορεί. Δεδομένης της ικανότητας της παραλλαγής Δέλτα να αποφεύγει ελαφρώς τα εμβόλια, σε συνδυασμό με την ακραία μεταδοτικότητά της, αυτό είναι το πιο πιθανό σενάριο. Πρέπει λοιπόν να προσαρμόσουμε τις προσδοκίες μας και πάλι.

Τα εμβόλια λειτουργούν περισσότερο σαν ρεοστάτες παρά σαν κουμπιά on/off, και καθώς η προστασία τους εξασθενεί, υπάρχουν τρεις σημαντικοί παράγοντες που θα πρέπει να προσέξουμε. Την προστασία από τη μόλυνση, τα συμπτώματα και τη σοβαρή νόσηση. Η προστασία έναντι της λοίμωξης είναι πάντα η πρώτη που φθίνει – είτε λόγω νέων παραλλαγών είτε λόγω εξασθένησης των ανοσολογικών αποκρίσεων με την πάροδο του χρόνου. Ακολουθεί η προστασία έναντι των συμπτωμάτων και της σοβαρής νόσησης. Οι επιστήμονες δε γνωρίζουν κατά πόσο τα εμβόλια προλαμβάνουν τη μακρά COVID, αν και μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι ο πλήρης εμβολιασμός μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μακροχρόνιων συμπτωμάτων.

Έχουμε ηδη δει αυτό το μοτίβο: οι λοιμώξεις με την παραλλαγή Δέλτα τείνουν να είναι ήπιες ή ακόμη και ασυμπτωματικές. Όταν αυξάνεται ο αριθμός των κρουσμάτων -όπως συμβαίνει σε πολλά μέρη των ΗΠΑ τώρα- απαιτούνται πρόσθετα επίπεδα προστασίας, όπως βελτιωμένος εξαερισμός και χρήση μάσκας, για την προστασία των ανθρώπων. Ο εμβολιασμός όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων το συντομότερο δυνατό, εξακολουθεί να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τον έλεγχο του ιού.

Το ποσοστό των εμβολιασμένων έχει σημασία, όπως και το ποιοι είναι και πού βρίσκονται 

Η παραλλαγή Δέλτα προκάλεσε ένα νέο κύμα κρουσμάτων ακόμη και στις πιο εμβολιασμένες χώρες του κόσμου, αλλά το κύμα νοσηλειών που ακολούθησε εκεί, ήταν γενικά πολύ μικρότερο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, όπου το 66% των ανθρώπων είναι πλήρως εμβολιασμένοι, τα κρούσματα έφτασαν το 80% της χειμερινής τους κορύφωσης, αυτό το καλοκαίρι. Αλλά οι νοσηλείες αυξήθηκαν λιγότερο από 25%. Όπως δήλωσαν αξιωματούχοι υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, τα εμβόλια «σπάνε τη σύνδεση» μεταξύ λοιμώξεων και νοσηλειών. Αυτό σημαίνει ότι τα εμβόλια λειτουργούν καλά.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα. Τα νοσοκομεία είναι γεμάτα κι αναγκάζονται να διώχνουν ασθενείς. Δεν έχουν οξυγόνο. Στριμώχνουν και πάλι κρεβάτια σε αίθουσες συνεδρίων και καφετέριες. Το σενάριο επαναλαμβάνεται παρόλο που το 54% των Αμερικανών είναι πλήρως εμβολιασμένοι.

Η διαφορά μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ δεν είναι μόνο ότι έχουν εμβολιαστεί λιγότεροι Αμερικανοί αλλά ότι έχουν εμβολιαστεί λιγότεροι από τους πιο ευάλωτους, οι οποίοι τείνουν να συγκεντρώνονται μαζί.

Ο κίνδυνος θανάτου και νοσηλείας από COVID-19 αυξάνεται απότομα με την ηλικία και στο Ηνωμένο Βασίλειο σχεδόν όλοι οι άνω των 65 ετών έχουν εμβολιαστεί. Μια ανάλυση των New York Times βρήκε πολύ λίγες περιοχές στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου πάνω από το 2% των κατοίκων είναι 65 ετών και δεν είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Αντίθετα, ο αριθμός αυτός ξεπερνά το 10% σε πολλές κομητείες του αμερικανικού Νότου και της Ορεινής Δύσης. Ακόμη και μικρές διαφορές σε αυτά τα ποσοστά μπορούν να καθορίσουν το επίπεδο της κρίσης. Μια κοινότητα όπου το 10% των κατοίκων είναι ανεμβολίαστοι ηλικιωμένοι, έχει ουσιαστικά πέντε φορές περισσότερους ανθρώπους που μπορεί να χρειαστούν κρεβάτι σε ΜΕΘ, από μια κοινότητα όπου ο αριθμός αυτός είναι μόνο 2%.

Η εμβολιαστική κάλυψη διαφέρει επίσης δραματικά από κομητεία σε κομητεία στις Η.Π.Α. Όσο περισσότεροι ανεμβολίαστοι άνθρωποι συγκεντρώνονται, τόσο πιο εύκολα ο ιός μπορεί να βρει το επόμενο θύμα του. Φανταστείτε ότι τρία στα τέσσερα άτομα σε κάθε νοικοκυριό είναι εμβολιασμένα- το ανεμβολίαστο άτομο είναι απίθανο να μεταδώσει τον ιό πολύ στο σπίτι, λέει ο Γκράχαμ Μέντλεϊ, στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου. Φανταστείτε τώρα ότι τρία στα τέσσερα νοικοκυριά είναι πλήρως εμβολιασμένα- ο ιός θα εξαπλωθεί μέσω των μη εμβολιασμένων νοικοκυριών. Το συνολικό ποσοστό εμβολιασμού είναι το ίδιο, αλλά τα αποτελέσματα είναι πολύ διαφορετικά.

Οι ευπαθείς ομάδες θα συνεχίσουν να αλλάζουν

Οι ηλικιωμένοι και οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης ήταν μεταξύ των πρώτων που έκαναν τα εμβόλια – μια πρακτική κίνηση για την προστασία των ανθρώπων των οποίων οι υποκείμενες παθήσεις ή η εργασία τους τους κατέτασσε μεταξύ των πιο ευάλωτων. Τα νεότερα μέλη της κοινότητας έπρεπε να περιμένουν για να εμβολιαστούν. Ταυτόχρονα, ο ιός εξελισσόταν σε όλο και πιο γρήγορες μορφές. Όταν εμφανίστηκε η Δέλτα την άνοιξη, πολλοί από τους πιο βιώσιμους ξενιστές του, κινδύνευαν όχι λόγω της ηλικίας τους ή των περιστάσεων, αλλά παρά την ηλικία τους.

Τα παιδιά εξακολουθούν να έχουν μια σχετική ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 σε σύγκριση με τους ενήλικες. Αλλά σε σύγκριση με τις παραλλαγές που προηγήθηκαν, η Δέλτα εξαπλώνεται ταχύτερα και, επομένως, αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για όλους τους ανεμβολίαστους – πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά διατρέχουν τώρα, μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι πριν.

Ο σχετικός κίνδυνος θα συνεχίσει να μετατοπίζεται, ακόμη και αν ο ιός σταματήσει με κάποιο τρόπο να μεταλλάσσεται και γίνει μια στατική απειλή. Οι άνθρωποι που είναι σήμερα πλήρως εμβολιασμένοι μπορεί τελικά να χρειαστεί να κάνουν και την αναμνηστική δόση. Ακόμη και οι εμβολιασμένοι δεν θα είναι όλοι ίδιοι. Ορισμένοι, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που είναι μέτρια ή σοβαρά ανοσοκατεσταλμένοι, μπορεί να μην ανταποκριθούν ποτέ στα εμβόλια τόσο καλά όσο άλλοι. Οι υποθέσεις που κάναμε αρχικά για το ποιους θα μπορούσε να πλήξει περισσότερο ο ιός, θα συνεχίσουν να αλλάζουν, όπως και ο πληθυσμός των ανθρώπων που δεν θα νοσήσουν καθόλου.

Μαζί με τα ποσοστά του εμβολιασμού, θα αυξάνονται και τα κρούσματα σε εμβολιασμένους 

Τον Ιούλιο, μετά από μια έξαρση κρουσμάτων της COVID-19 στο Provincetown της Μασαχουσέτης, η εφημερίδα Washington Post, ανέφερε ότι τα τρία τέταρτα των ατόμων που μολύνθηκαν, είχαν εμβολιαστεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, πολλά ρεπορτάζ ανέφεραν παρόμοια στοιχεία, προκαλώντας ανησυχία. Εάν τα εμβόλια λειτουργούν, πώς γίνεται να μολύνονται τόσοι εμβολιασμένοι;

Η απάντηση είναι απλή. Οι εμβολιασμένοι μπορούν να μολυνθούν, επειδή αποτελούν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Αν και έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να νοσήσουν από ό,τι οι ανεμβολίαστοι, θα αποτελέσουν ένα σημαντικό ποσοστό των λοιμώξεων, των νοσηλειών και των θανάτων, αν είναι αριθμητικά περισσότεροι.

Ας όμως μερικά στατιστικά στοιχεία. Ας υποθέσουμε, πρώτον, ότι τα εμβόλια είναι κατά 60% αποτελεσματικά στην πρόληψη συμπτωματικών λοιμώξεων. Τα εμβολιασμένα άτομα εξακολουθούν να έχουν λιγότερες πιθανότητες να μολυνθούν, αλλά καθώς αυξάνεται το ποσοστό τους στην κοινότητα, αυξάνεται και το ποσοστό των λοιμώξεων. Εάν το 20% των ανθρώπων είναι πλήρως εμβολιασμένοι, θα αντιπροσωπεύουν το 9% των λοιμώξεων- ενώ το 80% του πληθυσμού που δεν έχει εμβολιαστεί θα αντιπροσωπεύει το 91%. Τώρα αντιστρέψτε το. Εάν μόνο το 20% των ανθρώπων είναι ανεμβολίαστο, θα υπάρχουν συνολικά λιγότερες λοιμώξεις. Αλλά οι εμβολιασμένοι άνθρωποι- οι οποίοι αποτελούν τώρα την πλειοψηφία- θα ευθύνονται για τις περισσότερες από αυτές τις λοιμώξεις κατά 62%.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η συγκεκριμένη στατιστική -το ποσοστό των εμβολιασμένων ατόμων σε ένα δεδομένο ξέσπασμα- είναι τόσο βαθιά παραπλανητική. «Όσο καλύτερη είναι η πρόσληψη του εμβολίου, τόσο πιο τρομακτικός θα φαίνεται αυτός ο αριθμός», έγραψε η Λούσι Ντ’Αγκοστίνο ΜακΓκάουαν, στατιστικολόγος στο Πανεπιστήμιο Wake Forest.

«Αν προσπαθείτε να αποφασίσετε εάν θα εμβολιαστείτε, δεν θα πρέπει να κοιτάξετε το ποσοστό των αρρώστων που εμβολιάστηκαν», έγραψε. «Θα πρέπει να κοιτάξετε το ποσοστό των ανθρώπων που εμβολιάστηκαν και νόσησαν».

Τον Ιούλιο, ένα ρεπορτάζ του NBC News ανέφερε ότι «τουλάχιστον 125.000 πλήρως εμβολιασμένοι Αμερικανοί βρέθηκαν θετικοί στον κορονοϊό. Μεμονωμένα, αυτός είναι ένας ανησυχητικός αριθμός. Αλλά αντιπροσώπευε μόλις το 0,08% των 165 εκατομμυρίων ανθρώπων που ήταν πλήρως εμβολιασμένοι εκείνη την εποχή. Πιο πρόσφατα, το Πανεπιστήμιο Duke ανέφερε ότι 349 φοιτητές είχαν βρεθεί θετικοί σε μία μόνο εβδομάδα – ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μόλις το 2,5% των περισσότερων από 14.000 φοιτητών που εξετάστηκαν. Ο παρονομαστής έχει σημασία.

Οι παρονομαστές σε αυτούς τους υπολογισμούς επίσης αλλάζουν. Καθώς αυξάνονται τα κύματα, θα αυξάνεται και ο αριθμός των μολυσμένων ατόμων, πράγμα που σημαίνει ότι θα αυξάνεται και ο αριθμός των επαναλαμβανόμενων μολύνσεων. Ακόμη και αν το ποσοστό των ξεσπασμάτων παραμείνει σταθερό, τα εμβόλια θα είναι λιγότερο αποτελεσματικά αν η πανδημία αφεθεί να ξεφύγει από τον έλεγχο.

Τα σπάνια συμβάντα είναι κοινά σε κλίμακα

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου ενάμιση έτους, οι σχολιαστές έχουν υποβαθμίσει διάφορους κινδύνους που σχετίζονται με την πανδημία επειδή ήταν «σπάνιοι» όπως οι θάνατοι, η μακρά COVID, οι λοιμώξεις και το πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο στα παιδιά. Αλλά οι μολυσματικές ασθένειες εξαπλώνονται, και αν το κάνουν αυτό αρκετά ευρέως, τα γεγονότα που είναι σχετικά σπάνια μπορούν να συμβούν σε μεγάλους αριθμούς. Ένα σπάνιο συμβάν που συμβαίνει μια φορά στις χίλιες, θα εξακολουθεί να συμβαίνει 40.000 φορές όταν 40 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί.

Καθώς οι επιδημίες εξαπλώνονται, περισσότεροι τύποι σπάνιων συμβάντων γίνονται επίσης αισθητοί. Μια ευρύτερη πανδημία είναι επίσης μια πιο περίεργη. Πολλές πτυχές του μυστηρίου του COVID-19 -το εύρος των συμπτωμάτων και των προσβεβλημένων οργάνων, η πιθανότητα επίμονης ασθένειας, οι επαναμολύνσεις- είναι κοινές με άλλες ιογενείς ασθένειες, αλλά περνούν απαρατήρητες επειδή οι περισσότερες ασθένειες δεν σαρώνουν τον κόσμο σε σύντομο χρονικό διάστημα. Παρομοίως, καθώς συνεχίζεται ο εμβολιασμός, οι λοιμώξεις εμβολιασμένων θα φαίνονται πιο συχνές.

Δεν υπάρχει μία μόνο «χειρότερη» έκδοση του κορονοϊού

Όπως σε κάθε παιχνίδι, το ποιος είναι ο πιο δυνατός αντίπαλος εξαρτάται από το ποιος άλλος παίζει και από τη φύση του γηπέδου. Αυτή τη στιγμή η παραλλαγή Δέλτα, έχει το καλύτερο δυνατό πλεονέκτημα.

Αλλά η ιδανική στρατηγική, από την άποψη του ιού, μπορεί να μοιάζει δραστικά διαφορετική για έναν πληθυσμό με πολύ μεγαλύτερη ανοσία. Ισχυρές, γρήγορες ανοσολογικές αντιδράσεις θα εμποδίσουν τον ιό να τα καταφέρει μόνο με την ταχύτητα. Σε αυτά τα περιβάλλοντα, μια κρυφή εκδοχή του ιού που μπορεί να περάσει απαρατήρητη από τα αντισώματα, μπορεί να είναι αυτή που θα κερδίσει. Ο στόχος του ιού θα εξακολουθεί να είναι η εξάπλωση, απλώς με διαφορετικά μέσα. Οι μεταλλάξεις που τον καθιστούν λιγότερο ορατό, θα τον βοηθήσουν να παραμείνει στους αεραγωγούς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ενδεχομένως να μεταδοθεί σε περισσότερους ανθρώπους κατά τη διαδικασία. Καθώς ο κόσμος αποκτά σταδιακά ανοσία, παραλλαγές όπως αυτή, μπορεί τελικά να αντικατασταθούν από πιο επικίνδυνες.

Αλλά αυτές οι μεταβάσεις θα συμβούν πιθανότατα με διαφορετικούς ρυθμούς σε διαφορετικές χώρες, ανάλογα με το ποιος έχει πρόσβαση στα εμβόλια. Παρεμπιπτόντως, υπάρχει μικρό κίνητρο για τον ιό να γίνει πιο θανατηφόρος στην πορεία. Οι ιοί θέλουν να εξαπλώνονται, όχι να σκοτώνουν. Παρόλα αυτά, ορισμένοι παθογόνοι μικροοργανισμοί μπορούν να γίνουν συμπτωματικά πιο επικίνδυνοι ως υποπροϊόν της μεταδοτικότητας, ή εάν αυτά τα συμπτώματα διευκολύνουν την εξάπλωσή τους.

Όλες οι παραλλαγές, ωστόσο, έχουν κάποια κοινή αδυναμία. Μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω του εμβολιασμού, της χρήσης της μάσκας, της κοινωνικής αποστασιοποίησης και άλλων μέτρων που εμποδίζουν την πορεία του ιού. Όταν οι ιοί εξαπλώνονται ταχύτερα, είναι πιο δύσκολο να ελεγχθούν. Αλλά δεν μπορούν να επιμείνουν χωρίς εμάς, και η συμπεριφορά μας έχει επίσης σημασία.

ΠΗΓΗ: The Atlantic

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος